Στην γραμμή Σημίτη ο κ. Γεραπετρίτης – άρθρο του Ευθύμιου Πέτρου

21-10-2024

Γράφει ο Ευθύμιος Πέτρου, Δημοσιογράφος

Στην γραμμή Σημίτη ο κ. Γεραπετρίτης

Ταυτόσημη με την δήλωση του πρώην Πρωθυπουργού για τα Ίμια η δήλωσις του υπουργού Εξωτερικών για την Κάσο – Εμμονή στο δόγμα να μην ενοχλούμε τις ΗΠΑ όταν έχουν πόλεμο – Ο δεδομένος σύμμαχος είναι ο ζημιωμένος σύμμαχος
Οι ελληνο-τουρκικές κρίσεις που συνήθως οδηγούν σε ελληνο-τουρκικές προσεγγίσεις έχουν εδικά χαρακτηριστικά και επηρεάζονται, πυροδοτούνται συνήθως από την διεθνή κατάσταση. Εν ολίγοις, όταν υπάρχουν προβλήματα όπως πόλεμοι ή γενικώτερες κρίσεις την περιοχή μας, οι Αμερικανοί καταλαμβάνονται από βιασύνη να κλείσουν εκκρεμότητες όπως τα ελληνο-τουρκικά.
Είπε μιαν αλήθεια ο κ. Γεραπετρίτης, η οποία όμως δεν είναι εύκολα κατανοητή από όσους δεν γνωρίζουν το παρασκήνιο των προηγουμένων ελληνο-τουρκικών κρίσεων. Είπε μετά τα γεγονότα της Κάσου: «Στο παρελθόν, θα προέκυπτε κρίση και αυτό θα οδηγούσε σε υπαναχώρηση της δικής μας πλευράς, ενώ τώρα που αποφύγαμε την ένταση , κερδίσαμε και δεν οπισθοχωρήσαμε σε τίποτα». Είναι μια δήλωση ανάλογη εκείνης του Κώστα Σημίτη λίγες ημέρες μετά τα Ίμια, όταν ο τότε Πρωθυπουργός δικαιολόγησε την εθνική του υποχώρηση, λέγοντας ότι «αποφύγαμε τον πόλεμο». Είχε προηγηθεί, λίγες ώρες μετά την υποχώρηση μας στα Ίμια η περίφημη φράσις «ευχαριστούμε τους Αμερικανούς» η οποία επεκρίθη δεόντως, αλλά ουδέποτε αξιολογήθηκε δεόντως, αν και είναι μια φράσις κλειδί για την κατανόηση των ελληνοτουρκικών κρίσεων εν γένει. Εν ολίγοις οι Αμερικανοί ενδιαφέρονται για «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο, στις περιόδους κατά τις οποίες έχουν αλλά μέτωπα ανοικτά και θέλουν να αποτρέψουν μιαν ακόμη εμπλοκή, ιδιαιτέρως αν είναι μεταξύ κρατών μελών του ΝΑΤΟ. Συμμάχων τους δηλαδή. Κατά τούτο τα γεγονότα της Κάσου τοποθετούνται στο ίδιο πλαίσιο με την κρίση του Μαρτίου του 1987 και με τα γεγονότα των Ιμίων, ενώ οι κρίσεις στο Έβρο και στο Αιγαίο το 2020 ήσαν τελείως διαφορετικές περιπτώσεις.
Το 1987, ο Ψυχρός Πόλεμος οδηγείτο στο τέλος του, οπότε ήταν σημαντικό για τους Αμερικανούς να διατηρείται η εικόνα του ΝΑΤΟ ως συμπαγούς οργανισμού. Ενδεχομένη ρωγμή στην Συμμαχία θα μπορούσε να έχει συνέπειες στην διαμόρφωση των στρατηγικών ισορροπιών στην νέα τάξη πραγμάτων που εκείνη την εποχή καθοριζόταν. Ήταν επείγον λοιπόν να δημιουργηθούν συνθήκες τέτοιες που θα έφερναν Ελλάδα και Τουρκία σε διαπραγματεύσεις υπό την σκιά μιας αμερικάνικης επιδιαιτησίας.
Το 1996, η κρίσις της Γιουγκοσλαβίας βρισκόταν στο αποκορύφωμα της κλιμακώσεώς της και καθώς υπήρχαν ήδη τα σχέδια αναδιαμορφώσεως του χάρτη των Βαλκανίων εθεωρήθη επιβεβλημένο να οδηγηθούν η Ελλάς και η Τουρκία σε διάλογο ώστε να «ηρεμήσουν τα νερά στο Αιγαίο». Εκεί πλέον η αμερικανική διαμεσολάβησις ήταν απροκάλυπτη δια του εκλιπόντος πλέον Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ.
Η κρίσις του 1987 οδήγησε στην συνάντηση του Ανδρέα Παπανδρέου με τον Τουργκούτ Οζάλ στο Νταβός και την διακήρυξη «Μη πόλεμος».
Η κρίσις των Ιμίων οδήγησε στην Μαδρίτη και την αναγνώριση στην Τουρκία δικαιωμάτων στο Αιγαίο.
Η βασική διαφορά είναι ότι μετά τον υποδειγματικό χειρισμό της κρίσεως του 1987 η Ελλάς πήγε στο Νταβός έχοντας το «επάνω χέρι» ενώ στην Μαδρίτη ο Κώστας Σημίτης πήγε «με την ουρά κάτω από τα σκέλια» εξ αιτίας της ατολμίας την οποία επέδειξε με αποτέλεσμα την εθνική ήττα των Ιμίων.
Και στις δύο περιπτώσεις, ο αμερικανικός παράγων, ο οποίος είχε υποδαυλίσει τις κρίσεις, με απώτερο σκοπό να μας σύρει σε διαπραγματεύσεις, είχε προειδοποιήσει και την Αθήνα και την Άγκυρα ότι δεν θα ανεχθεί να εξελιχθούν τα πράγματα σε οξύτητες και θερμά επεισόδια. Θεωρούμε βέβαιον ότι το ίδιο συμβαίνει και τώρα, ενώ δεν συνέβαινε το 2020. Από το 2022 έχει ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία και από πέρυσι στην Μέση Ανατολή. Έχει αναδυθεί ως εκ τούτου και πάλι σαν προτεραιότητα στην Ουάσιγκτων η ανάγκη να ευρεθεί μια λύσις στα ζητήματα με την Τουρκία. Οι πιέσεις είναι πράγματι αφόρητες. Όπως αφόρητες ήσαν και το 1987 και το 1996. Εναπόκειται όμως στην Ελλάδα και την κυβέρνηση της να χειρισθεί σωστά την κατάσταση επ’ ωφελεία των εθνικών συμφερόντων. Και είναι ο σωστός τρόπος χειρισμού το «ναι σε όλα». Ο δεδομένος εύμμαχος καθίσταται εκ των πραγμάτων ζημιωμένος σύμμαχος. Αυτό το εγνώριζαν πολύ καλά ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Δεν το εγνώριζε ο Κώστας Σημίτης, ενώ σήμερα τόσο ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης όσο και ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης δείχνουν να μην έχουν αντίληψη του πώς ακριβώς λειτουργεί το διεθνές σύστημα και με ποιους όρους διεξάγεται η διεθνής πολιτική. Το χειρότερο είναι ότι δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τις εισηγήσεις των διπλωματών, παρά μόνον αυτές που συνάδουν προς την δική τους αντίληψη για τα πράγματα. Έτσι όμως εγκλωβίζονται. Εμείς λέμε ότι η μόνη διαφορά που συζητούμε είναι η οριοθέτησις υφαλοκρηπίδος και ΑΟΖ. Η Τουρκία θέλει μια συζήτηση που να περιλαμβάνει μέχρι και ζητήματα εθνικής κυριαρχίας επί των νησιών του Αιγαίου. Προβάλλει συνεχώς και νέες αξιώσεις εντείνοντας την πίεση από τη στιγμή κατά την οποία η Ελλάς έδειξε ότι θα προχωρήσει σε κάποιας μορφής διάλογο. Έτσι ήδη ευρισκόμεθα προ τετελεσμένων. Αν μετά από όλες τις τουρκικές απαιτήσεις συνεχίσουμε να μιλάμε, δεχόμεθα τον διάλογο εφ’ όλης της ύλης. Αν διακόψουμε την συζήτηση, τότε θα εκτεθούμε ότι τορπιλλίσαμε το διάλογο.
Ποια είναι η λύσις; Να αρχίσουμε και εμείς να διατυπώνουμε απαιτήσεις. Η τακτική του «δεν διεκδικούμε και δεν υποχωρούμε» ήταν καλή για το 1974 που ήμασταν σε μειονεκτική θέση λόγω του Κυπριακού και δεν διεφαίνετο προοπτική διαλόγου. Σε 50 χρόνια τα πράγματα αλλάζουν. Μια άκαμπτη πολιτική που δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τις διεθνείς εξελίξεις είναι εκ των πραγμάτων αποτυχημένη. Καιρός λοιπόν να αρχίσουμε και εμείς να διεκδικούμε. Από την εφαρμογή των συνθηκών που προβλέπουν την αυτονομία της Ίμβρου και της Τενέδου, μέχρι και ειδικό καθεστώς για την δυτική Θράκη. Αν το τελευταίο αυτό φαίνεται σε ορισμένους παράλογο θα σημειώσουμε ότι εξ ίσου παράλογο είναι να ζητεί η Τουρκία αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου και νέα οριοθέτηση του FIR ώστε να ελέγχει αυτή πτήσεις όπως για παράδειγμα αυτή που θα πηγαίνει από την Αθήνα στην Λέσβο. Όταν η Τουρκία έχει παράλογες αξιώσεις και ταυτοχρόνως πιεζόμεθα να διαπραγματευθούμε, η μόνη λογική απάντησις είναι πάμε και και εμείς στο παράλογο. Να διατυπώσουμε απαιτήσεις που θα εκνευρίσουν την Τουρκία στον ίδιο βαθμό που εκνευρίζει και εμάς η ρητορική του Ερντογάν εις βάρος της κυριαρχίας μας. Ρητορική την οποία θα φέρουμε να μας την πει και στην Αθήνα ο Χακάν Φιντάν εις επήκοον του οικοδεσπότου του Γιώργου Γεραπετρίτη. Και αν ισχυρισθεί κανείς ότι η διατύπωσις υπερβολικών απαιτήσεων εν αναμονή μιας διαπραγματεύσεως, είναι παραλογισμός που θα αποβεί εις βάρος μας, αποδεικνύει απλώς πόσο αδαής είναι περί την εξωτερική πολιτική.

Δημοσιεύεται στην ΕΣΤΙΑ

*Το άρθρο εκφράζει προσωπικές απόψεις και εκτιμήσεις του συντάκτη