7-9-2025
Γράφει ο Ευθύμιος Πέτρου, Δημοσιογράφος

Υπάρχει μια πτυχή της ιστορίας των καλωδίου ηλεκτρικής διασυνδέσεως Ελλάδος – Κύπρου, που ξεφεύγει από το πλαίσιο της καθαρά ενεργειακής πολιτικής. Δεν έχει να κάνει με υποψίες υπερτιμολογήσεων, με ευρωπαϊκές εισαγγελίες και με όλα όσα έχουν κατακλύσει την ειδησεογραφία το τελευταίο διήμερο. Είναι η πρώτη υπόθεσις στην οποία εμφανίζεται μια σαφής διάστασις πολιτικής Αθηνών και Λευκωσίας. Και τούτο είναι ανεπίτρεπτο. Οι όποιες διαφωνίες ή διαφορές προσεγγίσεων και διαφορετικών εκτιμήσεων ή οικονομικών υπολογισμών θα έπρεπε να έχουν συζητηθεί κεκλεισμένων των θυρών και αφού συμφνούσαν όλοι να καθοριζόταν μια κοινή γραμμή. Είτε το θέλουμε το καλώδιο, αλλά το θέλουμε και οι δύο και το υποστηρίζουμε και οι δύο, είτε δεν το θέλουμε και το έργο εγκαταλείπεται. Αυτή η κατάστασις που έχει τώρα δημιουργηθεί είναι εθνικώς επιζήμια. Και οι ευθύνες καταμερίζονται εκατέρωθεν. Και στην Αθήνα και στην Λευκωσία.
Το χειρότερο είναι πως αυτή η υπόθεσις είναι μόνον η κορυφή του παγόβουνου. Δεν υπάρχει σύμπνοια, ούτε σύγκλισις προθέσεων και σχεδίων μεταξύ των δύο ελληνικών κρατών, ό,τι και να ισχυρίζονται οι δύο κυβερνήσεις. Και η κατάστασις αυτή είναι διαχρονική. Με μικρά μόνον διαλείμματα συναντιλήψεων, τα πλεονεκτήματα των οποίων δεν καταφέραμε να εκμεταλλευθούμε. Ανάξιες πολιτικές ηγεσίες δεν μπόρεσαν κάν να τα κατανοήσουν. Θα θυμίσουμε ότι μετά την εισβολή του Αττίλα, η επίσημος πολιτική της ελληνικής Κυβερνήσεως ήταν «Η Λευκωσία αποφασίζει και η Αθήνα συμπαρίσταται». Για τα ολίγα χρόνια που τις τύχες της Κύπρου, τις καθόριζε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος η πολιτική αυτή ήταν μάλλον θεωρητική, καθώς στην ουσία δεν υπήρχαν στόχοι. Το Κυπριακό ήταν χαίνουσα πληγή στον εθνικό κορμό και εμείς δεν ξέραμε τι θέλουμε. Στην αμέσως επομένη φάση, οι μεν Κύπριοι (ή τουλάχιστον η μεγάλη πλειονότης των Κυπρίων) άρχισαν να προσβλέπουν στην Αθήνα θεωρώντας την το εθνικό κέντρο. Οι ελληνικές Κυβερνήσεις όμως απεδείχθησαν κατώτερες των περιστάσεων. Ως επί το πλείστον αντιμετώπισαν την Κύπρο σαν «βαρίδι» και θυμούνταν ότι πρέπει να υπάρχει μια σύμπλευσις μόνον στις διασκέψεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ή στις περιπτώσεις κατά τις οποίες εμφανιζόταν κάποιος γραμματεύς ή ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ που παρουσίαζε σχέδιο λύσεως, ο Μπούτρος Γκάλι για παράδειγμα με τις «ιδέες» που συνέταξε σε ένα θεσμικό κείμενο το οποίο Αθήνα και Λευκωσία απεδέχθησαν ασμένως. Προφανώς δεν έκαναν τον κόπο να διαβάσουν το κείμενο του γενικού γραμματέως το οποίο ακολουθούσε τις ίδιες γραμμές πάνω στις οποίες στηρίχθηκε και το μεταγενέστερο σχέδιο Αννάν το οποίο απορρίψαμε μετά βδελυγμίας. Απλώς στην εποχή του Μπούτρος Γκάλι είχαμε την βεβαιότητα ότι τα σχέδια του ΟΗΕ θα τα απέρριπταν οι Τούρκοι, οπότε θεωρούσαμε ότι δεν θα μας εκόστιζε τίποτε να «κάνουμε τους καλούς» και να δεχόμεθα όλες τις προτάσεις αφού ούτως ή άλλως δεν επρόκειτο να οδηγήσουν σε ουσιαστική εξέλιξη. Έτσι όμως καταφέραμε να γίνουμε ο «κακός» στην περίπτωση του σχεδίου Αννάν το οποίο οι Τουρκοί απεδέχθησαν οδηγώντας σε αδιέξοδο και την ελληνική και την κυπριακή διπλωματία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απόρριψις του σχεδίου Αννάν ήταν μονόδρομος. Υπάρχουν όμως πολλοί τρόποι να επιτύχει μια χώρα διπλωματική αναδίπλωση χωρίς να έλθει στην δύσκολη θέση να καλείται να απολογηθεί και στον ΟΗΕ και στην ΕΕ που τότε είχε εμπλακεί δραστηρίως δίδοντας εξηγήσεις για «υπαναχώρηση».
Αναφέρουμε αυτά τα ολίγα για να τονίσουμε την παντελή έλλειψη διαχρονικής εθνικής πολιτικής την οποία να εφαρμόζουν συνεκτικά Αθήνα και Λευκωσία. Είναι άλλωστε και αυτός ένας από τους λόγους για τους οποίους 51 χρόνια τώρα το Κυπριακό παραμένει άλυτο.
Η μόνη περίοδος ουσιαστικής συγκλίσεως Αθηνών και Λευκωσίας, είναι η περίοδος κατά την οποίαν ίσχυσε το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδος-Κύπρου. Και ήταν η μόνη περίοδος κατά την οποία διεφάνησαν πραγματικές ελπίδες διευθετήσεως της καταστάσεως στην Κύπρο. Δεν λέμε λύσεως του Κυπριακού διότι ακόμη και σήμερα δεν είναι και τόσο ξεκάθαρο το τί σημαίνει η λέξις «λύσις». Πάντως ο τότε Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης δεν κατάφερε να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία που μας εδίδετο. Πολλά θα μπορούσαν να έχουν αποκαλύψει για τα παρασκήνια εκείνης της περιόδου (από την οποία το μόνο που έμεινε στο συλλογικό ασυνείδητο ήταν η κρίσις των S-300) ο τότε Πρωθυπουργός και οι αφανείς πρωταγωνιστές αρχηγός του ΓΕΕΦ αντιστράτηγος Δημήτρης Δήμου και κλαδάρχης του ΓΕΕΘΑ αρχιπλοίαρχος Θωμάς Κατωπόδης (μετέπειτα αντιναύαρχος αρχηγός Στόλου). Και οι τρεις όμως έχουν εγκαταλείψει την ματαιότητα του κόσμου αυτού. Ήταν Αύγουστος μήνας και στο Μαξίμου έκαναν διακοπές, οπότε οι εμπιστευτικοί φάκελλοι που έρχονταν «δια χειρός» από την Κύπρο έμεναν σφραγισμένοι ενώ οι εξελίξεις έτρεχαν.
Εν ολίγοις εύκολο είναι να αλληλοκατηγορούμεθα (Αθήνα και Λευκωσία) για τις δυσμενείς εξελίξεις στην περιοχή. Το δύσκολο είναι να διαμορφώσουμε εθνική πολιτική και να καθορίσουμε διαδικασίες αγαστής συνεργασίας μεταξύ μας. Όσο για το καλώδιο είναι δευτερεύον. Δεν θα υπεισέλθουμε στην ουσία του ζητήματος. Επειδή όμως έχει και μια διάσταση οικονομική, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι οι υπολογισμοί τους οποίους κάνουν οι Κύπριοι είναι κατά τεκμήριον ακριβέστεροι αυτών τους οποίους κάνουμε στην Αθήνα. Αν λοιπόν ο κ. Μάκης Κεραυνός λέγει ότι το καλώδιο είναι ασύμφορο τείνουμε να πιστεύσουμε αυτόν και όχι τους εν Αθήναις αοριστολογούντες.
Δημοσιεύεται στην ΕΣΤΙΑ

φωτ.αρχείου
*Το άρθρο εκφράζει προσωπικές απόψεις και εκτιμήσεις του συντάκτη
