Η γένεση, εξέλιξη και ανάπτυξη του Ποντιακού Αντάρτικου ως ανάγκη επιβίωσης στις τουρκικές θηριωδίες

19-5-2025

Γράφει ο Παναγιώτης Γέροντας, Ιστορικός-Συγγραφέας

Η ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού κατά τις αρχές του 20ού αιώνα είναι βαθιά σημαδεμένη από τις πολιτικές εθνοκάθαρσης που άσκησαν οι Οθωμανοί, οι Νεότουρκοι και οι Κεμαλικοί. Οι πρώτες ενδείξεις συστηματικής καταδίωξης χρονολογούνται ήδη από τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο (1912-1913), αλλά η κατάσταση επιδεινώθηκε δραματικά με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπό την επιρροή της εθνικιστικής επιτροπής «Ένωση και Πρόοδος», εφάρμοσε ένα σχέδιο εθνοκάθαρσης των χριστιανικών πληθυσμών (Αρμενίων, Ελλήνων, Ασσυρίων), το οποίο εκδηλώθηκε με απελάσεις, εκτελέσεις, καταναγκαστικά έργα και μαζικούς εξισλαμισμούς.

Χάρτης των καταγεγραμμένων σφαγών ελληνικών πληθυσμών (πηγή)

Στον Πόντο, η γενοκτονία πήρε ενδημικά χαρακτηριστικά με μαζικές σφαγές, βιασμούς πυρπολήσεις χωριών, λεηλασίες, εκτοπισμούς μέσω των περιβόητων «λευκών πορειών θανάτου» και την υποχρεωτική στράτευση των Ποντίων σε τάγματα εργασίας (amele taburları). Η δράση αυτή δεν ήταν αυθόρμητη. Ήταν μέρος ενός οργανωμένου σχεδίου, στο οποίο συμμετείχαν ενεργά παραστρατιωτικοί μηχανισμοί όπως η περιβόητη Teskilât-ı Mahsusa (Ειδική Οργάνωση), ένας μυστικός μηχανισμός της Επιτροπής Ένωση και Πρόοδος, που εκπαίδευε φανατικούς εθελοντές και ληστές για αποστολές δολοφονιών, τρομοκράτησης και εθνοκάθαρσης. Η ίδια οργάνωση διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο και στη γενοκτονία των Αρμενίων.

Μετά το 1919, όταν ο Μουσταφά Κεμάλ ανέλαβε την στρατιωτική ηγεσία στον Πόντο (ξεκινώντας από την άφιξή του στη Σαμψούντα στις 19 Μαΐου), η βία συστηματοποιήθηκε σε κρατική πολιτική. Εκατοντάδες χωριά εκκενώθηκαν ή καταστράφηκαν, ενώ οι οργανωμένες εκτελέσεις και οι εξορίες μετατράπηκαν σε καθημερινότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, γεννήθηκε η ανάγκη για οργανωμένη άμυνα: το Ποντιακό Αντάρτικο. Ένας από τους βασικούς οργανωτές της κεμαλικής βίας στον Πόντο υπήρξε ο διαβόητος Τοπάλ Οσμάν (Topal Osman Ağa), πολέμαρχος από την Κερασούντα με χωλότητα λόγω τραυματισμού στα πεδία των μαχών. Σχημάτισε παραστρατιωτική μονάδα περίπου 3.000–5.000 ανδρών, κυρίως από Τσέτες, η οποία ενεργούσε ως ανεπίσημη αλλά απολύτως χρήσιμη δύναμη για τον Μουσταφά Κεμάλ, ιδιαίτερα στη Μαύρη Θάλασσα και στον Δυτικό Πόντο. Ο Τοπάλ Οσμάν διέπραξε αποκρουστικά εγκλήματα πολέμου όπως μαζικές σφαγές ελληνικών χωριών γύρω από την Κερασούντα και την Οινόη, εξόντωση αιχμαλώτων και προσφύγων Ελλήνων και εκτελέσεις Ελλήνων, Αρμενίων και Κιρκασίων.

Δημοσιεύση των New York Times (10 Ιουλίου 1921) για σφαγές ελληνικών πληθυσμών στη Σαμψούντα

Το Ποντιακό Αντάρτικο

Το Ποντιακό Αντάρτικο δεν ήταν αποτέλεσμα προϋπάρχοντος στρατιωτικού σχεδίου, αλλά γέννημα της ανάγκης για επιβίωση. Πρώτοι αντάρτες ήταν δραπέτες των ταγμάτων εργασίας και νέοι άνδρες που απέφευγαν τη στράτευση. Σύντομα, πυρήνες οργανώθηκαν σε δασώδεις και ορεινές περιοχές του Δυτικού και Κεντρικού Πόντου (Σάντα, Καρς, Καλοκαίρι, Καπίκιοϊ, Τόνια, Χαψάμα, κ.α.), κυρίως γύρω από τα βουνά του Όφεως και του Μικρού Καυκάσου.

Η βασική δομή των ομάδων αυτών ήταν ευέλικτη και ανεξάρτητη, χωρίς κεντρικό επιτελείο. Επικεφαλής των σωμάτων ήταν τοπικοί ήρωες όπως οι Αναστάσιος Παπαδόπουλος (Γέρων Τσαρτσαλίδης), Καπετάν Αντών Τσαούσης και ο Καπετάν Ευκλείδης. Παράλληλα υπήρχαν και σπουδαίοι πνευματικοί καθοδηγητές όπως ο Γιώργος Κανδηλάπτης. Οπλισμός και ανεφοδιασμός ήταν αποτέλεσμα λαθρεμπορίου ή λαφυραγώγησης, με τη βοήθεια ελληνικών κοινοτήτων του εξωτερικού.

Ένα τμήμα της τραγικής πορείας 5.000 Χριστιανών από το Χαρπούτ προς τη θάλασσα. Αν και το Χαρπούτ, στο κεντρικό τμήμα της Μικράς Ασίας, απέχει μόλις 160 μίλια σε ευθεία γραμμή από την Τραπεζούντα, στις ακτές του Εύξεινου Πόντου, οι δυστυχισμένοι αυτοί πρόσφυγες αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν μια δαιδαλώδη διαδρομή, η οποία εκτεινόταν σε 500 μίλια.
Πηγή: The National Geographic Magazine, Νοέμβριος 1925, σελ. 537.

Το Ποντιακό Αντάρτικο λειτουργούσε με τοπικές αυτόνομες ομάδες στο πεδίο, γεγονός που ακριβώς δεικνύει την αυθόρμητη δημιουργία του. Αυτό το χαρακτηριστικό τού έδινε ευελιξία αλλά η έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού δεν οδήγησε στη θέσπιση στρατηγικών στόχων του Ποντιακού Αγώνα που θα οδηγούσε στην Ποντιακή Ανεξαρτησία. Η δράση του Ποντιακού Αντάρτικου ήταν κυρίως αμυντική και προστατευτική προς τα ποντιακά χωριά, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις εξελίχθηκε σε επιθετική με ενέδρες, δολιοφθορές και απελευθέρωση αιχμαλώτων. Οι συγκρούσεις με τουρκικές στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δυνάμεις ήταν σφοδρές και συνεχείς, με κορύφωση το 1920–1921.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, υπήρξε βοήθεια από ελληνικά πολεμικά πλοία, τα οποία περιπολούσαν στη Μαύρη Θάλασσα. Το αντιτορπιλικό «Βέλος», που επιχειρούσε στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου, αναφέρεται σε ορισμένες μαρτυρίες ως πλοίο που μετέφερε όπλα και τρόφιμα, αλλά δεν υπάρχουν επιβεβαιωμένες πηγές για συμμετοχή σε αποβιβάσεις ανδρών στον Πόντο[1]. Παρόλα αυτά, η Ελληνική Ναυτική Βάση της Κωνσταντινούπολης είχε γνώση και επαφές με ποντιακές ομάδες. Σε έκθεση της Ελληνικής Ναυτικής Βάσης στην Κωνσταντινούπολη που ανευρέθη στα αρχεία της Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού («Κατάστασις εν τω Ευξείνω Πόντω», 18/31 Μαΐου 1922) περιγράφονται οι τουρκικές θηριωδίες στην περιοχή[2] καθώς και η αντίσταση των Ελλήνων Ποντίων με την μορφή ενόπλων σωμάτων στα βουνά.

Πρόσφυγες από τη Σαμψούντα στην Πάτρα στην Ελλάδα, ξεκινούν για το εσωτερικό της χώρας. Πολλοί από αυτούς τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, που προέρχονται από το λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας, έχουν βρει εργασία στους αμπελώνες με σταφίδες και στους ελαιώνες της Πελοποννήσου, της οποίας η Πάτρα —η τέταρτη σε μέγεθος πόλη της Ελλάδας— αποτελεί το κύριο λιμάνι.
Πηγή: The National Geographic Magazine, Νοέμβριος 1925, σελ. 568.

Οι μαρτυρίες για την ποντιακή αντιστασιακή δράση είναι πολλές και κεντρικό σημείο αποτελεί η περιοχή της Σάντας. Τον Δεκέμβριο του 1921, ισχυρές δυνάμεις του κεμαλικού στρατού (και παραστρατιωτικών) ξεκίνησαν οργανωμένη επίθεση για την ολοκληρωτική εξόντωση του ελληνικού στοιχείου. Οι Σανταίοι αντάρτες, υπό την καθοδήγηση του Καπετάν Ευκλείδη Κουρτίδη, αντιστάθηκαν με επιτυχία για ημέρες σε μάχη που περιγράφεται από πολλούς ως «ελληνικό Μεσολόγγι του Πόντου». Παρά τον ηρωισμό της αντίστασης, η απομόνωση και η έλλειψη ενίσχυσης οδήγησε τελικά στην εκκένωση και την αναγκαστική έξοδο των κατοίκων, που πέρασαν στα βουνά και αργότερα κατευθύνθηκαν προς τον Καύκασο.

Οι σχέσεις Ποντίων και Αρμενίων στον Αγώνα κατά των Τούρκων πέρασαν αρκετές διακυμάνσεις από την συνεργασία μέχρι την καχυποψία. «Η «Αρμενοφοβία» — ο φόβος της απορρόφησης από τους Αρμένιους και της απώλειας της ελληνικής εθνικής ταυτότητας — επρόκειτο να έχει σοβαρό αντίκτυπο στο ζήτημα του Πόντου. Δεν ήταν ένας γενικευμένος φόβος ανάμεσα στους Έλληνες, όμως όσοι τον είχαν, τείνανε να υπερβάλλουν (μόνο το πέντε τοις εκατό του πληθυσμού του βιλαετίου Τραπεζούντας ήταν Αρμένιοι) και συχνά τον χρησιμοποιούσαν ως όχημα για προσωπικά, πολιτικά ή εμπορικά τους συμφέροντα. Οι Έλληνες ανέκαθεν υποτιμούσαν τους Αρμένιους, ωστόσο τους είχαν προσφέρει τη βοήθειά τους όποτε διώκονταν από τους Τούρκους. Ένα τέτοιο παράδειγμα υπήρξε το 1895, όταν Αρμένιοι που είχαν διαφύγει από τα ενδότερα της Μικράς Ασίας προς τα παράλια, βρήκαν καταφύγιο και προστασία από τον ελληνικό πληθυσμό, ο οποίος βοήθησε στη συγκρότηση τοπικών αρμενικών κοινοτήτων. Οι Αρμένιοι, ωστόσο, ανέπτυξαν αξιόλογη εμπορική δραστηριότητα, γεγονός που τους έφερε σε άμεση σύγκρουση με τα συμφέροντα των Ελλήνων. Η βαθύτερη πηγή της τριβής, όμως, ήταν η επίγνωση των Ελλήνων πως οι Τούρκοι υποστήριζαν τους Αρμένιους προκειμένου να υπονομεύσουν τον ελληνικό χαρακτήρα και την κυριαρχία στον Πόντο. Όμως αυτή η πραγματικότητα είχε πάψει να ισχύει το 1918. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, όταν πολλοί Έλληνες είχαν βρει καταφύγιο πέρα από τον Εύξεινο Πόντο, ο τουρκικός σωβινισμός στράφηκε κατά των Αρμενίων, οι οποίοι αποδεκατίστηκαν. Από τους 10.000 Αρμενίους της Τραπεζούντας, σχεδόν κανείς δεν επέζησε. Όταν ο πόλεμος έληξε, η αρμενοφοβία ήταν, στην πραγματικότητα, ένας φανταστικός κίνδυνος που εξακολουθούσε να υπάρχει στο μυαλό ορισμένων Ελλήνων και όχι μια πραγματική απειλή για τον Ποντιακό Ελληνισμό[3]».

Πηγή

Στις 2 Νοεμβρίου 1918, αντιπρόσωποι από Ποντιακά συμβούλια από όλο τον κόσμο συναντήθηκαν στη Μασσαλία σε ένα Συνέδριο υπό την προεδρία του Κωνσταντινίδη[4] Το ενδεχόμενο συμφωνίας μεταξύ Ποντίων και Αρμενίων είχε εγκριθεί, ενώ ορίστηκε πενταμελής Εθνική Ποντιακή Αντιπροσωπεία, με σκοπό να προωθήσει τις διεκδικήσεις των Ποντίων Ελλήνων στη Διάσκεψη Ειρήνης. Οι Πόντιοι βασίζονταν στη στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης και ήταν πεπεισμένοι ότι ο Πόντος θα περιλαμβανόταν στις εδαφικές διεκδικήσεις του Βενιζέλου. Είχαν ήδη πραγματοποιηθεί επίσημες δηλώσεις σχετικά με την επιθυμία των Ποντίων να γίνουν Έλληνες πολίτες, είτε μέσω της πλήρους προσάρτησης του Πόντου από την Ελλάδα, είτε μέσω της ανεξαρτησίας του Πόντου και της αυτοδιάθεσης. Ο Βενιζέλος, ωστόσο με τη σιωπή του έθεσε τον Πόντο εκτός ελληνικών διεκδικήσεων.

Ο Ευκλείδης Κουρτίδης

Στις 2 Μαίου 1919, στην Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος και μία αντιπροσωπεία Ποντίων προσπάθησαν να προωθήσουν την ίδρυση ενός Ποντιακού- Αρμενικού κράτους στο οποίο όμως δεν ήταν ευνοϊκά διακείμενοι οι Αρμένιοι αλλά και ο ίδιος ο Έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος θεωρούσε ότι το κράτος του Πόντου θα ήταν πολύ μακριά από το πεδίο δράσης του Ελληνικού Στρατού και ως εκ τούτου θα ήταν ευάλωτο σε τουρκικές επιθέσεις.

Ο Χρύσανθος στον Καύκασο, σε συνομιλίες με τους Αρμενίους. Αριστερά ο εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης Σταυριδάκης και δεξιά ο Ν. Λεοντίδης (πηγή)

Επίλογος – Συμπεράσματα

Οι Έλληνες του Πόντου, όπως και όλοι οι χριστιανοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αντιμετωπίστηκαν ως εχθροί της «οθωμανικής πατρίδας» (vatan) και έπεσαν θύματα της βίαιης τουρκοποίησης της περιοχής. Το οργανωμένο σχέδιο περιελάμβανε σφαγές, δολοφονίες, λεηλασίες, πορείες θανάτου, εκτοπίσεις και άλλα πολλά. Οι Έλληνες Πόντιοι αντιστάθηκαν δημιουργώντας ένοπλες ομάδες, οι οποίες όμως ενεργούσαν αυτόνομα στο πεδίο χωρίς την ύπαρξη κάποιου «κεντρικού στρατηγείου» που θα συντόνιζε τον αγώνα τους. Ένας πρόσθετος ανασταλτικός παράγοντας ήταν η έλλειψη συνεννόησης με τους Αρμενίους της περιοχής.

Οι Πόντιοι προσπάθησαν να προωθήσουν την ίδρυση ανεξάρτητου ποντιακού ή ποντιοαρμενιακού κράτους. Αυτή η επιδίωξη ωστόσο δεν βρήκε θετική ανταπόκριση ούτε από τις Μ. Δυνάμεις ούτε από την Ελλάδα. Υποστηρίχθηκε ότι η απομόνωση του Πόντου και η απόσταση από την Ελλάδα και την Ζώνη Σμύρνης ήταν δύο καθοριστικοί παράγοντες για τη στάση που τήρησε απέναντι στο ποντιακό ζήτημα ο Ελευθέριος Βενιζέλος.

Σημαντικό ρόλο στην κορύφωση του δράματος έπαιξε και το γεγονός της επικράτησης των μπολσεβίκων στη Ρωσία καθώς το νέο καθεστώς είχε αγαστές σχέσεις με τους κεμαλικούς, ενώ θεωρούσε την Ελλάδα απλό εντολοδόχο των δυτικών «ιμπεριαλιστικών» δυνάμεων. Η Σαμψούντα έγινε κεντρική πόλη στην παράδοση οπλισμού, εφοδίων και πολεμοφοδίων από την κομουνιστική Ρωσία στο κεμαλικό καθεστώς.

Πηγές

Αγτζίδης, Βλάσης. Έλληνες του Πόντου: Η γενοκτονία από τον τουρκικό εθνικισμό, 2005

Κώστας Νικ. Καπετανίδης, Νίκος Καπετανίδης, ο ηρωικός δημοσιογράφος του Πόντου – Η Γενοκτονία μέσα από τη ζωή και τα άρθρα του,  εκδ. Ινφογνώμων, 2018

N. Petsalis – Diomidis, HELLENISM IN SOUTHERN RUSSIA AND THE UKRAINIAN CAMPAIGN: THEIR EFFECT ON THE PONTUS QUESTION (1919)

Vasileios Th. Meichanetsidis, “The Genocide of the Greeks of the Ottoman Empire, 1913–1923”, Genocide Studies International Vol. 9, No. 1, “The Ottoman Genocides of Armenians, Assyrians, and Greeks”(Spring 2015)

Gingeras, Ryan (2016). Fall of the Sultanate: The Great War and the End of the Ottoman Empire, 1908–1922. Oxford University Press

Lieberman, Benjamin, Terrible Fate: Ethnic Cleansing in the Making of Modern Europe, Rowman & Littlefield

Morris, Benny; Ze’evi, Dror (2019) The thirty-year genocide: Turkey’s destruction of its Christian minorities, 1894–1924, Cambridge (Mass.): Harvard University Press.

Peterson, Merrill D., Starving Armenians: America and the Armenian Genocide, 1915–1930 and After, Charlottesville: University of Virginia Press

Βαλαβάνη, Γεώργιος, Σύγχρονος γενική ιστορία του Πόντου, εκδ. Παμπροσφυγικής

Ιστορικό Αρχείο Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού


Πηγή

[1] Εκτελούσε καθήκοντα συνοδείας πλοίων που μετέφεραν Έλληνες πρόσφυγες από την Ουκρανία και επιτηρούσε τις ελληνικές παροικίες στην περιοχή εξαιτίας της ύπαρξης τουρκικών συμμοριών. Σύμφωνα με αρχειακές πηγές, ο Αρχηγός Στόλου (υποναύαρχος Γεώργιος Κακουλίδης) απέστειλε το Βέλος (κυβ. Δ.Πανάς) στην Τραπεζούντα στις 15 Απριλίου του 1919 ως μέρος της συμμαχικής αποστολής [N. Petsalis – Diomidis, HELLENISM IN SOUTHERN RUSSIA AND THE UKRAINIAN CAMPAIGN: THEIR EFFECT ON THE PONTUS QUESTION (1919)]. Έμεινε στην περιοχή από τον Φεβρουάριο ως τον Ιούνιο του 1919. «Ο κυβερνήτης Δ. Πάνας και ο ανθυποπλοίαρχος Μεταξάς τούς ενημέρωσαν (τους κατοίκους της Τραπεζούντας) ότι η αποστολή τους ήταν να ελέγξουν την ομαλή επιστροφή των Ποντίων προσφύγων, στα πλαίσια της διεθνούς συμφωνίας που είχαν υπογράψει και η Ελλάδα με την Τουρκία. Για τον σκοπό αυτόν είχαν επισκεφθεί τις ελληνικές παροικίες στη ρωσική Μαύρη Θάλασσα και τώρα ήρθαν στην πόλη τους. Σε ανταπόδοση της φιλοξενίας το πλήρωμα του «Βέλους» δέχτηκε την επίσκεψη πλήθους κόσμου στο πλοίο τους» (Κώστας Νικ. Καπετανίδης,, Νίκος Καπετανίδης, ο ηρωικός δημοσιογράφος του Πόντου – Η Γενοκτονία μέσα από τη ζωή και τα άρθρα του,  εκδ. Ινφογνώμων, 2018)

[2] «Πάντα τα χριστιανικά χωρία έχουσι πυρποληθή, εκ δε των κατοίκων άλλοι μεν απελαθέντες εσφάγησαν καθ’ οδόν, άλλοι δε συλληφθέντες εφονεύθησαν επιτοπίως ή εκάησαν ζώντες.» Ακολουθεί λεπτομερειακή αναφορά των φρικτών θηριωδιών ανά περιοχή του Πόντου.

[3] N. Petsalis – Diomidis ο.π. σελ 229.

[4] Ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης (1856-1930) ήταν έμπορος και ένας από τους πρώτους που υποστήριξαν την ίδρυση μιας Ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου. Γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου. Ήταν ο πρωτεργάτης του αγώνα στην Ευρώπη για την δημιουργία ανεξάρτητης δημοκρατίας στον Πόντο. Συνέβαλε στην ενημέρωση των μεγάλων δυνάμεων με διαδοχικά υπομνήματα για την τραγική κατάσταση που επικρατούσε την περίοδο 1917-1922 στον Πόντο. Έστειλε επίσης τηλεγράφημα στον Τρότσκι, με το οποίο ζητούσε την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης για τους αγώνες των Ποντίων για μία ανεξάρτητη ποντιακή δημοκρατία.

Δημοσιεύεται στο methormisakathektou.blog

*Το άρθρο εκφράζει προσωπικές απόψεις και εκτιμήσεις του συντάκτη