Η ομιλία του Πρωθυπουργού στην Βουλή για την Εξωτερική Πολιτική μεταξύ ρεαλισμού – αυτοπεριορισμού και ανεπιβεβαίωτων προσδοκιών

17-10-2025

*Το κείμενο εκφράζει προσωπικές απόψεις και εκτιμήσεις του συντάκτη

Γράφει ο Στέλιος Φενέκος, Υποναύαρχος ε.α.,

Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΤΗΝ ΒΟΥΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΜΕΤΑΞΥ ΡΕΑΛΙΣΜΟΥ – ΑΥΤΟΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΝΕΠΙΒΕΒΑΙΩΤΩΝ ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ

Ο πρωθυπουργός ενημέρωσε χθες το Κοινοβούλιο για τα ζητήματα διαχείρισης της εξωτερικής πολιτικής αλλά και εν μέρει της άμυνας της Χώρας.

Δεν θα αναφερθώ στις εκατέρωθεν ανούσιες, επιφανειακές και δηκτικές αντεγκλήσεις με την αντιπολίτευση και άλλα κόμματα (πότε θα καταλάβουν ότι με αυτές και χωρίς ουσιαστικό διάλογο, αντεπιχειρήματα στέρεα και κριτική υποβαθμίζεται η λειτουργία του Κοινοβουλίου) αλλά αντικειμενικά και με στοιχεία σε όσα παρουσίασε ο πρωθυπουργός ως συνολική αποτύπωση του κυβερνητικού αφηγήματος:

«Μια Ελλάδα ισχυρή, αξιόπιστη και σεβαστή διεθνώς», που ταυτόχρονα στηρίζει το Διεθνές Δίκαιο και επιδιώκει «ήρεμα νερά» στην ευρύτερη γειτονιά της».

Ωστόσο, μια προσεκτική ανάγνωση του λόγου του μέσα από το πρίσμα των ζωτικών εθνικών συμφερόντων, των διευρυνόμενων Τουρκικών διεκδικήσεων, του Διεθνούς Δικαίου και του εξελισσόμενου διεθνούς περιβάλλοντος που επηρεάζει άμεσα και την χώρα μας, αποκαλύπτει ένα μείγμα πραγματικών επιτυχιών, ασάφειας και κάποιων υπερβολών σε ορισμένα σημεία, καθώς και ανεπιβεβαίωτων προσδοκιών, σιωπηρών υποχωρήσεων και αποφυγής έναντι των τουρκικών διεκδικήσεων.

ΘΕΤΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ

Στα θετικά σημεία είναι οπωσδήποτε η περιγραφή των αμυντικών εξοπλιστικών προγραμμάτων η οποία είναι κατά βάση ακριβής. Η Πολεμική Αεροπορία διαθέτει ήδη 24 μαχητικά Rafale, ενώ 42 F-16 έχουν αναβαθμιστεί στο επίπεδο Viper, με στόχο τα 83 ως το 2027. Η παραλαβή 20 F-35 που ξεκινάει από το 2028 είναι ρεαλιστική, αν και τεχνικά οριακή, ενώ η πρώτη φρεγάτα Belharra αναμένεται πράγματι πριν από το τέλος του 2025. Το συνολικό 12ετές επενδυτικό πρόγραμμα των 28 δισ. ευρώ αποτυπώνει τη βούληση για ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας, παρότι όμως παραμένουν ανοιχτά ζητήματα κοστολόγησης και εγχώριας συμμετοχής της αμυντικής βιομηχανίας.

Η αναφορά στην τεχνητή νοημοσύνη, στα μη επανδρωμένα συστήματα και στον κυβερνοπόλεμο δείχνει κατανόηση της νέας «λογικής ισχύος» των ενόπλων δυνάμεων.

Επίσης, ο πρωθυπουργός παρουσίασε με σαφήνεια το ελληνικό επιχείρημα περί νομιμότητας και σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο: την προσήλωση στο Δίκαιο της Θάλασσας, την ανάγκη ειρηνικής επίλυσης των διαφορών και την πρωτοβουλία διαλόγου με όλους τους παράκτιους γείτονες (αν και η γενίκευση δημιουργεί προβληματισμούς).

Καθαρή και θεσμικά στέρεη είναι η στάση στο Κυπριακό, όπου επαναβεβαιώνεται η προσήλωση στη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, απορρίπτοντας ρητά τη λογική των δύο κρατών που προωθεί η Τουρκία.

ΓΚΡΙΖΑ ΣΗΜΕΙΑ

Εκεί όμως αρχίζουν και τα πρώτα «γκρίζα σημεία». Η ρητορική περί «σχεδόν μηδενικών παραβιάσεων» στο Αιγαίο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Παρά τη θεαματική μείωση, τα επίσημα στοιχεία του ΓΕΕΘΑ εξακολουθούν να καταγράφουν παραβιάσεις και υπερπτήσεις, ναι μεν μειωμένων σε αριθμό από επανδρωμένα αεροσκάφη, αυξημένων όμως από μη επανδρωμένα τουρκικά αεροσκάφη (για να δούμε την υποτίμηση που γίνεται, φανταστείτε ότι στην Ευρώπη είναι μείζον πλέον ζήτημα και υπάρχει προετοιμασία πολέμου, λόγω παραβιάσεων εναέριων χώρων μερικών γειτονικών κρατών, από μικρό αριθμό μη επανδρωμένα ρωσικών αεροσκαφών).

Η υποτίμηση αυτή (προφανώς για λόγους εσωτερικής επικοινωνίας) μεταφράζεται διεθνώς αλλά και εγχώρια ως αποδοχή ενός status quo «χαμηλής έντασης», κανονικοποιώντας σταδιακά την τουρκική πρακτική των παραβιάσεων αυτής της μορφής και της δημιουργίας γκρίζων ζωνών.

Παράλληλα, η ομιλία αποσιωπά δύο σταθερές ελληνικές θέσεις: το αποκλειστικό δικαίωμα επέκτασης της χωρικής θάλασσας μέχρι τα 12 νμλ (που δεν μπορεί να προβάλλεται ως μέρος των θαλασσίων ζωνών σε αντικείμενο συλλογικού διαλόγου με τις άλλες παράκτιες χώρες) και την αδυναμία της Τουρκίας να δεχθεί ως υποψήφια προς ένταξη χώρα το ευρωπαϊκό κεκτημένο, που συμπαρασύρει οπωσδήποτε και την απειλή πολέμου (casus belli) σε περίπτωση επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων.

Αυτές οι σιωπές, σε συνδυασμό με την έντονη προβολή του αφηγήματος «ηρεμίας και ρεαλισμού», δημιουργούν την εντύπωση μιας Ελλάδας που αποφεύγει τις νομικές της διεκδικήσεις για χάρη της πολιτικής ομαλότητας.

Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται στο ζήτημα των Θαλάσσιων Πάρκων και του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού. Αν και παρουσιάζονται ως καθαρά περιβαλλοντικές πρωτοβουλίες «εντός των χωρικών υδάτων», στις οδηγίες της ΕΕ (MSP) και στην πράξη λειτουργούν ουσιαστικά εντός της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας (έστω και δυνητικών), δηλαδή περιοχών που παραμένουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης.

Η επιλογή της κυβέρνησης να τονίσει κυρίως τον περιβαλλοντικό χαρακτήρα, αποσιωπώντας την πολιτική διάσταση, συνιστά ένα είδος αυτοπεριορισμού, την στιγμή που η Τουρκία έχει εκδώσει και καταθέσει (MSP -UNESCO) χάρτες θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού και πέραν της χωρικής της θάλασσας, στα διεθνή ύδατα και σε διεκδικούμενες περιοχές ως υφαλοκρηπίδας της.

Το μήνυμα προς τρίτους μπορεί να εκληφθεί ως απροθυμία της Ελλάδας να προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων, κάτι που η Τουρκία ερμηνεύει ως ένδειξη «διαλλακτικότητας», αν όχι φόβου, που τελικά προκαλούν υποχωρητικότητα».

Ανάλογο έλλειμμα σαφήνειας παρατηρείται και στην περίπτωση της Λιβύης.

Ο πρωθυπουργός επαίρεται ότι η Ελλάδα έχει αποκαταστήσει διαύλους επικοινωνίας και με τη Βεγγάζη και με την Τρίπολη και ότι προωθεί εκ νέου συνομιλίες για οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών. Ωστόσο, δεν έκανε καμία αναφορά στο τουρκο-λιβυκό Μνημόνιο, το οποίο η Αθήνα θεωρεί άκυρο και αντίθετο με το Δίκαιο της Θάλασσας, ούτε και σε προσπάθειες που οφείλει να κάνει για να το ακυρώσει, τόσο από πλευράς Διεθνούς Δικαίου όσο και με πολιτικές πιέσεις και μέτρα.

Η αποσιώπηση αυτή μπορεί να θεωρηθεί διπλωματικά ευγενική, αλλά ουσιαστικά αφήνει αναπάντητο το πιο κρίσιμο ερώτημα: ή αν η Ελλάδα αποδέχεται να συνεχίσει τον διάλογο με την Λιβύη (ποίους εκ των δύο;) χωρίς μάλιστα προϋποθέσεις, από την στιγμή που η Λιβύη όχι μόνο αρνείται να αποκηρύξει τη ανυπόστατη συμφωνία της με την Τουρκία, αλλά την διεκδικεί επίσημα και την ενισχύει με ρηματικές διακοινώσεις και παραστάσεις στον ΟΗΕ.

Η προβολή του προγράμματος «express visa», για Τούρκους επισκέπτες στα νησιά του Αιγαίου, είναι ένα άλλο παράδειγμα θετικού μέτρου που, όμως, στερείται αντισταθμιστικών δεσμεύσεων της Άγκυρας.

Η Ελλάδα παρέχει οικονομικά και πολιτικά οφέλη επαναπροσέγγισης, ενώ όμως η τουρκική πλευρά κινείται διεκδικητικά, αμφισβητώντας την κυριαρχία της Ελλάδος επί 152 νησιών, μιλάει για τουρκικές μειονότητες στα νησιά μας και διεισδύει μονομερώς οικονομικά στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, και μάλιστα επιθετικά, οι ψαράδες τους αλιεύουν εντός των χωρικών υδάτων μας, ούτε έχει σταματήσει τις υπερπτήσεις σε αυτά.

Έτσι, το κλίμα των «ήρεμων νερών» μεταφράζεται περισσότερο σε μονόπλευρη χειρονομία καλής θέλησης, χωρίς αντίστοιχη ανταπόδοση σε οιοδήποτε πεδίο.

Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα είναι η επιφανειακή κι ελλιπής αναφορά στην επανεκκίνηση των συνομιλιών με τη Συρία «μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ».

Αν και πράγματι υφίσταται μεταβατική κυβέρνηση από τα τέλη του 2024, η Ελλάδα οφείλει να κινηθεί προσεκτικά, καθώς η νέα ηγεσία προέρχεται από κύκλους που στο παρελθόν είχαν χαρακτηριστεί τρομοκρατικές οργανώσεις από τον ΟΗΕ. Και ήδη έχουν υπάρξει διώξεις σε χριστιανικούς πληθυσμούς. Η ομιλία παρουσιάζει τη νέα σχέση ως σχεδόν αυτονόητη, παραλείποντας να εξηγήσει το νομικό πλαίσιο της αναγνώρισης και τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες γι αυτό. Πρόκειται περισσότερο για επισφαλή πολιτική αισιοδοξία, παρά για σταθερή βάση διπλωματίας και διεθνούς δικαίου.

Στο ενεργειακό πεδίο, η παρουσίαση της Ελλάδας ως «παρόχου ενεργειακής ασφάλειας» για τα Βαλκάνια, είναι εύστοχη ως στρατηγική αφήγηση, όχι όμως απολύτως τεκμηριωμένη αριθμητικά.

Ο αναφερόμενος όγκος των 17 δισ. κυβικών μέτρων φυσικού αερίου που «περνούν» από την Ελλάδα, δεν αντιστοιχεί σε απόλυτα καταγεγραμμένες ροές. Αφορά συνδυασμό δυνητικής δυναμικότητας αγωγών και τερματικών. Παρότι η χώρα πράγματι εξελίσσεται σε σημαντικό ενεργειακό κόμβο, η παρουσίαση αυτών των προσδοκιών διογκώνει τη σημερινή πραγματικότητα, για να στηρίξει το αφήγημα «ισχύος μέσω ανάπτυξης».

Επίσης, η πρόβλεψη για μπλοκάρισμα της συμμετοχής της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό αμυντικό πρόγραμμα SAFE, εφόσον δεν αρθεί το casus belli, αν και συνιστά μια διπλωματική «ασφάλεια», κατά την άποψή μου θα ήταν πολύ ισχυρότερο επιχείρημα να προβάλλουμε το ότι η Τουρκία δεν συμμορφώνεται με το ευρωπαϊκό κεκτημένο – που υποχρεούται άλλωστε- και συμπαρασύρει και το casus belli. Παρ’ όλα αυτά, η προβολή αυτής της δυνατότητας του βετο, στηρίζεται σε αποφάσεις που γίνονται είτε με ευξημένη πλειοψηφία είτε με ομοφωνία, κάτι που στην πράξη δεν είναι πάντοτε δεδομένο.

ΚΑΤΑΛΗΓΟΝΤΑΣ

Συνολικά, η ομιλία διαμορφώνει ένα συνεκτικό αφήγημα επιτυχιών και διεθνούς αναβάθμισης.

Παράλληλα, όμως, καταγράφεται μια εμφανής τάση «αποπολιτικοποίησης» κρίσιμων ζητημάτων. Αυτή η επιλογή των ασαφειών, της αποφυγής, της υποβάθμισης και της υπερτίμησης προσδοκιών, μπορεί να λειτουργούν βραχυπρόθεσμα ως ανάχωμα έντασης, ενέχουν όμως τον κίνδυνο σταδιακής υποχώρησης του ελληνικού πλαισίου αναφοράς και της προβολής για την βούληση υποστήριξης των ζωτικών συμφερόντων (σημαντικός παράγων τόσο διεθνώς όσο κι εγχώρια, πολιτικά, ηθικά, διπλωματικά αλλά και από πλευράς διεθνούς δικαίου).

Η Ελλάδα ορθά επιδιώκει να είναι «πυλώνας σταθερότητας». Όμως η σταθερότητα δεν πρέπει να συγχέεται με τη στασιμότητα.

Η ενεργός διπλωματία προϋποθέτει σαφήνεια και συνέπεια. Διαφορετικά, η «πολιτική των ήρεμων νερών» μπορεί να μετατραπεί σε πολιτική «χαμηλών κυμάτων» που μας καταπνίγουν σιγά-σιγά (έχω αναφερθεί εκτεταμένα στο “creeping jurisdiction” που επιδιώκεται συνεχώς από την Τουρκία με έξυπνο τρόπο), όπου η διεθνής υποστήριξη και οι βασικές αρχές του Διεθνούς Δικαίου θολώνουν μέσα στην δηλούμενη συνεχώς και μετ’ επιτάσεως επιθυμία για νηνεμία.