7-5-2025
Γράφει ο Παναγιώτης Γέροντας, Ιστορικός-Συγγραφέας

Πρόλογος
Η υδροπολιτική αποτελεί έναν σχετικά νέο αλλά ραγδαία αναπτυσσόμενο κλάδο των διεθνών σχέσεων, ο οποίος εξετάζει τη σύνδεση μεταξύ του νερού ως φυσικού πόρου και της πολιτικής ισχύος, των διακρατικών σχέσεων και της ασφάλειας. Ειδικότερα, η υδροπολιτική εστιάζει στις πολιτικές διαστάσεις της διαχείρισης υδάτινων πόρων, ειδικά σε περιοχές όπου αυτοί οι πόροι είναι διασυνοριακοί, όπως οι διεθνείς ποταμοί, οι υπόγειοι υδροφορείς και οι λίμνες.
Η έννοια της υδροπολιτικής εισήχθη στον επιστημονικό διάλογο τη δεκαετία του 1970, αλλά άρχισε να αποκτά συστηματική θεωρητική και εμπειρική ανάπτυξη τη δεκαετία του 1990, ιδίως με τη συσχέτιση των υδάτινων πόρων με τις έννοιες της ασφάλειας, της γεωπολιτικής αντιπαλότητας και της διεθνούς συνεργασίας.
Ο Aaron T. Wolf εισήγαγε τη θεωρία ότι οι υδάτινοι πόροι, ακόμη και σε περιβάλλον έντονου ανταγωνισμού, μπορούν να οδηγήσουν περισσότερο σε συνεργασία παρά σε πόλεμο. Η ερευνητική του ομάδα (Transboundary Freshwater Dispute Database) έχει χαρτογραφήσει εκατοντάδες διακρατικές συμφωνίες για τα νερά. Αντίθετα, ο Mark Zeitoun έχει αναπτύξει τη θεωρία της υδρο-ηγεμονίας (hydro-hegemony), που εξηγεί πώς τα ισχυρά κράτη σε μία υδρογραφική λεκάνη μπορούν να επιβάλουν τους όρους τους για τη διαχείριση των υδάτων.

Ινδός ποταμός (πηγή)
«Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της ανασκόπησης, θα σημειώσουμε ότι το κοινόχρηστο νερό πράγματι οδηγεί σε εντάσεις, απειλές και ακόμα και σε κάποιες τοπικές συγκρούσεις — και θα προσφέρουμε στρατηγικές για την πρόληψη και άμβλυνση αυτών των εντάσεων — αλλά όχι σε πόλεμο. Επιπλέον, αυτά τα έντονα “σημεία ανάφλεξης” γενικά αναγκάζουν τα μέρη να εισέλθουν σε διαπραγματεύσεις, που συχνά καταλήγουν σε διάλογο και, κατά καιρούς, σε ιδιαίτερα δημιουργικές και ανθεκτικές εργασιακές συμφωνίες. Σημειώνουμε επίσης ότι το κοινόχρηστο νερό παρέχει ισχυρά κίνητρα για διάλογο και συνεργασία, ακόμα και όταν εχθροπραξίες μαίνονται για άλλα ζητήματα» (Wolf, 2007).
«Η υδρο-ηγεμονία είναι η κυριαρχία σε επίπεδο λεκάνης απορροής ποταμού, η οποία επιτυγχάνεται μέσω στρατηγικών ελέγχου των υδάτινων πόρων, όπως η κατάληψη πόρων, η ενσωμάτωση και η περιοριστική διαχείριση. Οι στρατηγικές αυτές υλοποιούνται με ένα σύνολο τακτικών (π.χ. άσκηση πίεσης ή εξαναγκασμού, συνθήκες, διαμόρφωση της γνώσης κ.ά.), που γίνονται εφικτές χάρη στην εκμετάλλευση των υπαρχουσών ανισορροπιών ισχύος μέσα σε ένα αδύναμο διεθνές θεσμικό πλαίσιο. Οι πολιτικές διεργασίες εκτός του τομέα του νερού διαμορφώνουν τις υδροπολιτικές σχέσεις σε επίπεδο λεκάνης απορροής, οδηγώντας είτε σε απολαβές από συνεργασία υπό ηγεμονική καθοδήγηση, είτε σε άνιση κυριαρχία. Το αποτέλεσμα του ανταγωνισμού για τον έλεγχο των υδάτινων πόρων καθορίζεται από τη μορφή της υδρο-ηγεμονίας που εγκαθιδρύεται, συνήθως προς όφελος του ισχυρότερου δρώντος» (Zeitoun, M., & Warner, J. 2006).
Ο Naho Mirumachi έχει εστιάσει στις «πολιτικές ροές» (transboundary water interactions), εισάγοντας τη θεωρία του «πολιτικού υδατικού κύκλου» που προσθέτει διαστάσεις διακυβέρνησης και κοινωνικής αλληλεπίδρασης.
«Η υδροκρατία χαρακτηρίζεται από την προτίμησή της προς τεχνολογικές λύσεις για τον έλεγχο της φύσης, βασισμένη στην πίστη στην επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο. Οι αρχηγοί κρατών, οι υπουργοί και άλλα πολιτικά πρόσωπα όχι μόνο εκπροσωπούν τα εθνικά συμφέροντα σε διεθνή φόρα και διαπραγματεύσεις, αλλά επίσης καθοδηγούν και υποστηρίζουν τις αποφάσεις της υδροκρατίας. Συνεπώς, οι πολιτικοί διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων σχετικά με την αποθήκευση, μεταφορά και διανομή του νερού σε διεθνείς διασυνοριακές λεκάνες απορροής ποταμών. Αυτοί οι ελίτ λήπτες αποφάσεων προωθούν την υδραυλική αποστολή (hydraulic mission), που αποσκοπεί στην κατάκτηση και αξιοποίηση υδάτινων πόρων για την αύξηση της αρδευτικής ικανότητας, την πρόληψη καταστροφών από πλημμύρες και την ενίσχυση της υδροηλεκτρικής παραγωγικής δυναμικότητας. Η εκτενής και εντατική εκμετάλλευση υδάτων πραγματοποιείται μέσω επενδύσεων σε υδραυλικά έργα και άλλες υποδομές.
Η τεχνολογική και μηχανική παρέμβαση διευκολύνει την κατασκευή φραγμάτων, καναλιών, πηγαδιών και εργοστασίων αφαλάτωσης. Αυτά τα έργα δικαιολογούνται επειδή συμβολίζουν την ανάπτυξη του κράτους και ενισχύουν το εθνικό κύρος. Η υδραυλική αποστολή απαιτεί τη συστράτευση γνώσης, εξειδίκευσης και ανθρώπινου δυναμικού, επιπλέον των μεγάλων επενδύσεων» (Mirumachi, σελ 8)
«Επιπλέον, η πολιτική του διασυνοριακού νερού αποκαλύπτει ζητήματα ανισοτήτων σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, ως αποτέλεσμα των διακρατικών αλληλεπιδράσεων. Έργα κατασκευής φραγμάτων, επέκταση αρδευτικών δικτύων, μεταφορές νερού μεταξύ λεκανών απορροής και η επιδίωξη της υδραυλικής αποστολής αναδεικνύουν σοβαρά διλήμματα μεταξύ των ωφελειών που προκύπτουν από κάθε συγκεκριμένο έργο και άλλων μορφών οικονομικής ανάπτυξης. Το μεγαλύτερο μέρος των άμεσων και μακροπρόθεσμων επιπτώσεων αυτών των έργων γίνεται πιο έντονα αισθητό σε τοπικό επίπεδο. Οι δαπάνες και τα οφέλη συζητούνται από λήπτες αποφάσεων, οι οποίοι συχνά βρίσκονται πολύ μακριά από τις γεωγραφικές περιοχές όπου υλοποιούνται αυτά τα έργα» (ο.π., σελ 14).
Τέλος ο Tony Allan εισήγαγε την έννοια του «εικονικού νερού» (virtual water), δηλαδή του νερού που ενσωματώνεται στα προϊόντα και μεταφέρεται μέσω του εμπορίου. Αυτή η θεωρία προσφέρει μια διαφορετική, εμπορική προσέγγιση στην κατανόηση της υδατικής ασφάλειας.
«Είμαστε εθισμένοι στην υπερκατανάλωση νερού, και δεν το γνωρίζουμε. Είναι μια απλή ερώτηση: πόσο νερό καταναλώνετε στο πρωινό σας; Ίσως νομίζετε ότι δεν καταναλώνετε καθόλου. Ύστερα μπορεί να θυμηθείτε πως, φυσικά, υπάρχει νερό στο τσάι ή τον καφέ σας. Και στο γάλα σας. Τεχνικά, δεν περιέχει κι αυτό νερό; Άρα, πίνετε τουλάχιστον 300-400 χιλιοστόλιτρα, σωστά; Ας το εξετάσουμε λίγο πιο προσεκτικά. Σκεφτείτε ένα συνηθισμένο —αν και λίγο «υπερβολικό»— πρωινό στις ΗΠΑ ή στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ένα φλιτζάνι τσάι ή καφέ, μια-δυο φέτες τοστ, ίσως μπέικον και αυγά, ένα ποτήρι γάλα, και πιθανώς λίγα φρούτα για χάρη της υγείας και μιας πιο αδύνατης μέσης. Τι σημαίνει αυτό σε όρους κατανάλωσης νερού; Ας ξεκινήσουμε με τον καφέ. Ίσως πείτε: “Μου αρέσει ο καφές μου δυνατός. Δεν έχει σχεδόν καθόλου νερό.” Ίσως… αλλά αν σας έλεγα ότι στο μικρό σας εσπρέσο κρύβονται 140 λίτρα νερού; Ναι — 140 λίτρα! Μπορεί να νομίζατε ότι έχω χάσει το μυαλό μου. Όμως αυτή είναι η ποσότητα εικονικού νερού που είναι κρυμμένη στον καφέ σας. Είναι το νερό που χρησιμοποιήθηκε για να καλλιεργηθούν, να παραχθούν, να συσκευαστούν και να μεταφερθούν οι κόκκοι καφέ που φτάνουν στο φλιτζάνι σας. Να, λοιπόν, ένα απλό παράδειγμα για το τι εννοούμε όταν μιλάμε για το «κόστος» ενός προϊόντος σε εικονικό νερό» (Allan, 2011, σελ 2)
Υδροπολιτικοί ορισμοί
Ακολουθούν ορισμοί σημαντικών υδροπολιτικών εννοιών για την πληρέστερη κατανόηση του γεωπολιτικού θέματος.
Ο όρος ανάντη (upstream) αναφέρεται στα τμήματα ενός ποταμού που βρίσκονται προς την πηγή του, δηλαδή στο ανώτερο σημείο της ροής του. Αντίστροφα, ο όρος κατάντη (downstream) αφορά τις περιοχές που βρίσκονται πιο κοντά στο στόμιο ή την εκβολή του ποταμού. Αυτοί οι όροι έχουν ιδιαίτερη σημασία στην υδροπολιτική, διότι τα κράτη που βρίσκονται στα ανάντη μπορούν να επηρεάσουν την ποσότητα και την ποιότητα του νερού που φθάνει στα κράτη που βρίσκονται στα κατάντη, ασκώντας με τον τρόπο αυτόν μορφές υδροπολιτικής πίεσης.
Επίσης σημαντική είναι η διάκριση ανάμεσα σε διάφορους τύπους υδάτων:
Μπλε νερό (blue water): Το επιφανειακό και υπόγειο νερό που μπορεί να αξιοποιηθεί για άρδευση, ύδρευση, βιομηχανία κ.λπ. Περιλαμβάνει τα νερά ποταμών, λιμνών και υδροφορέων.
Πράσινο νερό (green water): Το νερό που απορροφάται από το έδαφος και χρησιμοποιείται από τη βλάστηση, ιδίως στις βροχοβόρες καλλιέργειες. Δεν είναι άμεσα προσβάσιμο, αλλά είναι ζωτικής σημασίας για τη γεωργία.
Γκρι νερό (grey water): Το χρησιμοποιημένο νερό από οικιακές ή βιομηχανικές δραστηριότητες, το οποίο μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί (με ή χωρίς επεξεργασία).
Εικονικό νερό (virtual water): Όπως προαναφέρθηκε, είναι το ποσό του νερού που έχει χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή ενός προϊόντος ή υπηρεσίας και «μεταφέρεται» εμμέσως μέσω του εμπορίου. Για παράδειγμα, η εισαγωγή σιτηρών από ένα ξηρό κράτος μεταφέρει εμμέσως και νερό.
Η υδροηγεμονία της Τουρκίας στον Τίγρη και τον Ευφράτη και… οι Κούρδοι
Οι ποταμοί Τίγρης και Ευφράτης πηγάζουν στα ορεινά της Ανατολικής Τουρκίας και ρέουν προς τα νότια, διασχίζοντας τη Συρία και το Ιράκ. Ο Τίγρης έχει μήκος περίπου 1.850 χλμ και ο Ευφράτης 2.800 χλμ. Η σημασία τους είναι τεράστια, καθώς αποτελούν τις κύριες πηγές ζωής για εκατομμύρια ανθρώπους στη Μεσοποταμία, περιοχή με ακραία ξηρότητα και υψηλές υδατικές ανάγκες.

Από τη δεκαετία του 1970, η Τουρκία ξεκίνησε το Γιγαντιαίο Αναπτυξιακό Πρόγραμμα της Νοτιοανατολικής Ανατολίας (GAP – Güneydoğu Anadolu Projesi), το οποίο περιλαμβάνει την κατασκευή φραγμάτων, υδροηλεκτρικών σταθμών και αρδευτικών συστημάτων. Από στρατηγικής απόψεως, το GAP μετατρέπει τους ποταμούς σε εργαλεία οικονομικής ανάπτυξης, πολιτικής πίεσης και γεωπολιτικής επιρροής.
Τα σημαντικότερα φράγματα είναι:
Φράγμα Ατατούρκ στον Ευφράτη, ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης.
Φράγμα Ιλίσου στον Τίγρη, που ολοκληρώθηκε το 2020 και δημιούργησε μεγάλη ένταση με το Ιράκ.
Το Ιράκ διαμαρτύρεται επί δεκαετίες ότι η Τουρκία μειώνει τη ροή του νερού, προκαλώντας υφαλμύρωση εδαφών, καταστροφή αγροτικών εκτάσεων και αστική λειψυδρία. Υποστηρίζει ότι η στάση της Άγκυρας παραβιάζει τη διεθνή αρχή της ισότιμης και λογικής χρήσης διασυνοριακών υδάτων.
Η Συρία αν και είχε συνάψει προσωρινή συμφωνία το 1987 με την Τουρκία για ελάχιστη ροή 500 κυβ. μέτρων/δευτερόλεπτο, μετά το 2011 και τη διάλυση του κρατικού μηχανισμού εξαιτίας του εμφυλίου, η Συρία έχει περιορισμένη δυνατότητα διαπραγμάτευσης.
Η Τουρκία αρνείται να αναγνωρίσει τους Τίγρη και Ευφράτη ως διεθνείς ποταμούς[1]. Αντίθετα, προβάλλει τη θεωρία των «διασυνοριακών νερών» (transboundary waters), επιφυλάσσοντας στον εαυτό της πρωτοκαθεδρία στη χρήση, εφόσον το μεγαλύτερο μέρος των υδάτων προέρχεται από το έδαφός της. Υποστηρίζει ότι εφαρμόζει την αρχή της κυριαρχίας επί των φυσικών πόρων εντός των συνόρων της.
Το GAP αναπτύσσεται κυρίως στις κουρδικές επαρχίες της νοτιοανατολικής Τουρκίας. Η τουρκική κυβέρνηση έχει χρησιμοποιήσει το πρόγραμμα ως εργαλείο ενσωμάτωσης της κουρδικής μειονότητας, προσφέροντας εργασία, υποδομές και κοινωνικά έργα. Επιπρόσθετα, φράγματα όπως το Ιλίσου σχεδιάστηκαν και με αντικείμενο στρατιωτικού ελέγχου αποκλείοντας φυσικά καταφύγια και περάσματα που χρησιμοποιούσε το ΡΚΚ. Η τεχνητή λίμνη του Ιλίσου, για παράδειγμα, βύθισε την ιστορική πόλη Hasankeyf και απέκοψε διαδρόμους ανεφοδιασμού ανταρτών.
Η Τουρκία ανησυχεί πως ένα ανεξάρτητο ή ημιαυτόνομο κουρδικό κράτος στο Βόρειο Ιράκ θα μπορούσε να αποκτήσει πρόσβαση στα υδάτινα αποθέματα του Τίγρη. Η αυτόνομη κουρδική κυβέρνηση του Ιράκ (Kurdistan Regional Government – KRG[2]) έχει επενδύσει σε δικές του υδροδομές, αλλά εξαρτάται από τις ροές που ρυθμίζει η Τουρκία. Η Άγκυρα χρησιμοποιεί αυτή την εξάρτηση για να διατηρήσει υδροπολιτική επιρροή στην κουρδική διοίκηση, ιδίως σε περιόδους πολιτικής έντασης ή φιλοδυτικών τάσεων. Τέλος, ο έλεγχος του νερού γίνεται εργαλείο διαπραγμάτευσης και επιβολής: η Τουρκία συνδέει συχνά την παροχή νερού με αντιτρομοκρατική συνεργασία και την εξουδετέρωση του PKK σε συριακό και ιρακινό έδαφος.
Η υδροπολιτική του Ινδού ποταμού
Η σύγκρουση Ινδίας και Πακιστάν έχει βαθιές ρίζες που φτάνουν στην αποαποικιοποίηση του 1947, με τη διάλυση της Βρετανικής Ινδίας και τη δημιουργία δύο ανεξάρτητων κρατών, της Ινδίας και του Πακιστάν. Ο διαχωρισμός βασίστηκε κυρίως σε θρησκευτικά κριτήρια -Ινδουιστές στην Ινδία, Μουσουλμάνοι στο Πακιστάν- αλλά άφησε εκατομμύρια ανθρώπους στις «λάθος» πλευρές των συνόρων, οδηγώντας με τον τρόπο αυτόν σε αιματηρές μετακινήσεις πληθυσμών και ανεπούλωτες πληγές στις συλλογικές μνήμες.

Η περιοχή του Κασμίρ βρίσκεται στο επίκεντρο της διαμάχης. Αν και η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν μουσουλμανική, ο τοπικός Μαχαραγιάς επέλεξε την προσάρτηση στην Ινδία, γεγονός που προκάλεσε την πρώτη Ινδοπακιστανική σύγκρουση το 1947-48. Η εκεχειρία που συμφωνήθηκε υπό την αιγίδα του ΟΗΕ διαίρεσε το Κασμίρ σε δύο τμήματα, αλλά άφησε άλυτο το ζήτημα της τελικής κυριαρχίας[3], με αποτέλεσμα τρεις ακόμα πολέμους (1965, 1971, 1999) και συνεχή σύγκρουση χαμηλής έντασης.
Η υδροπολιτική του ποταμού Ινδού είναι μια από τις πιο σύνθετες και εκρηκτικές παραμέτρους της σχέσης Ινδίας και Πακιστάν. Ο ποταμός Ινδός και οι παραπόταμοί του είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του Πακιστάν. Περίπου το 80% της αγροτικής παραγωγής του Πακιστάν εξαρτάται από το νερό του Ινδού. Ο ποταμός πηγάζει στο Θιβέτ (Κίνα), διασχίζει την Ινδία (κυρίως το κρατίδιο του Τζαμού και Κασμίρ) και συνεχίζει στο Πακιστάν, πριν εκβάλλει στη Θάλασσα της Αραβίας. Αυτή η γεωγραφία θέτει την Ινδία σε θέση ανώτερου (upstream) ελέγχου, δημιουργώντας μόνιμο κίνδυνο για το Πακιστάν που εξαρτάται (downstream).
Η Συνθήκη των Υδάτων του Ινδού (Indus Waters Treaty, 1960), με διαμεσολάβηση της Παγκόσμιας Τράπεζας, αποτελεί μέχρι σήμερα το πλαίσιο διαχείρισης των νερών του ποταμού. Σύμφωνα με αυτήν, οι τρεις δυτικοί ποταμοί (Ινδός, Τζελουμ, Τσενάμπ) εκχωρήθηκαν αποκλειστικά στο Πακιστάν, ενώ οι τρεις ανατολικοί (Σάτλετζ, Μπέας, Ράβι) δόθηκαν στην Ινδία. Παρά τη γενική επιτυχία της, ανεπηρέαστη ακόμα και σε περιόδους πολέμου, οι διαφωνίες για το πώς ερμηνεύεται και εφαρμόζεται παραμένουν έντονες.
Η Ινδία, ως ανάντη χώρα, έχει το δικαίωμα σύμφωνα με τη Συνθήκη να εκμεταλλεύεται τους δυτικούς ποταμούς για μη καταναλωτικές χρήσεις (όπως υδροηλεκτρική παραγωγή), αλλά χωρίς να περιορίζει σημαντικά τη ροή προς το Πακιστάν. Έργα ωστόσο όπως το φράγμα Baglihar και το υδροηλεκτρικό έργο Kishanganga (σε παραπόταμους του Τσενάμπ και Τζελουμ αντίστοιχα) προκάλεσαν σοβαρές αντιδράσεις από το Πακιστάν, που θεώρησε ότι περιορίζεται αδικαιολόγητα η παροχή νερού προς το έδαφός του.
Το Πακιστάν θεωρεί το νερό ως «υπαρξιακό ζήτημα», καθώς η γεωργία του εξαρτάται από το εκτεταμένο σύστημα άρδευσης που τροφοδοτείται από τον Ινδό και η οποιαδήποτε διακοπή ή μείωση της ροής θεωρείται απειλή εθνικής ασφάλειας. Υπάρχουν μάλιστα φωνές στο Πακιστάν που υποστηρίζουν ότι η Ινδία διεξάγει «υδρολογικό πόλεμο» (water warfare) ως μορφή πίεσης ή εκβιασμού, ειδικά μετά από μεγάλα γεγονότα όπως οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο Μουμπάι (2008) ή το Pulwama (2019).
Από την πλευρά της, η Ινδία υποστηρίζει ότι λειτουργεί απολύτως εντός των όρων της Συνθήκης και ότι το Πακιστάν χρησιμοποιεί το νερό πολιτικά για να διεθνοποιήσει τη διαμάχη του Κασμίρ. Ωστόσο, το 2016 και το 2019, μετά από τρομοκρατικά χτυπήματα που αποδόθηκαν σε πακιστανικής υποκίνησης ομάδες, η Ινδία απείλησε να αναθεωρήσει μονομερώς τη Συνθήκη, προκαλώντας παγκόσμια ανησυχία για το ενδεχόμενο κλιμάκωσης. Η κλιματική αλλαγή επιδεινώνει περαιτέρω το πρόβλημα. Οι παγετώνες των Ιμαλαΐων, που τροφοδοτούν τον Ινδό, λιώνουν με επιταχυνόμενο ρυθμό, ενώ οι περίοδοι ξηρασίας και πλημμυρών γίνονται εντονότερες και συχνότερες.
Το Πακιστάν, με την ήδη επισφαλή γεωργική του υποδομή και την οικονομική του αδυναμία, δεν διαθέτει πολλές εναλλακτικές λύσεις σε περίπτωση ριζικής αλλαγής των υδρολογικών συνθηκών. Αυτό σημαίνει ότι στην εξωτερική πολιτική προς την Ινδία, οι ηγέτες του Πακιστάν θα πρέπει να λαμβάνουν τον υδροπολιτικό παράγοντα σοβαρά υπ’ όψη.
Συμπεράσματα
Η Τουρκία αξιοποιεί το νερό ως γεωστρατηγικό μοχλό ελέγχου και επιρροής σε δύο επίπεδα. Αφενός, έναντι των γειτονικών κρατών με την κλασική έννοια της «υδρο-ηγεμονίας» και αφετέρου, στο εσωτερικό της και στον κουρδικό χώρο, ως μηχανισμό ασφάλειας, ανάπτυξης και πολιτικής κυριαρχίας. Η ύπαρξη ενός κουρδικού κράτους (ή η σταθεροποίηση ενός ανεξάρτητου κουρδικού πολιτικού μορφώματος) επηρεάζεται άμεσα από την πρόσβαση στους υδάτινους πόρους. Καθώς οι Κούρδοι ελέγχουν περιοχές πλούσιες σε πετρέλαιο αλλά όχι σε νερό, η τουρκική κυριαρχία επί του Τίγρη καθίσταται κρίσιμη και πιθανόν ανασταλτική για τη βιωσιμότητα ενός τέτοιου κράτους. Το νερό με τον τρόπο αυτόν, μετατρέπεται σε παράγοντα επιβίωσης και εξάρτησης, πέρα από τις στρατιωτικές και διπλωματικές παραμέτρους του Κουρδικού Ζητήματος.
Στην περίπτωση του ινδοπακιστανικού ανταγωνισμού η υδροπολιτική του Ινδού παίζει έναν εξαιρετικά σημαίνοντα ρόλο. Το Πακιστάν όντας ευάλωτο οικονομικά και εξαιρετικά ασταθές, αν δεχθεί υδροπολιτική πίεση από την Ινδία, είναι πιθανό να παρουσιάσει δείγματα διάλυσης[4]. Η λυσιτελής αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και η καλλιέργεια φιλικών σχέσεων συνεργασίας με την Ινδία φαίνεται να αποτελεί για τη χώρα αυτή μονόδρομο.

Βιβλιογραφία
- Wolf, A. T., “Shared Waters: Conflict and Cooperation”, Annual Review of Environment and Resources, 32, (2007): 241-269.
- Allan, J. A., Virtual Water: Tackling the Threat to Our Planet’s Most Precious Resource. I.B. Tauris, 2011
- Zeitoun, M., & Warner, J., Hydro-hegemony – a framework for analysis of trans-boundary water conflicts. Water Policy, 8, 5, (2006): 435-460.
- Mirumachi, N., Transboundary Water Politics in the Developing World. Routledge, 2015
- Elhance, A. P., Hydropolitics in the Third World: Conflict and Cooperation in International River Basins. United States Institute of Peace Press, 1999
- Sadoff, C., & Grey, D., “Beyond the river: The benefits of cooperation on international rivers”. Water Policy, 4,5, (2002): 389-403.
- Salman M.A. Salman, Kishor Uprety, Conflict and Cooperation on South Asia’s International Rivers: A Legal Perspective, The World Bank, 2002.
- Robins, Philip, Suits and Uniforms: Turkish Foreign Policy since the Cold War, Oxford University Press, 2003
- Warner, Jeroen; Zeitoun, Mark (eds.), International Water Security: Domestic Threats and Opportunities, I.B. Tauris, 2008
- Kibaroglu, Aysegul, “Turkey’s Water Diplomacy: A Theoretical Perspective”, Perceptions: Journal of International Affairs, 7,2, (2002):105–128.
- Kibaroglu, A. & Scheumann, W. “Evolution of Transboundary Politics in the Euphrates-Tigris River Basin: New Perspectives and Political Challenges.” Global Governance, 19, 2, (2013): 279–305.
- Wirsing, Robert, “Hydro-Politics in South Asia: The Domestic Roots of Interstate River Rivalry”, Asian Affairs An American Review 34,1 (2010):3-22
[1] Σύμφωνα με το Άρθρο 2 της Σύμβασης του ΟΗΕ για τα Μη Πλοήσιμα Υδατικά Ρεύματα (UN Convention on the Law of the Non-Navigational Uses of International Watercourses, 1997): «Διεθνές υδατικό ρεύμα» σημαίνει ένα υδατικό ρεύμα, τμήμα του οποίου διασχίζει τα εδάφη δύο ή περισσοτέρων κρατών. Ένας ποταμός θεωρείται διεθνής όταν πληροί τουλάχιστον ένα από τα εξής: Α)Διαρρέει το έδαφος δύο ή περισσοτέρων κυρίαρχων κρατών (π.χ. Δούναβης). Β) Αποτελεί φυσικό σύνορο μεταξύ κρατών (π.χ. Ρίο Γκράντε μεταξύ ΗΠΑ–Μεξικού). Γ) Έχει υπόγεια ή επιφανειακή υδρολογική διασύνδεση με υδάτινα συστήματα άλλων κρατών (όπως υπόγειοι υδροφορείς ή λεκάνες απορροής). Η διεθνοποίηση ενός ποταμού δεν σημαίνει διεθνή κυριαρχία (π.χ. κοινή ιδιοκτησία), αλλά συν-υποχρέωση για: Α)Ισότιμη και λογική χρήση (equitable and reasonable use). Β)Αποφυγή πρόκλησης σημαντικής ζημίας (no significant harm). Γ)Υποχρέωση διαβούλευσης και ενημέρωσης σε περίπτωση έργων (π.χ. φράγματα). Δ)Συνεργασία και ανταλλαγή δεδομένων.
[2] Ιδρύθηκε επίσημα το 1992, μετά τον Πόλεμο του Κόλπου (1991), όταν οι κουρδικές περιοχές του βορείου Ιράκ τέθηκαν εκτός του ελέγχου του Σαντάμ Χουσεΐν, υπό την προστασία των ΗΠΑ και του ΟΗΕ (no-fly zone). Εδρεύει στην Ερμπίλ (Erbil) και περιλαμβάνει τις επαρχίες Ερμπίλ, Σουλεϊμανίγια και Ντοχούκ — με αμφισβητούμενη την ένταξη της πλούσιας σε πετρέλαιο Κιρκούκ. Διαθέτει δικό του κοινοβούλιο, πρόεδρο, κυβέρνηση και ένοπλες δυνάμεις (πεσμεργκά), αν και αποτελεί μέρος του ομοσπονδιακού κράτους του Ιράκ σύμφωνα με το Σύνταγμα του 2005. Έχει αναπτύξει ανεξάρτητες διεθνείς σχέσεις, κυρίως στον τομέα της ενέργειας, υπογράφοντας συμφωνίες με ξένες πετρελαϊκές εταιρείες, ιδίως μέσω αγωγών προς την Τουρκία (Ceyhan).
[3] Όταν έγινε ο πρώτος Ινδοπακιστανικός Πόλεμος (1947-1948) για τον έλεγχο του Κασμίρ, το τέλος των συγκρούσεων επήλθε με παρέμβαση του ΟΗΕ. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία Γραμμής Ελέγχου (Line of Control – LoC) το 1949, η οποία διαίρεσε de facto το κρατίδιο του Τζαμού και Κασμίρ σε δύο τμήματα, το Ινδικό και το Πακιστανικό. Δεν υπογράφηκε ωστόσο ποτέ κάποια συμφωνία ειρήνης που να αναγνωρίζει νομικά σε ποιό κράτος ανήκει οριστικά η περιοχή του Κασμίρ. Η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός του ΟΗΕ όριζε ότι θα γίνει δημοψήφισμα στο Κασμίρ ώστε οι κάτοικοι να αποφασίσουν αν θα ενωθούν με την Ινδία ή το Πακιστάν. Αυτό το δημοψήφισμα ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε λόγω διαφωνιών μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν για το πλαίσιο και τις συνθήκες διεξαγωγής του.
[4] Το Πακιστάν κατατάσσεται συστηματικά σε διεθνείς δείκτες ως “fragile state” ή “high-risk unstable state”. Είναι κράτος με σοβαρές δομικές αδυναμίες, και αν και δεν έχει ακόμα καταρρεύσει ως «αποτυχημένο κράτος» (failed state), κινείται σε αυτή την κατεύθυνση εάν δεν υπάρξουν ριζικές μεταρρυθμίσεις.
Δημοσιεύεται στο methormisakathektou.blog
*Το άρθρο εκφράζει προσωπικές απόψεις και εκτιμήσεις του συντάκτη
