12-9-2024
Συγγραφέας: Πρωτοπρεσβύτερος Ηλίας Δροσινός, προϊστάμενος ΙΝ Ζωοδόχου Πηγής (Ακαδημίας)
Το κείμενο για καθαρά τεχνολογικούς λόγους έχει μεταγραφεί στο μονοτονικό.
Δια το μαρτυρικόν τέλος του Χρυσοστόμου Σμύρνης έχουν από τον πρώτο καιρό δημοσιευθεί είτε εις την μορφή αφηγήσεων είτε δια τη μορφή δημοσιευμάτων πολλά αξιόλογα και άκρως συγκινητικά. Μεταξύ αυτών που έχουν δημοσιευτεί συγκαταλέγεται η αφήγησις την οποία έδωσε ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ο Χρυσόστομος Χατζησταύρου σαράντα έτη μετά το μαρτύριον. Η αφήγησις αυτή εκ μέρους του γεραρού ιεράρχου, ο οποίος από το έτος 1903 μετά την αποφοίτησή του από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, εχειροτονήθη από τον τότε Δράμας Χρυσόστομο ως διάκονος θέσιν την οποίαν διετήρησε μέχρι το 1910, όταν ως Σμύρνης πλέον τον εχειροτόνησεν κατόπιν συνοδικής εκλογής του Οικουμενικού Πατριαρχείου εις Επίσκοπον Τράλλεων, τοποθετείσας αυτόν εις την θέσιν του Πρωτοσυγκέλλου της Μητροπόλεως Σμύρνης άχρι 1913 όταν πλέον εξέλεξαν αυτόν Μητροπολίτη Φιλαδελφείας.
Η επί μίαν ολόκληρον δεκαετίαν στενή και δημιουργική συνεργασία και από κοινού αντιμετώπισις εκκλησιαστικών και εθνικών θεμάτων, η μέχρι θυσίας αφοσίωσις του νεαρού διακόνου και εν συνεχεία Πρωτοσυγκέλλου δικαιώνει αυτούς που του απένειμαν τον άκρως επιτυχή χαρακτηρισμό του δεξιού βραχίονος του Σμύρνης. Από αυτόν τον ευπατρίδη κληρικόν έλαβε συνέντευξη ο Μικρασιάτης και λόγιος δημοσιογράφος Χρ. Αγγελομάτης και την συμπεριέλαβε εις το βιβλίον του «Χρονικό μεγάλης τραγωδίας- Το έπος της Μικράς Ασίας».
Ήταν άκρως δικαιολογημένη η κίνησις αυτή του ιστοριογράφου μια που πέραν της αφοσιώσεώς του ο Χρυσόστομος είχε με σπουδαίες του ομιλίες περιγράψει και εγκωμιάσει την προσωπικότητα του σεπτού Γέροντός του τόσον εις μνημόσυνα όσον και εις τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντος του Σμύρνης εις Καβάλαν και εις Νέα Σμύρνης αντιστοίχως. Παραθέτουμε ευλαβικά το πλήρες όπως αυτό κατεγράφη και διεσώθη από τη γραφίδα του Χ.Α.
Εξιστόρησιν του μαρτυρικού τέλους του Χρυσοστόμου έχομεν και από τον κατοπιν Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, Μακ. Χρυσόστομον, ο οποίος έμεινε παρά το πλευρόν του μάρτυρος μέχρι των ύστατων στιγμών της ζωής του. Ο Μακαριώτατος ήτο ο δεξιός βραχίων του Χρυσοστόμου επί δεκαπενταετίαν ως βοηθός επίσκοπος υπό τον τίτλο του Τράλλεων. Ακολούθως, ανεδείχθη μητροπολίτης Εφέσου- μετά τον θάνατο του κατόχου του θρόνου, Ιωακείμ Ευθυβούλη, κατόπιν της προς αυτόν ιταμής συμπεριφοράς του Στεργιάδη- με έδραν το Κορδελιό της Σμύρνης. Προσήρχετο, καθημερινώς εις την μητρόπολιν της Σμύρνης και συνειργάζετο μετά του Χρυσοστόμου, ιδία κατά τας προηγηθείσας της καταστροφής ημέρας, κατά τας οποίας κατεβάλλετο προσπάθεια να οργανωθεί η Μικρασιατική Αμυνα. Το ίδιον έπραξε και κατά την μοιραίαν ημέρα της εισόδου των Τούρκων, μη φανταζόμενος ότι είχαν ήδη εισέλθει Τούρκοι. Έτσι, ευρέθη εις την προκυμαία της Σμύρνης όταν εισήρχοντο οι άτακτοι ιππείς του Γιουρούκ Αλή.
Εις την μητρόπολιν της Αγίας Φωτεινής εύρε τόν Χρυσόστομον αισιοδοξούντα διότι δεν είχε λάβει γνώση της εισόδου των Τούρκων και διότι την προηγούμενη είδε τη μεραρχία ιππικού υπό τον Καλλίνσκην να διασχίζει την προκυμαία. Ανήγγειλεν εις τον μετ’ ολίγον μάρτυρα Χρυσόστομον ότι οι Τούρκοι εισήλθαν στη Σμύρνη. Από εκείνης της στιγμής, λέει ο Αρχιεπίσκοπος, βαρεία μελαγχολία εκυρίευσε τον μέχρι της στιγμής εκείνης γενναίον εις τας συμφοράς και ορμητικόν εις την από τροπήν τούτων. ‘Εμμονος ιδέα τον εκυρίευσεν ότι ο θάνατός του ήταν αναπόφευκτος. Έπαυσεν ομιλών. Έλαβεν ανά χείρας την Καινήν Διαθήκην και εμελέτα βρέχων δια θαλερών δακρύων τας σελίδας τα εν τη προς Εβραίους επιστολή (11 33 και εξής) αναγραφόμενα ότι «Άγιοι πάντες δια της πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας» και εφεξής.
Το βιβλίον τούτο της Καινής Διαθήκης, φέρον εις τας άνω μνημονευθείσας σελίδας καταφανή τα ίχνη των δακρύων του μέλλοντος ιεροεθνομάρτυρος, περιέσωσεν, ευτυχώς, ο επί σειράν ετών υπηρετήσας, παρ’ αυτώ και έτι ζων εν Αθήναις, Θωμάς Βούλτσος.
Ο Εφέσου του είπε:
«- Όσα μέλλομεν να πάθωμεν είναι συνέχεια των προηγούμενων παθημάτων. Δεν είναι ευχής έργο ν’ αποθάνωμεν ως μάρτυρες;»
Ο Χρυσόστομος εσήκωσε το κεφάλι, τον εκοίταξε γαλήνιος και του είπε:
«- Ναι, αυτό είναι το ποθητόν τέλος δι’ ημάς. Τι θα γίνουν όμως τόσοι και τόσοι απροστάτευτοι χριστιανοί μας, που αφέθησαν ήδη εις την μανίαν του τουρκικού πλήθους;»
Και όταν είπεν αυτά, ο μάρτυς εβυθίσθη εις βαθείαν συλλογήν, από την οποίαν προσεπάθησε να τον αποσπάσει ο συνομιλητής του μητροπολίτης:
«Η απάντησίς του εις τους λόγους μου -συνεχίζει ο Αρχιεπίσκοπος- ητο: «Α, α! θα αποθάνωμεν, αγαπητέ (αγαπητέ ήτο η προσφιλής του προσφωνήσις), θα αποθάνωμεν ασφαλώς».
«Σεις -του είπα- έχετε ήδη την έμμονον ταύτην ιδέαν. Εγώ, όμως, αδίστακτως φρονώ ότι θα ζήσωμεν».
«-Συ μάλιστα θα ζήσεις, χρειάζεσαι».

Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος ενημερώνει τον λαό της Σμύρνης για την επικείμενη απελευθέρωσή της από τις ελληνικές δυνάμεις
Ήσαν αι τελευταίαι του λέξεις προς εμέ.»
Την στιγμήν εκείνην ανηγγέλθη ότι εστάλη προς παραλαβήν του άμαξα από τον διορισθέντα εν τω μεταξύ φρούραρχον Σαλήχ Ζακή, γνωστόν εις τον Μητροπολίτην Εφέσου, ανθρώπον, αγαθόν και ευνοϊκόν προς τους Έλληνας από την εν Δενιζλή υπηρεσίαν του. Ούτος, όπως ήδη εγράφη, εδέχθη φιλοφρόνως τον Χρυσόστομον, του είπεν ότι εφ’ όσον αυτός ήτο φρούραρχος κανείς χριστιανός δεν έπρεπε να φοβήται αντεκδικήσεις και του συνέστησε να γράψει (την ήδη αναφερθείσαν) εγκύκλιον προς το ποίμνιόν του να παραδώσει τα όπλα και τους τυχόν κρυπτόμενους παρ’ αυτού αξιωματικούς και στρατιώτας.

Πλήρης ελπίδων δια το ποίμνιόν του, επανήλθε στην μητρόπολη ο Χρυσόστομος, αλλά δεν διέρρευσαν μία ή δύο ώρες και εκλήθη από τον Νουρεντίν να εμφανιστεί ενώπιον αυτού δια να διαδραματισθούν εις το γραφείον τούτου και κατόπιν εις τον δρόμον και εις την πλατείαν του Τουρκιλίκ, όσα περιεγράφησαν ανωτέρω:
«Ο Νουρεντίν, λέγει ο αρχιεπίσκοπος, δεν εδέχθη τον χαιρετισμόν του Μητροπολίτου, αλλ’ επλησίασε αυτόν, του αφήρεσε το καλυμμαύχιόν του, το ετοποθέτησεν εις το γραφείον του και ασκεπή τον έφερεν εις τον εξώστην (του διοικητηρίου), κάτωθεν του οποίου πλήθη φανατικών Τούρκων εκραύγαζον, ζητούντα εκδίκησιν. Προς τα πλήθη ταύτα, αποτεινόμενος ο Νουρεντίν είπε:
«-Εγώ δεν κρίνω. Δεν αποφασίζω. Σεις καλύτερον από εμέ γνωρίζετε τον εχθρό και τον προδότη του έθνους μας. Αποφασίσετε ό,τι εγκρίνετε. Σας τον παραδίδω.
«Παρεδόθη, λοιπόν, εις τας χείρας ανόμων, ο πιστός του Κυρίου και του Έθνους Ιεράρχης. Σιωπών ως πρόβατον επί σφαγήν, δέχεται κολαφισμούς, εμπτυσμούς, δαρμούς, πληγάς, σύρεται εκ της γενειάδος εις τας οδούς και εις την τουρκικήν συνοικίαν του Τιρκιλίκ προσάγεται ως ο προκάτοχος ιερομάρτυς Πολύκαρπος εις τον τόπον του μαρτυρίου.
Ημείς οι εν τη μητρόπολει αναμένοντες, ουδεμίαν είχομεν γνώσιν των συμβαινόντων. Συνείχεν, όμως, ημάς η αγωνία, διότι εγνωρίζαμεν το αιμοβόρον της διαθέσεως του Νουρεντίν. Αργά την νύκτα ετόλμησα να εξέλθω εκ της θύρας του κωδωνοστασίου, δια να ερωτήσω τον μόνιμον από πολλού τουρκοκρήτα αστυνομικόν της Τραπέζης Αθηνών περί της τύχης του Αοιδίμου Γέροντός μου και των δημογερόντων. Η απάντησίς του ήτο:
«-Τον ιδικόν σας τον εξηφάνισαν αισχρώς (Σιζίν κινίν μπιρτσιμισλέρ)…»
Μου πρόσθεσε δε ότι αυτός έρριψεν κατά της κεφαλής του τρεις χαριστικάς βολάς, διότι ώκτειρε την ελεεινήν κατάστασίν του εις ην ηθέλησε να δώσει τέλος. Προσέθηκεν επίσης, ότι οι δύο δημογέροντες έσχον την ευθανασίαν της δια πυροβολισμόν τελέσεως.
Η ανώτερω, είναι η αληθής ιστορία του μαρτυρίου του Αειμνήστου Χρυσοστόμου λέγει ο Μακαριώτατος.
Η εξιστορήσις δε αυτή συμπίπτει και με την εξιστόρησιν του Αρχιμανδρίτου Κυρίλλου Ψύλλα.
«Κατά την προσφυγήν μας εις την Ελλάδα κατέληξεν ο ἀρχιεπίσκοπος καί εις τήν έπίσημον επιτροπήν εξακριβώσεως των Τουρκικών ωμοτήτων, στρατιώτης εκ Σμύρνης, διατελέσας αιχμάλωτος, και δραπετεύσας, κατέθεσεν ενώπιον της ολομελείας της επιτροπής, ενόρκως και εν επισήμω πρακτικό ότι αγγαρείαν εκτελών μετ’ άλλων αιχμαλώτων στρατιωτών, οδηγήθη εις την προ των στρατώνων του Διοικητηρίου της Σμύρνης παραλίαν και μετέφερε το εκεί ερριμένον άγιον λείψανον του Ιερομάρτυρός μας και έθαψεν αυτό εις το στάδιον όχι του «Πανιωνίου», αλλά του «Απόλλωνος». Ηρώτησα τότε αυτόν δια τα χαρακτηριστικά του προσώπου και εύρον ταύτα σύμφωνα με την πραγματικότητα. Εζήτησα να μάθω εάν έφερε τι διακριτικόν εις το στήθος του και μοι είπεν ένα μικρόν χρυσούν σταυρόν με χρυσήν άλυσιν και ότι επίτηδες αφήκαν τον σταυρόν, ίνα εν καιρώ αναγνωρισθεί το άγιον λείψανόν του. Το τελευταίον τούτο με έπεισε ότι, όντως, έτυχε ταφής ο ιερομάρτυς ημών…»

Εις τους στρατώνας είχαν συσσωρευθεί Έλληνες αιχμάλωτοι στρατιώται, από τους οποίους ένας, ο ονόματι Δημήτριος Μπεζεριάνος, προσέφερε πολύτιμον μαρτυρίαν, δια το τέλος τού αειμνήστου Χρυσοστόμου.
Οι στρατώνες εσχημάτιζαν μέγα τετράγωνον κενόν δια τας άσκήσεις και εις το οποίον έβλεπαν τα κιγκλιδόφρακτα τα παράθυρα των κτηρίων που εχρησίμευσαν ως θάλαμοι, γραφεία κ.λ.π. Εις ένα των θαλάμων τούτων ευρίσκοντο οι Έλληνες στρατιώται, όταν ήκουσαν τον θόρυβο μηχανής αυτοκινήτου και είδαν φορτηγόν αυτοκίνητον εξ εκείνων που εχρησιμοποιεί ο ελληνικός στρατός και περιήλθε εις τουρκικάς χείρας, να διατρέχει των κενόν χώρον των στρατώνων σύρον δεμένον από τα πόδια με σκοινί μήκους τεσσάρων μέτρων ένα πτώμα. Ήτο το πτώμα ανθρώπου που έφερε ράσον και εσύρετο με την πλάτην.
Το αυτοκίνητον, αφού διέτρεξε πλείστακις το τετράγωνον, κατηυθύνθη κατόπιν εις την προ της παραλίας πλευράν των στρατώνων, όπου ο οδηγός του συνέχισε να σύρει το πτώμα του κληρικού. Καθώς δε διήρχετο κάτω από τα παράθυρα των Ελλήνων αιχμαλώτων, επρόσεξεν ο Μπεζεριάνος τον διαπομπευόμενον νεκρόν κληρικόν και είδεν ότι επρόκειτο περί του Χρυσοστόμου, τον οποίον εγνώρισε από δύο επισκέψεις του εις την Μητρόπολιν. Τέλος, το φορτηγόν εξηφανίσθη.
Όπως αναφέρεται και ανωτέρω εις την εξιστόρησιν του Μακ. Αρχιεπισκόπου καί εις την εξιστόρησιν του Αρχιμανδρίτου Κυρίλλου Ψύλλα, στρατιώτης διατελέσας αιχμάλωτος και δραπέτευσας, κατέθεσε ενόρκως εις την επιτροπήν εξακριβώσεως των τουρκικών ωμοτήτων, ότι αυτός και άλλοι αγγαρευθέντες, παρέλαβαν το ερριμμένον εις την προ των στρατώνων της Σμύρνης παραλίαν, σώμα του Ιερομάρτυρος και το έθαψαν εις το γήπεδον του συλλόγου «Απολλων». Ώστε και εις το σημείον τούτο υπάρχει σύμπτωσις εξιστορήσεως και συνεπώς πλήρης εξακρίβωσις του γεγονότος.
Ο ζήσας τας τελευταίας ώρας της Σμύρνης, ιατρός Μιχ. Ευκλείδης, αναφέρει εις το ημερολόγιόν του, υπό ημερομηνίαν 28 Αυγούστου,
«Εις την εξώθυραν των εκκλησιών και ετοιχοκολλήθη σήμερον μία προκήρυξις του Χρυσοστόμου περιέχουσα παραινέσεις προς το ποίμνιόν του και διαβιβάζουσα τας διαταγάς της στρατιωτικής διοικήσεως της τουρκικής κατοχής. Ποίος ημπορούσε να μαντεύσει το μαρτυρικόν τέλος του Εθνομάρτυρος πολύπαθους Μητροπολίτου. Ποίος θα εφαντάζετο ότι τούτο θα ήτο το τελευταίον του έγγραφον προς το ποίμνιόν του;»
Ήτο η εγκύκλιος που ο Εθνομάρτυς συνέταξε την προηγουμένην μετά την επιστροφήν του από το Φρουραρχείον με τον αδελφόν του Ευγένιον.
Δημοσιεύεται στο methormisakathektou.blog
