Αμφίδρομες προεκτάσεις… Βαλκανικά όπλα στην Ουκρανία… αλλά και το Βελιγράδι σε μεγάλο βαθμό στο πλευρό της Μόσχας… – του Αθανασίου Δρούγου

21-9-2024

*Το άρθρο εκφράζει προσωπικές απόψεις και εκτιμήσεις του συντάκτη

Γράφει ο Δρ Αθανάσιος Ε. Δρούγος, Διεθνολόγος – Γεωστρατηγικός Αναλυτής

Ο αντίκτυπος της πλήρους κλίμακας εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει επιπτώσεις στα πάντοτε ανήσυχα Δυτικά Βαλκάνια , ενώ άνοιξε ευκαιρίες για τις εταιρείες όπλων της περιοχής. Το στρατιωτικό-βιομηχανικό συγκρότημα των Βαλκανίων, που διακρίνεται για την ικανότητά του να παράγει πυρομαχικά προτύπου ΝΑΤΟ ως και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, έχει επικεντρωθεί στην διεύρυσνη των δυνατοτήτων να προμηθεύει την Ουκρανία και ορισμένες δυτικές χώρες με το απαραίτητο υλικό σε αρκετά χαμηλές τιμές. Η ευκαιρία για μεγάλες παραγγελίες έχει ξεπεράσει τις παραδοσιακές συμμαχίες.

Για παράδειγμα η Σερβία, η οποία έχει διαχρονικά πολύ στενούς ιστορικούς,πολιτικούς και στρατιωτικούς δεσμούς με τη Ρωσία και συχνά εμπλέκεται σε κινήσεις και ενέργειες υπέρ του Κρεμλίνου, ωστόσο έχει πουλήσει όπλα περίπου 800 εκατ δολαρίων στην Ουκρανία από την περίοδο της πλήρους εισβολής του Πούτιν το Φεβρουάριο του 2022. Οι εταιρείες που πωλούν αυτά τα πυρομαχικά είναι κρατικής ιδιοκτησίας. Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, τα πρώην κομμουνιστικά καθεστώτα είχαν ως στόχο να δημιουργήσουν αυτάρκεις στρατιωτικο-βιομηχανικές υποδομές και επένδυσαν σημαντικούς πόρους σε εταιρείες για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Αυτό σημαίνει ότι η περιοχή είναι πλούσια σε τεχνογνωσία και υποδομή που απαιτούνται για την παραγωγή βλημάτων πυροβολικού, πυρομαχικών ,φορητών όπλων, τεθωρακισμένων οχημάτων και άλλου υλικού που χρειάζεται απεγνωσμένα η Ουκρανία.
Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη είναι η επικυρίαρχη στην περιφερειακή αμυντική παραγωγή, ακολουθούμενη από τη Σερβία και τελευταία την Αλβανία. Υπό αυτή την έννοια, εταιρείες όπως η Βοσνιακή Binas, η Igman ή η Pretis και η BNT, η Σερβική Yugoimport, η Krušik και άλλες, κυριαρχούν στην εγχώρια και περιφερειακή αγορά. Αυτές είναι οι εταιρείες με τις μεγαλύτερες δυνατότητες συνεργασίας με την Ουκρανία, λόγω της έντονης παρουσίας τους στις αγορές ως και του γεγονότος ότι παράγουν όπλα Σοβιετικών προδιαγραφών. Η Βοσνία, όπως και η Σερβία, έχουν “απαγορεύσει’ τις εξαγωγές σε εμπόλεμες ζώνες ή απαιτούνται πιστοποιητικά τελικού χρήστη για να ολοκληρωθεί η πώληση αλλά παρά τα νομικά εμπόδια, όλμοι και βλήματα πυροβολικού που κατασκευάζονται και στις δύο χώρες έχουν χρησιμοποιηθεί στην Ουκρανία ως αποτέλεσμα πωλήσεων σε τρίτους ή μέσω άμεσων (αλλά και μυστικών) δωρεών.
Στην περίπτωση της Βοσνίας, αυτό έγινε μέσω Τουρκικών, Καναδικών και Σλοβακικών εταιρειών, ενώ τα Σερβικά όπλα έχουν περάσει από εγχώριες και Τουρκικές επιχειρήσεις. Κάποια από αυτά έγιναν μέσω της δυναμικής και υπερκινητικής Τσεχικής πρωτοβουλίας, η οποία τώρα στέλνει ως και 100.000 οβίδες μηνιαίως στην Ουκρανία, ενώ ορισμένα όπλα και πυρομαχικά στάλθηκαν μέσω πωλήσεων σε ιδιωτικές εταιρείες. Ο υπογράφων γνωρίζει σχετικά με τέτοιες πωλήσεις από Βοσνιακές εταιρείες όπως τη Pretis, μια εταιρεία παραγωγής βλημάτων πυροβολικού (οι λεπτομέρειες των πωλήσεων όπως η τιμή και οι αριθμοί που παραγγέλθηκαν είναι απόρρητες)
Αντίθετα, το Μαυροβούνιο, η Αλβανία και η Βόρεια Μακεδονία, τα τρία κράτη μέλη του ΝΑΤΟ στην περιοχή, δωρίζουν τα απαρχαιωμένα όπλα τους από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, μερικά από τα οποία αγοράστηκαν αρχικά από την Ουκρανία στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Παρά την αυξανόμενη αγορά και τις πωλήσεις, υπάρχουν πολύπλοκες “προκλήσεις ” που συνδέονται με τις δομές ιδιοκτησίας και τις ευρύτερες γεωπολιτικές σχέσεις στην περιοχή. Το κυριότερο μεταξύ αυτών είναι οι εσωτερικές σχέσεις στη Βοσνία, όπου η Δημοκρατία Σέρπσκα(Σερβική) , μία από τις δύο οντότητες(η άλλη είναι η Κροατομουσουλμανική) που απαρτίζουν τη χώρα, διακρίνεται για τις φιλορωσικές πολιτικές της και έχει μια ηγεσία (πρόεδρος Ντόντικ) που συναντάται τακτικά με τον Πούτιν.

Για αρκετά χρόνια οι κύριοι πελάτες τους ήταν εταιρείες από τη Σερβία και το υπουργείο άμυνας της Σερβίας. Αυτό οδήγησε την κυβέρνηση της Δημοκρατίας Σέρπσκα να μεταβιβάσει την ιδιοκτησία στην κυβέρνηση της Σερβίας ή στον Σερβικό όμιλο όπλων Yugoimport, πυροδοτώντας ανησυχίες ότι μια ευάλωτη και στρατηγική βιομηχανία έχει αφεθεί ανοιχτή στη Ρωσική επιρροή και σε πολλές παράνομες επενδύσεις. Η Σερβία παραμένει μια από τις λίγες χώρες της Ευρώπης που βρίσκονται πιο κοντά στο Κρεμλίνο παρά στη Δύση και δεν έχει επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία για τις παράνομες ενέργειές της στην Ουκρανία. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι οι Ρώσοι υπήκοοι που συνδέονται με το καθεστώς της Μόσχας μπορούν να δραστηριοποιούνται ελεύθερα στη Σερβία, και το κάνουν μέσω περισσότερων από 7.000 νέων εταιρειών(!), σε αρκετές από τις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις από τους Αμερικανούς για παράκαμψή τους.

Η επίδραση του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας έγινε αισθητή στην άνοδο των πρωτοφανών αντιδυτικών εκστρατειών προπαγάνδας και παραπληροφόρησης, ενώ η Ρωσική υποστήριξη υπονομεύει τις δημοκρατικές διαδικασίες, ως και την περιφερειακή ασφάλεια (από την Αδριατική μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα και από τον Δούναβη μέχρι τα σύνορα της Ελλάδος με τη βόρεια Μακεδονία). Ενώ η Δύση συσπειρώθηκε πίσω από το Κίεβο με μια ολοκληρωμένη σειρά οικονομικών και πολιτικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας,( παράλληλα με την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια για την Ουκρανία,) διαιρέσεις ήρθαν στην επιφάνεια στα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων,( Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη (Β-Ε), Μαυροβούνιο, Κόσοβο Βόρεια Μακεδονία και Σερβία.) Αυτό φάνηκε καλύτερα στην αποτυχία ορισμένων κρατών να επιβάλουν κυρώσεις στη Ρωσία και τις μαζικές διαδηλώσεις στο Βελιγράδι για την υποστήριξη του πολέμου του Πούτιν.
Η επίθεση της Μόσχας στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με τις υβριδικές της δραστηριότητες στην περιοχή, πυροδότησε επίσης εσωτερική πολιτική διαίρεση στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και στο Μαυροβούνιο. Το τελευταίο, ωστόσο(, μαζί με τη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία, δύο άλλα μέλη του ΝΑΤΟ στην περιοχή) προσχώρησε στη συμμαχία καταδικάζοντας την εισβολή. Οι τρεις χώρες υποσχέθηκαν επίσης τη στρατιωτική τους υποστήριξη στην Ουκρανία και την υποστήριξή τους για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Η θέση του Κοσόβου ήταν ιδιαίτερα “λεπτή ” καθώς οι διμερείς σχέσεις της χώρας (δεν αναγνωρίζεται από όλα τα κράτη της ΕΕ) εμποδίζουν την ουσιαστικότερη υποστήριξη της Ουκρανίας στα διεθνή φόρουμ, αλλά επέτρεψαν να γίνει μέρος άλλων μηχανισμών βοήθειας, όπως η επιχείρηση Interflex υπό το Ηνωμένο Βασίλειο καθώς και η αποδοχή περίπου 5.000 Ουκρανών προσφύγων το 2023.

Δημοσιεύεται στον Ελεύθερο Τύπο