Γιατί είναι εσφαλμένη η προβαλλόμενη επιτακτικότητα στην κατευναστική πολιτική προς την Τουρκία

19-11-2024

Γράφει ο Στέλιος Φενέκος, Υποναύαρχος ε.α.

ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ Η ΠΡΟΒΑΛΛΟΜΕΝΗ ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΕΥΝΑΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ

Η θέση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, έτσι όπως εκφράζεται από τον Υπουργό Εξωτερικών και τον ίδιο τον πρωθυπουργό και αναπαράγεται καθημερινά (στρατευμένα μάλιστα) σε εφημερίδες και λοιπά ΜΜΕ από την πλευρά καθηγητών και συμβούλων του πρωθυπουργού είναι ότι:

«Αφού τόσα χρόνια (50 λένε) δεν έχουν βελτιωθεί οι Ελληνοτουρκικές θέσεις λόγω της σκληρής στάσης και των δύο πλευρών, αντιθέτως αυξάνουν συνεχώς οι διεκδικήσεις της Τουρκίας, μήπως ήλθε η ώρα να συμβιβαστούμε και να κάνουμε υποχωρήσεις (ΣΗΜ: εμείς, γιατί η Τουρκία δεν κάνει καμία), για να βρούμε λύσεις στα προβλήματά μας, γιατί στο μέλλον η Τουρκία μπορεί να ισχυροποιηθεί»;

Το επιχείρημα για υποχωρήσεις και συμβιβασμό με την Τουρκία, βασίζεται στην υπόθεση: «ότι η σκληρή στάση η δική μας , οδηγεί σε αύξηση των τουρκικών διεκδικήσεων και ενισχύει τη θέση της Τουρκίας».

Όμως είναι προφανές ότι το επιχείρημα αυτό αντιστρέφει την σχέση αιτίου και αιτιατού.

Γιατί η αντίστροφη σχέση λέει ότι: «αφού η Τουρκία διατηρεί σκληρή στάση και διευρύνει συνεχώς τις διεκδικήσεις της, τότε μας αναγκάζει να μην υποχωρούμε σε συμβιβασμούς υπό το καθεστώς απειλής και εκβιασμών.»

Αλλά ας δούμε σε λογική σειρά τα αντεπιχειρήματα σε αυτή την προσέγγιση της κυβέρνησης και των υποστηρικτών της, βασισμένα στην ιστορική εμπειρία όσο και στην στρατηγική προοπτική:

1. Η υποχώρηση ενδέχεται να ερμηνευθεί ως αδυναμία: Οι διεθνείς σχέσεις είναι κυρίως παιχνίδια ισχύος, όπως αποδεικνύεται καθημερινά παντού. Αν η Ελλάδα κάνει μονομερείς υποχωρήσεις, η Τουρκία μπορεί να το εκλάβει ως αδυναμία και να ενθαρρυνθεί να ζητήσει περισσότερα, επεκτείνοντας τις διεκδικήσεις της. Ιστορικά, η Τουρκία έχει δείξει ότι αξιοποιεί τέτοιες «νίκες» για να πιέσει περαιτέρω.

2. Η ανοχή της επιθετικής συμπεριφοράς της δημιουργεί προηγούμενο: Εάν οι ελληνικές υποχωρήσεις δείχνοντας ανοχή «ανταμείψουν” στην ουσία την τουρκική επιθετικότητα, τότε η Τουρκία πιθανότατα μπορεί να υιοθετήσει την ίδια στρατηγική και σε άλλα ζητήματα μελλοντικά. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια ατέρμονη σειρά πιέσεων και νέων διεκδικήσεων, όπου οι σημερινές υποχωρήσεις απλά θα επιβαρύνουν συνεχώς την θέση της Ελλάδος.

3. Οι τουρκικές διεκδικήσεις δεν περιορίζονται από οιονδήποτε συμβιβασμό: Η εμπειρία δείχνει ότι οι τουρκικές θέσεις βασίζονται σε επεκτατικές φιλοδοξίες και όχι απλώς σε διαπραγματευτικές τακτικές. Ένας συμβιβασμός είναι προφανές δεν μπορεί να σταματήσει απαραίτητα αυτές τις διεκδικήσεις, αλλά αντίθετα, μπορεί να τις ενθαρρύνει στην συνέχεια. Και να δημιουργηθούν μη αναστρέψιμες καταστάσεις, με τον χρόνο να λειτουργεί εις βάρος μας.

4. Διασφάλιση κυριαρχίας και εθνικής αξιοπρέπειας: Η υποχώρηση σε θέματα κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων σήμερα (ελπίζοντας ότι η Τουρκία θα αλλάξει συμπεριφορά), δεν αφορά μόνο την ισχύ της στιγμής, αλλά και τη διατήρηση της εθνικής αξιοπρέπειας. Ο συμβιβασμός σε τέτοια θέματα μπορεί να πλήξει την αυτοπεποίθηση του έθνους, την αποτρεπτική ικανότητα αλλά και τη θέση της Ελλάδας στη διεθνή σκηνή.

5. Ο γεωπολιτικός χρόνος δεν είναι πάντα υπέρ του ισχυρότερου: Αν και η Τουρκία ενδέχεται να ισχυροποιηθεί μελλοντικά, αυτό δεν είναι εγγυημένο. Η γεωπολιτική δυναμική είναι ρευστή, και ενδεχόμενες εσωτερικές ή διεθνείς κρίσεις μπορεί να περιορίσουν την ισχύ της Τουρκίας στο μέλλον. Άλλωστε και η Ελλάδα έχει την δυνατότητα να ενισχύσει την θέση της τόσο αμυντικά όσο και με τις διεθνείς συμμαχίες της.

6. Διεθνής νομιμότητα και στήριξη από συμμάχους: Οι ελληνικές θέσεις βασίζονται στο διεθνές δίκαιο, όπως αυτό αναγνωρίζεται από την πλειονότητα της διεθνούς κοινότητας. Αντί να υποχωρήσει η Ελλάδα, υπό το καθεστώς απειλών πολέμου, δράσεων εξαναγκασμού και εκβιασμών, μπορεί να επιδιώξει την ενίσχυση των επιχειρημάτων της και των ερεισμάτων της για να έχει διεθνή στήριξη, ώστε να ενισχύσει τη ουσιαστικά την θέση της και να αποτρέψει μονομερείς κινήσεις της Τουρκίας.

7. Η αποφυγή διαιώνισης λανθασμένων παραδοχών: Ο συμβιβασμός και οι υποχωρητικοί διάλογοι (χωρίς η άλλη πλευρά να αίρει τις απειλές πολέμου και τις διεκδικήσεις κυριαρχίας) ενδέχεται να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση διεθνώς και στο εσωτερικό, ότι οι τουρκικές διεκδικήσεις είναι βάσιμες ή νόμιμες. Αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση και να υπονομεύσει τα ελληνικά συμφέροντα και την διαχρονική ελληνική θέση υπέρ της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου.

8. Η σημασία της στρατηγικής υπομονής: Η στρατηγική υπομονή μπορεί να αποδειχθεί πιο αποτελεσματική, από την επιτακτικότητα που προβάλλεται για έναν βιαστικό συμβιβασμό. Η Ελλάδα μπορεί και οφείλει να επενδύσει στην ενίσχυση της άμυνας, της οικονομίας και της διεθνούς της θέσης, ώστε να είναι καλύτερα προετοιμασμένη για την υποστήριξη των συμφερόντων της τώρα και στο μέλλον.

ΣΗΜ: (α) Η έννοια της στρατηγικής υπομονής αναφέρεται και από τον Henry Kissinger στο βιβλίο του «Diplomacy», όπου περιγράφει την υπομονή ως κρίσιμο στοιχείο για τη διαμόρφωση της ισορροπίας δυνάμεων και την αποτροπή συγκρούσεων.

(β) Ο George F. Kennan στην στρατηγική θεωρία του «Containment», που εφαρμόστηκε κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, θεωρούσε την στρατηγική υπομονή ως θεμελιώδη παράμετρο.

(γ) Ο όρος «Strategic Patience» χρησιμοποιήθηκε επίσημα για να περιγράψει την προσέγγιση της κυβέρνησης Ομπάμα προς τη Βόρεια Κορέα, δηλαδή την αναμονή για αλλαγή συνθηκών αντί για στρατιωτική επέμβαση.

(δ) Αρκεί φυσικά η χώρα μας να μην επαναπαυθεί και να ενισχυθεί, διασφαλίζοντας την αποτρεπτική της ισχύ ως προς την Τουρκία.

ΚΑΤΑΛΗΓΟΝΤΑΣ

Ο συμβιβασμός πρέπει να είναι αποτέλεσμα ισότιμων διαπραγματεύσεων, που σέβονται το διεθνές δίκαιο και τις αρχές της κυριαρχίας.

Οι μονομερείς υποχωρήσεις, ιδίως όταν δεν υπάρχει αντίστοιχη διάθεση από την άλλη πλευρά, κινδυνεύουν να υπονομεύσουν τη σταθερότητα, να χειροτερεύσουν την θέση της χώρας και την ειρήνη μακροπρόθεσμα, όπως έχει συμβεί ιστορικά τόσες και τόσες φορές σε όλο το κόσμο.

*Το άρθρο εκφράζει προσωπικές απόψεις και εκτιμήσεις του συντάκτη