Αποφυγή ανάληψης διεθνών ευθυνών και απόκρυψη προσβάλλουν άμεσα την χώρα μας

27-12-2025

Γράφει ο Στέλιος Φενέκος, Υποναύαρχος ε.α.

ΑΠΟΦΥΓΗ ΑΝΑΛΗΨΗΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΕΥΘΥΝΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΚΡΥΨΗ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΥΝ ΑΜΕΣΑ ΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ

Η αναφορά (που δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» (και σε άλλα ΜΜΕ) ότι το Ενιαίο Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης (ΕΚΣΕΔ) δεν δέχθηκε αίτημα παροχής συνδρομής από πλοίο «Qendil» (το οποίο βλήθηκε από Ουκρανικό UAV), και ότι αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα πως το πλοίο δεν έπλεε σε περιοχή ελληνικής ευθύνης, αλλά ενδεχομένως σε περιοχή ευθύνης της Ιταλίας ή της Λιβύης, συνιστά λογικό και νομικό άλμα που δεν αντέχει σε σοβαρό έλεγχο.

Το συμπέρασμα αυτό δεν προκύπτει αναγκαστικά από την προκείμενη και αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα λογικού σφάλματος ανακολουθίας (τύπου «non sequitur»).

Αν ακολουθούσε κανείς αυτή τη συλλογιστική, τότε θα έπρεπε να αποδεχθεί το εξής παράδοξο:

«Εάν ένα πλοίο βυθιστεί ή ένα αεροσκάφος καταπέσει εντός περιοχής έρευνας και διάσωσης της Ελλάδας (και υποχρέωσης εκδόσεων ΝΟΤΑΜ κλπ) , αλλά δεν προλάβει ή δεν μπορέσει να εκπέμψει σήμα κινδύνου, τότε (κατά τη λογική του δημοσιεύματος και του ΕΚΣΕΔ) το συμβάν δεν θα μπορούσε να έχει λάβει χώρα σε περιοχή ελληνικής ευθύνης».

Η μη υποβολή αιτήματος έρευνας και διάσωσης δεν αποτελεί απόδειξη απουσίας ευθύνης/υποχρέωσης και αρμοδιότητας και η λογική προσκούει άμεσα τόσο στο Διεθνές Δίκαιο όσο και στην διεθνή πρακτική.

Οι σχετικές διεθνείς συμβάσεις δεν ορίζουν ότι η ευθύνη/αρμοδιότητα SAR και ναυτιλιακής ασφάλειας ενεργοποιείται μόνο κατόπιν αιτήματος του πλοίου.

Αντιθέτως, η ευθύνη υφίσταται αντικειμενικά, βάσει των ανατεθέντων και αναληφθέντων από την χώρα γεωγραφικών ορίων, ανεξάρτητα από το αν το πλήρωμα του πλοίου εκτίμησε ότι υπήρχε άμεσος κίνδυνος ή επέλεξε να επικοινωνήσει με το κράτος σημαίας, την πλοιοκτήτρια εταιρεία ή άλλον φορέα.

Επιπλέον, η αρμοδιότητα SAR δεν εξαντλεί το σύνολο των ελληνικών δικαιοδοσιών (ΑΟΖ ως περιοχής περιβαλλοντικής δικαιοδοσίας) πέραν του ότι υπάρχουν και υποχρεώσεις ναυτιλιακής ενημέρωσης ασφάλειας ναυσιπλοΐας και διερεύνησης κινδύνου.

Ιδιαίτερα προβληματική είναι και η αναφορά σε «ενδεχόμενη» αρμοδιότητα της Ιταλίας ή της Λιβύης, χωρίς παράθεση γεωγραφικών συντεταγμένων, επίσημων χαρτών για το ίχνος, ή άλλων τεχνικών δεδομένων.

Όταν, μάλιστα, διεθνή μέσα (BBC) έχουν δημοσιεύσει χάρτες στίγματος βάσει διεθνούς κύρους συστημάτων παρακολούθησης πλοίων (MarineTraffic – ανοικτής πρόσβασης), τότε η πλήρης αγνόηση αυτών των στοιχείων γεννά εύλογα ερωτήματα για το κατά πόσο έγινε η δέουσα διερεύνηση και ελήφθησαν υπόψη τα διαθέσιμα δεδομένα.

Η αποδοχή μιας λογικής απόκρυψης είτε αποφυγής δημιουργεί επικίνδυνο προηγούμενο γιατί θα σήμαινε ότι η ελληνική αρμοδιότητα μπορεί να παρακάμπτεται σιωπηρά, απλώς και μόνο επειδή ένα πλοίο δεν υπέβαλε αίτημα.

Αυτό δεν συνάδει ούτε με το διεθνές δίκαιο ούτε με τα πάγια ελληνικά συμφέροντα τα οποία υποστηρίξαμε σθεναρά σε πολλές περιπτώσεις έρευνας και διάσωσης πλοίων στην περιοχή ευθύνης μας έναντι της Τουρκίας.

Είναι ΑΝΑΓΚΑΙΟ να διερευνηθεί επίσημα το περιστατικό, και με τις άλλες χώρες που ενδεχόμενα τις αφορά (Ιταλία και Λιβύη), εάν αυτό έγινε εκτός περιοχών ευθύνης/αρμοδιότητας/δικαιοδοσίας Ελληνικής..

*Το άρθρο εκφράζει προσωπικές απόψεις και εκτιμήσεις του συντάκτη