2-11-2024
Συγγραφέας: Γαβριήλ Συντομόρου, Φιλόλογος – Ιστορικός
Όπως μαρτυρείται από τον Στρατηγό Θεόδωρο Πάγκαλος (βλ. Τα Απομνημονεύματά μου 1897-1947, τ.1, σσ.44-45&σ.94), η εικόνα της Ελλάδας, κατά τα χρόνια προ του κινήματος του 1909 «ήτο θλιβερά εξωτερικώς και εσωτερικώς». Επειδή, «χωρίς καμμίαν υποστήριξιν Μεγάλης Δυνάμεως, η Ελλάς είχε μόνον εχθρούς ασπόνδους και ήτο χώρα της Βαλκανικής ήτις ήτο εντελώς απαράσκευος στρατιωτικώς, καίτοι είχε να διεκδικήση τεράστια δικαιώματα». Και τούτο, παρά το ότι «μεγάλη κληρονομία υποχρεώσεων εβάρυνεν επί των ώμων της πατρίδος». Η [δε] δυσφορία και η αγανάκτησις,διά την οικτράν αυτήν κατάστασιν, ήτο έκδηλος και σφοδρά εις όλας τας κοινωνικάς τάξεις», αφού «και οι πλέον αδιάφοροι και απαθείς», ακόμη, «δεν ήτο δυνατόν να μην εξεγερθούν», προβαίνοντας«εις θορυβώδεις διαμαρτυρίας και διαδηλώσεις», αξιώνοντας, «επιτακτικώς, […]την περιπόθητον “Α ν ό ρ θ ω σ ι ν” διά την σωτηρίαν της Πατρίδος».
Η επιβεβλημένη εκείνη ανάγκη, κατά συνέπεια, για μια εκ θεμελίων βελτίωση της κατάστασης της χώρας οδήγησε στην σύμπηξη του Στρατιωτικού Συνδέσμου, ο οποίος με τη σειρά του προκάλεσε το κίνημα του μεσονυκτίου της 15ης Αυγούστου του 1909 «διά της συγκεντρώσεως», όπως υπογραμμίζει ο μετέπειτα Ναύαρχος Περικλής Αργυρόπουλος και μέλος του Συνδέσμου (βλ. Αναμνήσεις,σ.56), «των αξιωματικών Ξηράς και Θαλάσσης […] «εις θέσιν» Γουδή της Αθήνας.

Σύμφωνα με τον Αργυρόπουλο, επίσης (σσ.45-46),«η εξέγερση [εκείνη] των αξιωματικών Στρατού και Ναυτικού […]ουχί μόνον ήτο πλήρως δικαιολογημένη, αλλ’ επιβεβλημένη και αναγκαία, διότι άνευ αυτής και της συμπληρώσεως των παρασκευών της, η Ελλάς θα ευρίσκετο εν πλήρει αδυναμία να λάβη μέρος εις τους Βαλκανικούς πολέμους». Όπως συμπληρώνει και ο, επίσης, ανήκων στον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, Πάγκαλος, «το πρώτον και μέγιστον έργον της» προαναφερθείσας «Επαναστάσεως, άμα τη επικρατήσει της, ήτο η εντατική υπό τα όπλα πρόσκλησις και εκπαίδευσις όλων των απαλλαγέντων και αγυμνάστων ανδρών της εφεδρείας». Γιατί,«άνευ αυτού» του μέτρου,«η επιστράτευσις του 1912 θα παρουσίαζε θέαμα οικτρότερον του 1897». Ενώ η Βουλγαρία, όπως μας βεβαιώνει ο Πάγκαλος, «ήτο εις θέσιν να παρατάξη [δύναμη] 300.000 [ανδρών],και η Σερβία 200.000, [ενός] τελείως ωργανωμένου και εφωδιασμένου στρατού, ημείς είχομεν ολίγα κανόνια και τυφέκια· άνευ οβίδων» όμως τα πρώτα, και στερούμενα «φυσιγγίων», τα δεύτερα. «Αι αποθήκαι του Στρατού ήσαν κεναί […], και ο Στόλος είχε χάσει την κυριαρχίαν της θαλάσσης»· επομένως, αυτά τα «ζητήματα ήσαν τα μάλλον επείγοντα, διά να μην είναι το κράτος εντελώς άοπλον και ανίκανον και διά την στοιχειώδη έτι άμυναν του εδάφους και της ανεξαρτησίας του».
Και όντως, όταν οι ως άνω κινηθέντες αξιωματικοί έγιναν κύριοι της πολιτικής κατάστασης της χώρας, κατά πρώτον επιδόθηκαν στην αναδιοργάνωση του Ελληνικού Στρατού και του Στόλου. Ιδιαίτερα, μάλιστα, σύμφωνα με το πρόγραμμα του Στρατιωτικού συνδέσμου, όφειλε να επιλυθεί το «πρόβλημα της Ναυτικής υπεροπλίας της Ελλάδος», (βλ. Πάγκαλος, παραπάνω,σ.95): 1ο με την «προμήθειαν ενός θωρηκτού νέου, 10.000 τόννων, τοὐλάχιστον, και οκτώ τορπιλλοβόλων των 150 τόννων», και 2ο με την επισκευή των τριών παλαιών μας θωρηκτών, Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών. Δεδομένου,ίδίως, καθώς υποστηρίζει ο Ναύαρχος Επαμ.Καββαδίας (βλ.Π.Παναγάκου,Αντιστρατήγου ε.α., Συμβολή εις την Ιστορίαν της δεκαετίας 1912-1922 σ.227), ότι «το Β. Ναυτικόν […]από του έτους 1889 δεν είχεν αγοράσει ούτε μίαν λέμβον μέχρι του έτους 1905. Οπότε, για να «αποκτηθή και πάλιν η υπεροχή μας κατά θάλασσα», συμπληρώνει ο Πάγκαλος επιβαλλόταν «η προμήθεια ενός,τουλάχιστον ισχυρού καταδρομικού». Μάλιστα, την εποχή εκείνη, υπήρχε η εξαιρετική δυνατότητα για τη χώρα μας να προβεί σε μια τέτοια αγορά, μιας και, σύμφωνα με τον ως άνω στρατηγό, ήταν «έτοιμον τότε προς πώλησιν (θα καθειλκύετο εντός ολίγων μηνών), το Ιταλικόν θωρηκτόν καταδρομικόν των ναυπηγείων Ορλάνδο». Πιεζόταν, συνεπώς, η προκύψασα από το κίνημα του 1909 ελληνική κυβέρνηση να τολμήσει την αγορά του συγκεκριμένου θωρακισμένου καταδρομικού πλοίου. Και, βεβαίως, επρόκειτο για τον κατοπινό ένδοξο Αβέρωφ, μιας και αυτός από διετίας κατασκευαζόταν στο Λιβόρνο της Ιταλίας, και δη στα εκεί-όπως προεπισημάνθηκε- ναυπηγεία του γερουσιαστή Βίκτωρα Εμμανουήλ Oρλάντο, ενώ το ως άνω καταδρομικό αποτελούσε αντικείμενο και του τουρκικού, επίσης, ενδιαφέροντος. Διαφορετικά, «ανευ της λύσεως του προβλήματος αυτού», ήτοι, της ελληνικής, κατά θάλασσα, υπεροπλίας, όπως τονίζει ο Πάγκαλος, «μόνον μωροί δύνανται να ισχυρισθώσιν ότι η Ελλάς θα ελάμβανε μέρος εις τους Βαλκανικούς πολέμους, χωρίς να έχη την κυριαρχίαν της θαλάσσης».
Οι δυσχέρειες,ωστόσο, τις οποίες,εν προκειμένω, «αντιμετώπισε ο» Στρατιωτικός Σύνδεσμος «και ιδία ο Αρχηγός του», Συνταγματάρχης Νικόλαος Ζορμπάς, «διά την λύσιν του σοβαρού αυτού προβλήματος», δεν υπήρξαν καθόλου αμελητέες. Πιο αναλυτικά, κατά την ως άνω πληροφοριακή πηγή, «ο τότε υπουργός των Ναυτικών, Πλοίαρχος Δαμιανός, εκ των αρίστων ανωτέρων» αξιωματικών «του Ναυτικού, είχεν» μεν, ασφαλώς, «ήδη εσχηματισμένην γνώμην διά την επείγουσαν και απόλυτον ανάγκην της αποκτήσεως» από τη χώρα μας «ενός θωρηκτού, ισχυροτέρου των αποτελούντων τον εχθρικόν (τουρκικόν) στόλον». Έτσι, «από της πρώτης ήδη εβδομάδος της επιβολής της επαναστάσεως» στου Γουδή, ο «Ζορμπάς μετέβη αυτοπροσώπως εις το υπουργείον των Ναυτικών διά την αγοράν του καταδρομικού, το οποίον ήτο έτοιμον εις τα ναυπηγεία Ορλάνδο». Όχι μόνο, όμως, στην περίπτωση εκείνη, υπήρξε ανεπιτυχής η επίσκεψις του Ζορμπά, αλλά και αφού,επίσης, «παρήλθον αρκεταί ημέραι, ο Ζορμπάς επέστησε εκ νέου την προσοχήν του Δαμιανού επί του σπουδαιοτάτου τούτου ζητήματος»· εντούτοις,«ο υπουργός, διά διαφόρους λόγους, ανέβαλλε συνεχώς την υπόθεσιν,χωρίς να δώση, εις» τον αρχηγό του Στρατιωτικού Συνδέσμου, «οριστικήν απάντησιν». Τέλος,η «εξήγησις της παρελκυστικής» εκείνης «στάσεως του υπουργού εδόθη μετ’ ολίγον, όταν»-συνεχίζει ο Πάγκαλος-«ο Ζορμπάς απηυθύνθη εντόνως προς τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως Μαυρομιχάλην». Ο δε «τελευταίος ούτος, στενοχωρηθείς εκ της πιέσεως του Ζορμπά, του εδήλωσεν ότι, όπως εξωδίκως επληροφορήθη, πολλοί αξιωματικοί του Ναυτικού αντιδρώσιν εις την αγοράν,διότι κρίνουν το περί ου πρόκειται θωρηκτόν εντελώς ακατάλληλον διά τον στόλον μας, και διά τούτο, τόσον ο ίδιος ο πρωθυπουργός, όπως και ο υπεύθυνος υπουργός, διστάζουν περί του πρακτέου».

Καθέλκυση θωρακισμένου καταδρομικού Γεώργιος Αβέρωφ (φωτ. αρχείο ΠΝΜ Θ/Κ Γεώργιος Αβέρωφ)
Μας πληροφορεί, επιπροσθέτως, ο Πάγκαλος (παραπάνω σελ. και επόμενη 96η) πως, εν τέλει, «εγνώσθη ότι επί κεφαλής της αντιδρώσης», στην αγορά του Αβέρωφ, «ομάδος» των αξιωματικών του Ναυτικού «ήτο ο υποπλοίαρχος Λ. Τσουκαλάς (Λυκούργος Τσουκαλάς, ο αδερφός του Πελοπίδα Τσουκαλά που επηρέασε με την επιχειρησιακή του σκέψη τον τρόπο χρήσης του Αβέρωφ στις ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου), όστις […]επηρέαζε σοβαρώς και τον πρωθυπουργόν (προς τον οποίον συνεδέετο και προσωπικώς) και τον Υπουργόν των Ναυτικών, Δαμιανόν».

Ο Συνταγματάρχης Ζορμπάς, επομένως, αν και αξιωματικός του Πυροβολικού, προκειμένου ο ίδιος να «φωτισθή επί των αντιρρήσεων του» Τσουκαλά, παρέλαβε απ’ αυτόν έκθεση, στην οποία ο ως άνω υποπλοίαρχος εξέθετε και αιτιολογούσε τις αντιρρήσεις του σχετικά με την αγορά του Αβέρωφ. Έτσι ,εν συνεχεία, ο επικεφαλής εκείνος του Συνδέσμου (βλ.Απομημονεύματά Στρατηγού Πάγκαλου, βλ.σ.98) συγκρότησε επιτροπή, ώστε αυτή «να αποφανθή εγγράφως» τόσο «περί της πολεμικής αξίας του υπό αγοράν ιταλικού πλοίου» όσο και επί του ερωτήματος εάν, «λόγω των εθνικών περιστάσεων», επιβαλλόταν «η αγορά αυτού». Οπότε, και πράγματι, η ως άνω επιτροπή αποτελεσθείσα: από τον Αντιπλοίαρχο Ανδρέα Μιαούλη, τους Πλωτάρχες: Δουρούτη και Κριεζή, και τους Υποπλοιάρχους: Ραζικότσικα, Γέροντα, Μπόταση, Τσιριμώκο και Λάμπρο, απεφάνθη: «ότι λόγω των εθνικών περιστάσεων» ήταν επιβεβλημένη «η αγορά του πλοίου τούτου», δεδομένου πως αυτό,«ασχέτως προς» τις όποιες εθνικές περιστάσεις «εξεταζόμενον, κέκτηται»,όντως, «μεγάλην πολεμικήν αξίαν»[sic]. Έτσι, κατά τον Πάγκαλο, «τον Φεβρουάριον του 1910, ήτοι εντός 4 μηνών, το πλοίον καθειλκύσθη εις την θάλασσαν υπό το» γνωστό του προμνημονευθέν «όνομα και ανυψώθη επ’ αυτού η κυανόλευκος, την οποίαν τοσούτον ενδόξως ετίμησε μέχρι του γήρατός του το θρυλικόν [υπό συζήτηση] σκάφος».
Και ο Ναύαρχος Π.Ι. Αργυρόπουλος (σ.87 κε) συμφωνεί πως «εάν το θωρηκτόν καταδρομικόν “Αβέρωφ” δεν ηγοράζετο παρά της κυβερνήσεως Μαυρομιχάλη, η Ελλάς,υστερούσα σημαντικώς εις ναυτικήν δύναμιν έναντι της Τουρκίας»,ιδού σε τι κατάσταση «θα ευρίσκετο αναγκαίως» τότε: θα παρέμενε, με άλλα λόγια, «ουδετέρα το 1912, κατά την εξόρμησιν της Σερβίας [του Μαυροβουνίου] και [της] Βουλγαρίας κατ’ αυτής [της Τουρκίας], βάσει της μεταξύ τών» παραπάνω χριστιανικών κρατών «συνομολογηθείσης συνθήκης συμμαχίας. Το πλοίον τούτο,ουχί μόνον»,επομένως, «έσωσε την Ελλάδα», όπως μας βεβαιώνει ο Αργυρόπουλος, αλλά και την ίδια ευεργεσία προσέφερε στους παραπάνω «συμμάχους αυτής· διότι εξασφαλίσαν, μετά του λοιπού Στόλου, την κυριαρχίαν εν τω Αιγαίω, ημπόδισε τας τουρκικάς μεταφοράς στρατού εκ Μικράς Ασίας εις Μακεδονίαν και Θράκην και εξησφάλισε τας νίκας των συμμαχικών στρατευμάτων»,κατά τον μέλλοντα να ακολουθήσει Α΄Βαλκανικό Πόλεμο. «Δεν υπήρχε χρόνος», άλλωστε, εκτιμά ο Αργυρόπουλος, «διά την παραγγελίαν» άλλων «θωρηκτών εις τα ευρωπαϊκά ναυπηγεία, βάσει χαρακτηριστικών δεδομένων ασφαλιζόντων την υπεροπλίαν του ελληνικού Στόλου έναντι του τουρκικού […]. Διά τον λόγον τούτον, εν μέσον υπελείπετο τη Ελλάδι, η εξαγορά πλοίου ευρισκομένου ήδη υπό κατασκευήν· και τοιούτον δυνάμενον ν’ αγορασθή ήτο το, εις τα ιταλικά ναυπηγεία [των αδελφών] Ορλάνδο,εν Λιβόρνω, [προμνημονευθέν] θωρηκτόν καταδρομικόν 9960 τόνων,ούτινος το σκάφος, αι μηχαναί και το πυροβολικόν ήσαν ήδη έτοιμα».

Τόσο, κατά συνέπεια, «ο Σύνδεσμος, όσον και το Υπουργείον των Ναυτικών, κατ’ ιδίαν [δε και] ο εν λόγω ναύαρχος και μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου, επαναλαμβάνει και συμφωνεί πως «επιέζομεν την κυβέρνησιν να σπεύση εις την» σχετική «αγοράν,τόσω μάλλον, όσω είχομεν πληροφορίας ότι επιτροπή Τούρκων αξιωματικών του Ναυτικού είχε»,εν τω μεταξύ, «μεταβή […] εις Λιβόρνον διά την αγοράν του πλοίου. Το ταμείον του Εθνικού στόλου»,εντούτοις, «συν τη δωρεά του Αβέρωφ δεν διέθετεν ή 8 εκατομμύρια, ενώ δια την» συγκεκριμένη «αγοράν απητούντο 22 εκατομύρια. Ο Υπουργός των Οικονομικών Ευταξίας», επιπροσθέτως, «αποβλέπων ειδικώς εις την μη διαταραχήν τού οικονομικού του προγράμματος, εδήλου ότι αδυνατεί να εξεύρη και [να] διαθέση 14 όλα εκατομμύρια διά την άμεσον αγοράν του πλοίου, παρά τας πιέσεις του πρωθυπουργού προς αυτόν. Διαβλέπων», κατά συνέπεια, «τον ον διατρέχομεν έσχατον κίνδυνον,εάν το πλοίον αγορα[ζόταν] παρά της Τουρκίας, απετάνθην»,υποστηρίζει ο Αργυρόπουλος, «εξ ιδίας πρωτοβουλίας,εις τον συγγενή μου Νάνον Βαλαωρίτην, Διοικητήν της Εθνικής Τραπέζης,ούτινος εγνώριζον τον άδολον και ενθουσιώδη πατριωτισμόν και την προς το Ναυτικόν και την Θάλασσαν αγάπην του…»
»Εξέθηκα»,λοιπόν. πράγματι, «αυτώ», όπως μαρτυρείται από τον μετέπειτα εκείνον ναύαρχο ,«τους ους η Ελλάς διέτρεχε κινδύνους άνευ της αγοράς του πλοίου, επεκαλέσθην τον πατριωτισμόν του, αιτήσας όπως αναλάβη η Τράπεζα την άμεσον καταβολήν του ποσού,επιφυλασσομένη να συμβληθή προς την κυβέρνησιν». Και όντως, ο Βαλαωρίτης «ουδ’ επί στιγμήν εδίστασε», μας βεβαιώνει ο Αργυρόπουλος·το αντίθετο, μάλιστα, συνέβη, μιας και ο ως άνω “τραπεζίτης”, εν συνεχεία, «συνέταξε και παρέδωκεν» στον Αργυρόπουλο επιστολή απευθυνόμενη «προς τον πρωθυπουργόν αναλαμβάνων την ευθύνην της καταβολής του αναγκαίου ποσού. Ωπλισμένος», λοιπόν, «με την επιστολήν ταύτην» ο Αργυρόπουλος έσπευσε «εις την οικίαν [του πρωθυπουργού] Μαυρομιχάλη, όπου συνεδρίαζε το υπουργικόν συμβούλιον και επέτυχον», καθώς μας πληροφορεί ο ίδιος, «όπως αρθώσιν αι αντιρρήσεις του Υπ. των Οικονομικών, δοθείσης εις τον Υπουργόν των Ναυτικών της εντολής να προβή αμέσως εις τας δεούσας ενεργείας. Την αυτήν εσπέραν», έτσι, «εκαλείτο εις το υπουργείον ο αντιπλοίαρχος Παντίας Κοντόσταυλος»i, στον οποίο δόθηκε από το υπουργείο η εντολή «ν’ αναχωρήση την επομένην διά Λιβόρνον της Ιταλίας,συγχρόνως δ’ εφωδία[σε]» ο αφηγούμενος τα εν λόγω γεγονότα τον Κοντόσταυλο «με επιστολήν υπογεγραμμένην παρά του προέδρου Μαυρομιχάλη προς τον διευθυντήν του ναυπηγικού οίκου γερουσιαστήν Ορλάνδο. Εν τη επιστολή»,μάλιστα, «ταύτη επεκαλούμεθα τα αισθήματά του προς την Ελλάδα με την προσθήκην εν τέλει της φράσεως “ότι η Ρώμη δεν ήτο δυνατόν να εγκαταλείψη τας Αθήνας χάριν της ημισελήνου”».
Αλλά και «η απάντησις του Ορλάνδου υπήρξεν ενθουσιώδης», δεδομένου ότι, όχι μόνο ο ίδιος «εξησφάλισε το πλοίον υπέρ ημών, αλλά προέβη και εις οικονομικάς υποχωρήσεις, εις τρόπον ώστε η Ελλάς επλήρωσεν εν και ήμισυ εκατομ. περίπου ολιγώτερον από όσον η ιταλική κυβέρνησις επλήρωσεν το αδελφόν» του Αβέρωφ «πλοίον Amalfi τύπου “Πίζα” εις το αυτόν ναυπηγείον. Η εν Λιβόρνω τουρκική επιτροπή», ταυτόχρονα, «μη υποπτευομένη ότι η Ελλάς προτίθεται ν’ αγοράση το πλοίον και μη συμφωνήσασα ως προς την τιμήν, αν και εν τη εκθέσει [της] επήνει το πλοίον, ανεχώρησεν εις Παρισίους προ της αφίξεως του απεσταλμένου ημών εις Λιβόρνον». Οι Τούρκοι, συγκεκριμένα,«ευρίσκοντο καθ’οδόν διά Παρισίους, ότε επληροφορήθησαν τα των ενεργειών ημών»· οπότε αυτοί «επανήλθον δρομαίοι εις Λιβόρνον και, χωρίς να εξετάσωσι βάσει τίνος ποσού διαπραγματεύετο η Ελλάς, προσέφερον εις τον Ορλάντο 250.000 λιρών στερλινών περισσότερον των Ελλήνων, εάν εδίδετο εις αυτούς το πλοίον. Αλλ’ ο Ορλάνδο-και έστω τούτο προς τιμήν του-απήντησεν ότι το πλοίον ανήκει» πλέον «εις την Ελλάδα». Τέλος, και ο ίδιος, ο Ορλάνδο, αργότερα, «μαθών την ην» είχε ο κατόπιν Ναύαρχος Αργυρόπουλος «ανάμιξιν εις [την] επιτυχίαν της αγοράς του πλοίου, απέστειλεν» στον τελευταίο «φωτογραφίαν του θωρηκτού επ’ εσχάρα» του ναυπηγείου «με ενυπόγραφον αφιέρωσιν».

Έτσι,λοιπόν, ευτύχησε η χώρα μας,κατά τις παραμονές, ιδιαίτερα, της κήρυξης του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, να έχει στη διάθεσή της ένα σύγχρονο 9.956 τόνων θωρακισμένο καταδρομικό – μολονότι, βέβαια θωρηκτό θέλει, ασφαλώς, τον Αβέρωφ η κυκλοφορούσα, από τότε μέχρι τώρα, παράδοση. Το αήττητο, πάντως, εκείνο σκάφος -το επιβιώσαν έως και σήμερα- που στοίχισε, τελικά, συμπεριλαμβανομένης και της τιμής των πυρομαχικών του, περί το ένα εκατομμύριο λίρες Αγγλίας-το ένα τρίτο του οποίου ποσού καλύφθηκε από κληροδότημα του Γεωργίου Αβέρωφ- διέθετε τα εξής χαρακτηριστικά: κατ’ αρχήν σημαντικότατο προσόν του υπήρξε η μεγάλη του ταχύτητα των 23 μιλίων. Κατά δεύτερον, το μήκους 40,5 μέτρων και πλάτους είκοσιενός μέτρων εκείνο πλοίο ήταν οπλισμένο με 4 πυροβόλα των 234 χλστ., τοποθετημένα σε 2 δίδυμους πύργους, κατά το διαμήκη άξονα του σκάφους-σε ένα πύργο του στην πλώρη, επί δίωξιν, και σε έτερο πύργο στην πρύμνη, επί φυγήν. 8 επιπλέον πυροβόλα των 195 χλστ. είναι τοποθετημένα σε τέσσερις δίδυμους πύργους του, από δύο σε κάθε του πλευρά. Τον οπλισμό του τον συμπλήρωναν τα 14 ταχυβόλα του των 75 χλστ. , τα 4 των 47 και οι τρεις τορπιλοβλητικοί του σωλήνες των 430 χιλιοστ.

«Η θωράκισις του πλοίου», μας κατατοπίζει ο Ναύαρχος Φωκάς (βλ. Ο Στόλος του Αιγαίου,σ.8), «συνίστατο εκ θωρηκτής ζώνης εκτεινομένης, κατά την ίσαλον, από πρώρας εις πρύμνην, πάχους από 3½ -8 δακτύλων, εκ θωρακίσεως του κεντρικού μέρους του πλοίου μέχρι του ανωτάτου καταστρώματος, πάχους από 8-6½ δακτ. και θωρηκτού καταστρώματος πάχους 1,75 δακτ. Ήτο το νεώτερον, το τελειότερον, το μάλλον αξιόμαχον εκ των πλοίων, που επρόκειτο ν’ αντιπαραταχθούν,κάλλιστος τύπος θωρηκτού ευδρόμου της εποχής του». Σύμφωνα, ακολούθως, με τον, κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, κυβερνήτη του Αβέρωφ, Αντιπλοίαρχο και Αρχιεπιστολέα τότε του Ελληνικού Στόλου, Σοφοκλή Δούσμανη (βλ. Το Ημερολόγιόν του,σ.26) επρόκειτο μεν για «νεώτατον πλοίον,ουχί όμως και λίαν ισχυρώς τεθωρακισμένον,καλώς»· βέβαια, «σχετικώς οπλισμένον (αν και τα κύρια πυροβόλα του,τα τέσσερα των 23 εκ. δεν» ήσαν «πράγματι βαρέα δια την εποχήν μας)». Με τα ως άνω,συνεπώς, επιθετικά και αμυντικά του όπλα μαχόμενος ο Αβέρωφ, επέπρωτο να ταυτίσει την ένδοξή του δράση, κατά τους επερχόμενους Βαλκανικούς πολέμους (και όχι, πάντως, μόνο κατά την εποχή εκείνη αλλά και στα μεταγενέστερα χρόνια), με τους τότε λαμπρούς ελληνικούς, κατά θάλασσα, θριάμβους. Αποτελώντας, ομοίως, το εν λόγω πλοίο τη βάση και την έδρα του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη είχε επωμισθεί – στη διάρκεια των ως άνω πολέμων – καθήκοντα Ναυαρχίδας του συνολικού Ελληνικού Στόλου. Και τούτο, παρά το ότι, και μετά, ακόμη, την κήρυξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, «του “Αβέρωφ” τα πυρομαχικά», όπως μας ενημερώνει ο προαναφερθείς Δούσμανης (βλ. Το Ημερολόγιόν του,σ.30), «δεν είχον ακόμη παραληφθή, εκτός ελαχίστων, δι’ ο και τα πρώτα πραγματικά πυρά, άτινα εξετέλεσεν» ο “Αβέρωφ” «ούτος, ήσαν την 3 Δεκεμβρίου 1912, ήτοι κατά την Ναυμαχίαν της “Έλλης”».
Δημοσιεύεται στο methormisakathektou.blog
