Επιχείρηση Praying Mantis (18 Απριλίου 1988) και ο θρίαμβος του C4ISR

8-5-2025

Γράφει ο Παναγιώτης Γέροντας, Ιστορικός – Συγγραφέας

Το C4ISR (Command, Control, Communications, Computers, Intelligence, Surveillance, and Reconnaissance) είναι ακρωνύμιο που περιγράφει τη συνδυασμένη ικανότητα διοίκησης, ελέγχου, επικοινωνιών, υπολογιστών, πληροφοριών, επιτήρησης και αναγνώρισης. Αποτελεί θεμελιώδες δόγμα για τη σύγχρονη διακλαδική πολεμική ισχύ και την πληροφοριακή κυριαρχία (information dominance). Πρόκειται δηλαδή για ένα ολοκληρωμένο σύστημα δικτύωσης και λειτουργιών, το οποίο επιτρέπει στις ένοπλες δυνάμεις να συλλέγουν, να επεξεργάζονται, να διαμοιράζονται και να αξιοποιούν πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο προκειμένου να διασφαλίσουν την αποτελεσματική λήψη αποφάσεων, την επιχειρησιακή συντονισμένη δράση, την ακρίβεια στην προσβολή στόχων και την ανώτερη τακτική και στρατηγική επίγνωση.

Η διαφορά επιχειρησιακού επιπέδου ανάμεσα στις ένοπλες δυνάμεις που έχουν αποκτήσει αυτή την ικανότητα και σε αυτές που δεν έχουν αναβαθμιστεί σε αυτό το επίπεδο, είναι χαοτική αφού οι πρώτες είναι σε θέση να πραγματοποιούν «χειρουργικά χτυπήματα» στον αντίπαλο και με ελάχιστο κόστος να προκαλούν μεγάλες απώλειες. Αντίθετα, οι δεύτερες πολύ σύντομα καλούνται να αντιμετωπίσουν τον υλικό αλλά κυρίως τον ψυχολογικό αντίκτυπο τέτοιων αποφασιστικών πληγμάτων και πολύ συχνά ο πόλεμος τελειώνει «πριν καν ξεκινήσει». Αυτή η χαοτική διαφορά φάνηκε στην αμερικανική ναυτική επιχείρηση εναντίον του Ιράν «Αλογάκι της Παναγιάς» το 1988.

Αεροπορική φωτογραφία του πλήγματος στην ιρανική φρεγάτα IS Sahand από αεροσκάφος της U.S. Navy Carrier Air Wing 11 ως αντίποινα για την πρόσκρουση σε νάρκη της αμερικάνικης φρεγάτας USS Samuel B. Roberts (πηγή)

Γεωπολιτικό πλαίσιο

Ο πόλεμος Ιράν – Ιράκ είχε εξελιχθεί σε έναν πόλεμο εξάντλησης με βαρύ τίμημα σε ανθρώπινες ζωές αλλά και στην παγκόσμια οικονομία. Το Ιράν, σε άμυνα μετά την ιρακινή εισβολή του 1980, χρησιμοποίησε ασύμμετρες τακτικές, οι οποίες περιελάμβαναν επιθέσεις σε πετρελαιοφόρα. Με αυτές τις ενέργειες το Ιράν προσπαθούσε να μπλοκάρει τις εξαγωγές πετρελαίου του Ιράκ στο Περσικό Κόλπο (Tanker War). Οι ΗΠΑ αρχικά τήρησαν στάση σχετικής ουδετερότητας, αλλά σταδιακά έγειραν υπέρ του Ιράκ, ανησυχώντας για την εξάπλωση της Ισλαμικής Επανάστασης. Ένας πρόσθετος λόγος ήταν η διατήρηση της ροής του πετρελαίου από τον Περσικό Κόλπο. Το Ιράν θεωρούσε τις ΗΠΑ de facto εμπλεκόμενες, ιδίως λόγω της υποστήριξης τους προς το Ιράκ (πληροφορίες, δορυφορική αναγνώριση, εξοπλισμός μέσω τρίτων).

Το Κουβέιτ ζήτησε προστασία για τα τάνκερ του και η Σοβιετική Ένωση προσφέρθηκε πρώτη να παρέχει ναυτική συνοδεία. Οι ΗΠΑ αντέδρασαν με την επιχείρηση “Earnest Will” με την οποία τα τάνκερ του Κουβέιτ επισημάνθηκαν ως αμερικανικά με στόχο να ενταχθούν σε συνοδείες του 5ου Αμερικανικού Στόλου. Το Ιράν, ως ήταν αναμενόμενο, θεώρησε αυτή την ενέργεια ως εχθρική.

Το Ιράν χρησιμοποίησε μικρά σκάφη Pasdaran, νάρκες και αντιπλοϊκούς πυραύλους (Silkworm) για να πλήξει πλοία και εγκαταστάσεις στον Κόλπο. Παράλληλα, χρησιμοποίησε τις πλατφόρμες πετρελαίου ως βάσεις παρακολούθησης και επίθεσης μετατρέποντάς τες σε ένα είδος «υβριδικών οχυρών». Το Ιράν δεν επεδίωκε άμεση στρατιωτική νίκη, αλλά περισσότερο την αύξηση του κόστους επιχειρήσεων στον Περσικό Κόλπο για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους του Ιράκ, τη πρόκληση φόβου με τις ναρκοθετήσεις και τους αιφνιδιασμούς και τελικά τη δημιουργία εσωτερικής πίεσης σε αντιπάλους προκειμένου αυτοί να αναστείλουν τις επιχειρήσεις (αυτή η τακτική μας θυμίζει τη σημερινή δράση των Χούθι).

Η πρόσκρουση της φρεγάτας  USS Samuel B. Roberts σε ιρανική νάρκη στις 14 Απριλίου 1988, η οποία έπλεε στον Περσικό Κόλπο σε συνοδεία νηοπομπής, αποτέλεσε την αφορμή της έναρξης των αμερικανικών επιθετικών επιχειρήσεων εναντίον των  Ιρανών, καθώς η πρόσκρουση προκάλεσε σοβαρές ζημιές και τραυματισμούς. Από την ανάλυση προέκυψε ότι οι νάρκες προέρχονταν από παρτίδα που είχε κατασχεθεί το 1987 από το ιρανικό πλοίο Iran Ajr. Η ιρανική εμπλοκή θεωρήθηκε δεδομένη και η Ουάσινγκτον αποφάσισε στρατιωτική απάντηση. Η επιχείρηση Praying Mantis είχε ως στρατηγικό σκοπό να σταλεί ένα σαφές μήνυμα προς το Ιράν για αποκλιμάκωση της έντασης. Ο επιχειρησιακός σκοπός ήταν η καταστροφή των υποδομών που επέτρεπαν τις ιρανικές επιθέσεις, όπως οι πλατφόρμες πετρελαίου και τα πλοία επιφανείας. Παράπλευρος στόχος της αποστολής ήταν η αποκατάσταση της ελεύθερης ναυσιπλοΐας στην περιοχή.

Η φρεγάτα USS Samuel B. Roberts μεταφέρεται μακριά μετά την πρόσκρουσή της σε νάρκη (πηγή)

Η επιχείρηση τέθηκε υπό τον Αντιναύαρχο Anthony Less, με τη δημιουργία τριών ομάδων μονάδων επιφανείας (Surface Action Groups – SAGs). Αυτές ήταν οι:

SAG Bravo: USS Merrill (DD-976), USS Lynde McCormick (DDG-8), USS Trenton (LPD-14) με μονάδες πεζοναυτών.

SAG Charlie: USS Wainwright (CG-28), USS Bagley (FF-1069), USS Simpson (FFG-56).

SAG Delta: USS Jack Williams (FFG-24), USS O’Brien (DD-975), USS Joseph Strauss (DDG-16).

Παράλληλα υπήρχε αεροπορική υποστήριξη από την Carrier Air Wing 11 από το αεροπλανοφόρο  USS Enterprise με αεροσκάφη A-6E Intruder, F-14 Tomcat, EA-6B Prowler, E-2C Hawkeye κ.ά.

Ο Ιρανικός Στόλος (Ναυτικό της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν/ IRIN και το Ναυτικό των Φρουρών της Επανάστασης/ IRGCN) αποτελούταν από φρεγάτες κλάσης Alvand, πυραυλακάτους κλάσης Joshan καθώς και σκάφη επιτήρησης, νηοπομπής και αναχαίτισης. Η αεροπορική κάλυψη των Ιρανών ήταν περιορισμένη λόγω των κυρώσεων και έλλειψης ανταλλακτικών για τα αεροσκάφη τύπου F4/ F14.

Η αμερικάνικη επιχείρηση ξεκίνησε με επίθεση στις ιρανικές πλατφόρμες Sassan και Sirri, που χρησιμοποιούνταν για επιτήρηση και επικοινωνίες. Οι ΗΠΑ προειδοποίησαν το προσωπικό τους να τις εκκενώσουν. Όταν οι Ιρανοί απάντησαν με πυρά, οι Αμερικανοί προχώρησαν σε καταστροφή των εγκαταστάσεων με βολές ναυτικού πυροβολικού και επιθέσεις από ελικόπτερα. Η πυραυλάκατος Joshan επιχείρησε επίθεση με πύραυλο Harpoon κατά των αμερικανικών μονάδων, οι οποίες απάντησαν με βολές Standard, Harpoon και πυροβόλων, καταστρέφοντάς τη ολοκληρωτικά.

Η ιρανική φρεγάτα Sahand φλέγεται απ’ άκρη σε άκρη (πηγή)

Η φρεγάτα Sahand αποπειράθηκε να εμπλακεί εναντίον αμερικανικών αεροσκαφών. Δέχθηκε πλήγματα από δύο πυραύλους Harpoon, βόμβες Mk.82 και AGM-123 Skipper II με συνέπεια να βυθιστεί. Η φρεγάτα Sabalan άνοιξε πυρ εναντίον αμερικανικών ελικοπτέρων. Ακινητοποιήθηκε από βλήματα ακριβείας, χωρίς όμως να βυθιστεί. Οι Αμερικανοί δεν προχώρησαν στη βύθισή της σκόπιμα προκειμένου να μην κλιμακώσουν την κατάσταση. Οι Ιρανοί προσπάθησαν να απαντήσουν με περιορισμένες βολές εδάφους-πλοίου και αεράμυνας. Παράλληλα, μικρά σκάφη IRGC (Islamic Revolutionary Guard Corps) επιχείρησαν αντιπερισπασμούς, χωρίς όμως επιτυχία.

Η επιχείρηση αποτελεί ένα από τα πρώτα σύγχρονα παραδείγματα δικτυοκεντρικού πολέμου (network centric warfare[1]) προτού ο όρος καθιερωθεί, με ενοποιημένη χρήση μέσων πληροφόρησης, διοίκησης και ακριβούς προσβολής στόχων. Η επιχείρηση σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε από την U.S. Central Command (CENTCOM) με επιχειρησιακή υλοποίηση από τον 5ο Στόλο (NAVCENT), ενώ υπήρχε σαφής κατανομή καθηκόντων σε όλες τις ομάδες επιχειρήσεων (task forces). Παράλληλα υπήρχε στιβαρή διοίκηση στο πεδίο με τα αμερικανικά πλοία να εντάσσονται σε Battle Groups με σαφή δομή ελέγχου και ιεραρχίας.Το USS Wainwright λειτουργούσε ως ναυαρχίδα (flagship) της ομάδας επιφανείας, συντονίζοντας πυρά και αποστολές αεροπορικής υποστήριξης.

Το Αμερικανικό Ναυτικό παρουσίασε ικανότητα ταχείας ανακατεύθυνσης μονάδων σε νέες αποστολές με χρήση κρυπτογραφημένων συστημάτων επικοινωνίας με μικρό χρόνο αντίδρασης. Παράλληλα, με τη χρήση του Joint Tactical Information Distribution System (JTIDS) πραγματοποιούταν μετάδοση τακτικής εικόνας σε πραγματικό χρόνο μεταξύ πλοίων και αεροσκαφών. Επιπρόσθετα, οι μονάδες επιφανείας επικοινωνούσαν απρόσκοπτα με τα αεροσκάφη, βασικό στοιχείο για την εκτέλεση συντονισμένων προσβολών.

Αν και τα πλοία της επιχείρησης δεν έφεραν το Aegis, βασίζονταν στο Naval Tactical Data System (NTDS) για ενοποιημένη απεικόνιση απειλών ενσωματώνοντας ραντάρ, sonar, IFF[2], ESM[3] σε ενιαία τακτική εικόνα. Υπήρχε επίσης προγραμματισμός αποστολών με χρήση υπολογιστών πλοίων και μαχητικών (flight profiles[4], Harpoon targeting[5]). Επίσης πολύ σημαντικό στοιχείο ήταν η συλλογή στοιχείων με υποκλοπές SIGINT και COMINT[6]. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Αμερικανοί να εντοπίζουν τις ιρανικές ναυτικές μονάδες πριν αυτές να εμφανιστούν οπτικά. Αεροσκάφη E-2 Hawkeye παρείχαν εναέρια εικόνα μάχης (AEW – Airborne Early Warning), ενώ ελικόπτερα SH-2F παρείχαν χαμηλού ύψους επιτήρηση για μικρούς στόχους επιφανείας. Αεροσκάφη  Α-6 Intruders διεξήγαγαν οπτική αναγνώριση πριν την εξαπόλυση πυραύλων ή βομβών, ενώ μαχητικά και ελικόπτερα ανανέωναν συνεχώς την τακτική εικόνα με συνεχή ροή εισερχομένων δεδομένων (inputs). Αυτές οι πληροφορίες σε συνδυασμό με αυτές που συλλέγονταν από δορυφόρους, UAVs και πιθανώς από συνεργαζόμενα κράτη του Κόλπου έδιναν στους Αμερικανούς την πλήρη εικόνα του πεδίου.

Πηγή

Συμπεράσματα

Οι Αμερικανοί σε αυτήν την επιχείρηση ήταν οι κυρίαρχοι των πληροφοριών με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να πραγματοποιούν πλήγματα ακριβείας που δημιουργούσαν σημαντικές απώλειες και ψυχολογικό σοκ στους αντιπάλους. Οι ενέργειες του Ιράν εντάσσονται σε αυτό που γενικά ονομάζεται «4η γενιά πολέμου», με κύρια χαρακτηριστικά την ασυμμετρία των επιχειρήσεων και τη θολή διάκριση μεταξύ πολέμου και ειρήνης και στρατιωτικού προσωπικού και πολιτών. Κατά μία έννοια, οι ενέργειες του Ιράν ήταν το προοίμιο του χαρακτήρα που θα λάβουν οι πολεμικές συγκρούσεις στις αρχές του 21ου αιώνα.

Οι Αμερικάνοι χρησιμοποίησαν μια τελειοποιημένη μορφή του «πολέμου 3ης γενιάς», ήτοι επικέντρωση στον ελιγμό και χρήση της τεχνολογίας για την επίτευξη της νίκης στο πεδίο. Το αποκορύφωμα του πολέμου 3ης γενιάς είναι η διασύνδεση όλων των μονάδων (αισθητήρες, διοίκηση, πυρά) μέσω δικτύων πληροφορικής για επίτευξη αυξημένης επίγνωσης κατάστασης και ταχύτερης λήψης αποφάσεων. Δημιουργείται με τον τρόπο αυτόν ένα «νευρικό σύστημα» που κινεί τις Ένοπλες Δυνάμεις σαν να ήταν ένας ζωντανός οργανισμός. Η απάντηση στις ασύμμετρες επιχειρήσεις επί του πεδίου είναι η ακριβής και ζωντανή (live) γνώση του πεδίου, ο συντονισμός, η ταχύτητα, η προσαρμογή και η ευελιξία που οδηγούν σε πλήγματα ακριβείας. Αυτά τα πλήγματα μεγιστοποιούν τις απώλειες των αντιπάλων, ενώ οι αντίστοιχες των ημετέρων δυνάμεων παραμένουν μικρές. Η δράση των Αμερικανών σε αυτή την επιχείρηση, όπως και των Ιρανών, θα αποτελέσει πρότυπο για τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματοποιούνται οι συμβατικές επιχειρήσεις στον 21ο αιώνα.

Πηγές

Naval History and Heritage Command, “Operation Praying Mantis”

Harold Lee Wise,”One Day of War”, Naval History Magazine, USNI

Captain Bud Langston & LCDR Don Bringle, “The Air View: Operation Praying Mantis”, Proceedings, USNI

U.S. Navy – All Hands, “Operation Praying Mantis”

Defense Media Network, “Operations Prime Chance and Praying Mantis: USSOCOM’s First Test of Fire”

Joseph M. Tofalo, “Operation Praying Mantis: Analysis of Operational and Tactical Decision Making”, U.S. Naval War College, 1993

Jacob D. Ostrom, IRAN’S CHALLENGE TO THE U.S. IN THE MARITIME DOMAIN, Naval Postgraduate School, Monterey, California

James W. Fondren, Jr., JOINT TASK FORCE OPERATIONS IN THE PERSIAN GULF, Air War College, Alabama, 1989

Peter M. Swartz & Karin Duggan, The U.S. Navy in the World (1981-1990): Context for U.S. Navy Capstone Strategies and Concepts, CNA Corporation, 2011

Craig L. Symonds, Decision at Sea: Five Naval Battles that Shaped American History. Oxford University Press, USA, 2005

Harold Lee Wise, Inside the Danger Zone: The U.S. Military in the Persian Gulf , 1987 – 1988 . Annapolis: Naval Institute Press, 2007

Seth G. Jones, Containing Tehran: Understanding Iran’s Power and Exploiting Its Vulnerabilities,  Center for Strategic and International Studies (CSIS)


[1] Network Centric Warfare (NCW) είναι η στρατιωτική επιχειρησιακή προσέγγιση που στοχεύει στην αξιοποίηση της πληροφοριακής υπεροχής μέσω της σύνδεσης όλων των αισθητήρων, εκτελεστών και διοικητών σε ένα κοινό δίκτυο, ώστε να επιτευχθεί ανώτερη κατανόηση του πεδίου μάχης, ταχύτερη λήψη αποφάσεων και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα.

[2] Το IFF είναι ηλεκτρονικό σύστημα αναγνώρισης που επιτρέπει σε μονάδες (αεροσκάφη, πλοία κ.λπ.) να αναγνωρίζουν αν ένα ιπτάμενο ή ναυτικό ίχνος είναι φίλιο ή εχθρικό. Λειτουργεί μέσω αμφίδρομης ανταλλαγής σημάτων μεταξύ «ερωτητή» (interrogator) και «απαντητή» (transponder). Είναι κρίσιμο για αποφυγή φίλιων πυρών ή αλλιώς «αδελφοκτονίες»  (fratricide). Συνήθως ενσωματώνεται σε ραντάρ αεράμυνας και συστήματα μάχης.

[3] Το ESM είναι μέρος του ηλεκτρονικού πολέμου (EW) που αφορά στην παθητική συλλογή, εντοπισμό και ανάλυση ηλεκτρομαγνητικών εκπομπών (π.χ. ραντάρ, επικοινωνίες). Σκοπός του είναι η αναγνώριση απειλών, η στοχοποίηση, και η κατάρτιση της ηλεκτρονικής εικόνας πεδίου. Δεν εκπέμπει λειτουργώντας σιωπηλά, γεγονός που το καθιστά κατάλληλο για κρυφή παρακολούθηση. Χρησιμοποιείται σε πλοία, υποβρύχια, UAV και αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας.

[4] Flight profiles είναι προκαθορισμένες τροχιές που ακολουθεί ένας πύραυλος κρουζ για να φτάσει στον στόχο του, συνδυάζοντας ύψος, ταχύτητα και ελιγμούς. Τα βασικά προφίλ είναι high-high-low, low-low-low και άλλες παραλλαγές, ανάλογα με την αποστολή και το επιθυμητό επίπεδο αποκάλυψης. Ένα high-high-low προφίλ επιτρέπει μέγιστη εμβέλεια, ενώ το low-low προσφέρει ελάχιστο ίχνος ραντάρ. Τα flight profiles ενσωματώνουν συχνά ελιγμούς αποφυγής ή τερματικά σενάρια (terminal attack profiles). Επιλέγονται από τον εκτοξευτή ή προγραμματίζονται πριν την αποστολή.

[5] Harpoon targeting βασίζεται σε αρχικά δεδομένα στόχευσης που εισάγονται πριν την εκτόξευση, περιλαμβάνοντας πορεία, απόσταση και αναμενόμενη θέση του στόχου. Ο πύραυλος πλοηγείται με αδρανειακή ναυτιλία και GPS (σε νεότερες εκδόσεις), ενώ στο τελικό στάδιο ενεργοποιεί ραντάρ ερεύνης. Εάν εντοπίσει στόχο, εκτελεί τελικό προφίλ προσβολής (terminal pop-up ή sea-skimming) ανάλογα με τις συνθήκες. Ορισμένες εκδόσεις διαθέτουν δυνατότητα re-attack ή επιλογή στόχου μεταξύ πολλαπλών ιχνών. Το σύστημα είναι σχεδιασμένο για προσβολή επιφανειακών σκαφών με υψηλή επιβιωσιμότητα σε περιβάλλοντα με ECM (με jamming ή deception κ.α.).

[6] SIGINT (Signals Intelligence) είναι η συλλογή και ανάλυση ηλεκτρομαγνητικών σημάτων για στρατιωτικούς ή πληροφοριακούς σκοπούς, συμπεριλαμβάνοντας τόσο επικοινωνίες όσο και μη επικοινωνιακά σήματα. Χωρίζεται σε υποκατηγορίες, με κυριότερη τη COMINT και τη ELINT.

COMINT (Communications Intelligence) αφορά ειδικά την υποκλοπή, αποκωδικοποίηση και ανάλυση εχθρικών επικοινωνιών (φωνή, δεδομένα, σήματα διοίκησης). Παρέχει πληροφορίες για τη δομή, τις προθέσεις και τα σχέδια του αντιπάλου.

Δημοσιεύεται στο methormisakathektou.blog

*Το άρθρο εκφράζει προσωπικές απόψεις και εκτιμήσεις του συντάκτη