5-6-2024
Ο Καθηγητής Νομικής Γεώργιος Ανθρακεύς, ειδικός επί θεμάτων οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών και θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού μας παραθέτει τις ενδιαφέρουσες απόψεις του στο ακόλουθο κείμενο.
Γράφει ο Δρ Νομικής Γεώργιος Ανθρακεύς*

Η αποκλειστική οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Λουξεμβούργο
Οι ιδρυτικές Συνθήκες της ΕΕ συμπληρώνονται, ως εφαρμογή του δικαίου, από το παράγωγο ή δευτερογενές δίκαιο, τις διεθνείς συμφωνίες ή αλλιώς μικτές συμφωνίες και την νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ. Ειδικά οι διεθνείς ή μικτές συμφωνίες είτε συνομολογούνται με τρίτες χώρες βλ. ΕΟΚ-Τουρκία το 1963 είτε ΕΕ και Αλβανία το 2009 ή με διεθνείς οργανισμούς (π.χ. ΟΗΕ στα πλαίσια της επικύρωσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας του 1982 ) αποτελούν ως sui generis ενωσιακό δίκαιο αναπόσπαστο τμήμα του δικαίου της ΕΕ.
H Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) των Κρατών-Μελών της ΕΕ είναι κατ’ επέκταση και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Και υπ’ αυτό το πρίσμα τίθεται το νομικό -και πολιτικό- ζήτημα όταν συμμετέχει σε θαλάσσια διαφορά χώρα μέλος της ΕΕ Βλ. Ελληνική Δημοκρατία και Κυπριακή Δημοκρατία όπου αναγνωρίζεται επισήμως στο άρθρο 4 της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ (ΣΛΕΕ) η συντρέχουσα αρμοδιότητα μεταξύ της ΕΕ και των χωρών μελών της ΕΕ τότε είναι υποχρεωτική και η σύμπραξη της ΕΕ στην όλη διαδικασία οριοθέτησης κάθε Κράτους-Μέλους τόσο μεταξύ τους όσο και με τρίτα προς αυτήν Κράτη, δοθέντος ότι έχει, από πλευράς έννομων συνεπειών, την ίδια νομική σημασία και αξία η σύμπραξή της και στην διαδικασία οριοθέτησης της μεταξύ Κρατών-Μελών, όπως συνέβη προσφάτως με την συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας-Ιταλίας. Επιπλέον, το άρθρο 34 παράγραφος 1 του κανονισμού λειτουργίας του διεθνές δικαστηρίου της Χάγης δεν επιτρέπει την συμμετοχή υπερεθνικής νομικής οντότητας όπως είναι η ΕΕ σε διαδικασία οριοθέτησης θαλάσσιας ζώνης ΑΟΖ χώρας μέλους της ΕΕ και δια του τρόπου αυτού καθίσταται «de jure» αποκλειστική οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών Κράτους- Μέλους της ΕΕ στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Λουξεμβούργο (ΔΕΕ). Προς επίρρωση της παραπάνω νομικής άποψης, η Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας του 1982 κατέστη sui generis κοινοτικό δίκαιο τον Ιούνιο του 1998, διότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα προέβη εξ’ ονόματος της ΕΕ στην επικύρωση της Σύμβασης αυτής σε συνέχεια των εγγράφων εξουσιοδοτήσεων που κατατέθηκαν από τα κράτη μέλη και ως εκ τούτου δεσμευτικό κοινοτικό κεκτημένο για όλες τις χώρες μέλη της ΕΕ.
Στα άρθρα της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας του 1982 προβλέπονται ρητώς νομικές έννοιες όπως η ΑΟΖ ή η Υφαλοκρηπίδα προβλέπονται και οι τρόποι καθορισμού αλλά και το εύρος αυτών. Στους τρόπους αυτούς το άρθρο 282 της Σύμβασης προβλέπει ρητώς και τη δικαστική διαδικασία ενώπιον του ΔΕΕ εφόσον μία χώρα της Σύμβασης ανήκει ταυτοχρόνως και σε περιφερειακή ένωση κρατών όπως είναι σήμερα η ΕΕ. Αναπόδραστα συνάγεται ότι η Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας του 1982 πλέον ως ενωσιακό δίκαιο κατατάσσεται υπεράνω του παραγώγου ή δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου με άμεση και προφανή συνέπεια την υποχρεωτική συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εξ’ ονόματος της ΕΕ λόγω της συντρέχουσας αρμοδιότητας στην διαδικασία οριοθέτησης θαλάσσιας ζώνης και της αναγνώρισης της αποκλειστικής δικαστικής αρμοδιότητας του ΔΕΕ για ζητήματα που θα αναφύονται εφεξής σχετικά με την ερμηνεία αλλά και το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας ως sui generis κοινοτικό δίκαιο. Σύμφωνα με το άρθρο 216 της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ (ΣΛΕΕ:) 1. Η Ένωση μπορεί να συνάπτει συμφωνία με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς όταν το προβλέπουν οι Συνθήκες ή όταν η σύναψη συμφωνίας είναι αναγκαία για την επίτευξη, στο πλαίσιο των πολιτικών της Ένωσης, ενός εκ των στόχων που καθορίζονται από τις Συνθήκες, ή προβλέπεται σε νομικά δεσμευτική πράξη της Ένωσης ή ακόμη ενδέχεται να επηρεάσει κοινούς κανόνες ή να μεταβάλει την εμβέλειά τους. 2. Οι συμφωνίες που συνάπτει η ΕΕ δεσμεύουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και τα κράτη μέλη.
Από τα παραπάνω προκύπτει σαφώς ότι η ΕΕ είναι νομική προσωπικότητα και ως εκ τούτου υποκείμενο διεθνούς δικαίου ικανό να διαπραγματεύεται και να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες στο όνομά του, δηλαδή διαθέτει αρμοδιότητες (ή εξουσίες) σε αυτό τον τομέα οι οποίες της έχουν ανατεθεί με τις ιδρυτικές Συνθήκες. Η ΕΕ, κατά την διάταξη του άρθρου 47 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ), έχει δική της νομική προσωπικότητα, η οποία την καθιστά αυτοτελή νομική οντότητα. Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να επισημανθεί ότι ούτε στο πλαίσιο της θεωρίας ούτε στο πλαίσιο της νομολογίας, τόσο του ΔΕΕ όσο και των Δικαστηρίων των Κρατών-Μελών, έχουν αναδειχθεί επαρκώς οι νομικές και πολιτικές επιπτώσεις και, πρωτίστως, τα πλεονεκτήματα, που η αυτοτελής νομική οντότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης παράγει προς όφελός της και προς όφελος των Κρατών-Μελών της ΕΕ. Ιδίως δε προς την κατεύθυνση της επιτάχυνσης της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.
Εάν το αντικείμενο μιας διεθνούς συμφωνίας δεν εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ, η συμφωνία πρέπει να υπογραφεί και από τις χώρες της ΕΕ. Αυτές είναι γνωστές ως «μεικτές συμφωνίες». Η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΕΕ και των χωρών της ΕΕ μεταφέρεται επίσης και σε διεθνές επίπεδο. Έτσι, όταν η ΕΕ διαπραγματεύεται και συνάπτει μια διεθνή συμφωνία, εφόσον έχει λάβει προηγουμένως την γραπτή έγκριση των χωρών μελών της ΕΕ (Βλ. Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας του 1982) στην περίπτωση αυτή διαθέτει συντρέχουσα αρμοδιότητα με τις χώρες μέλη της ΕΕ. Σε περίπτωση που έχει αποκλειστική αρμοδιότητα, η ΕΕ είναι η μόνη που μπορεί να διαπραγματεύεται και να συνάπτει συμφωνία χωρίς να λάβει προηγουμένως την γραπτή έγκριση των χωρών μελών της ΕΕ (Βλ. Συμφωνία περί παγκοσμίου εμπορίου). Το άρθρο 3 της ΣΛΕΕ διευκρινίζει τους τομείς στους οποίους η ΕΕ διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα για τη σύναψη διεθνών συμφωνιών, συμπεριλαμβανομένων εμπορικών συμφωνιών .
Σε άμεση αλληλουχία με τα παραπάνω το ΔΕΚ στην υπόθεση Demirel κατά δήμου Schwäbisch Gmünd, C- 12/86, της 30ής Σεπτεμβρίου 1987 αποφάσισε ότι η ήταν αρμόδιο για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 7 και 12 της συμφωνίας συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας της 12ης Σεπτεμβρίου 1963 και του άρθρου 36 του πρόσθετου πρωτοκόλλου. Εν προκειμένου τόνισε ότι όταν πρόκειται για συμφωνία συνδέσεως που δημιουργεί ιδιαίτερους και προνομιακούς δεσμούς με τρίτο κράτος όπως η Τουρκία που, τουλάχιστον εν μέρει, μετέχει του κοινοτικού συστήματος, το άρθρο 238 της Συνθήκης ΕΟΚ παρέχει κατ’ ανάγκη στην Κοινότητα αρμοδιότητα να διασφαλίζει την τήρηση των δεσμεύσεων έναντι τρίτων κρατών σε όλους τους τομείς που καλύπτονται από τη παρούσα Συνθήκη. Επομένως, δεν τίθεται το ζήτημα αν το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να ερμηνεύει διατάξεις μικτής συμφωνίας που περιέχει δέσμευση την οποία μόνο τα κράτη μέλη μπορούν να αναλάβουν στο πλαίσιο των ιδίων τους αρμοδιοτήτων, όπως δέχτηκε το Δικαστήριο με την απόφαση του της 26ης Οκτωβρίου 1982 (Kupferberg, 104/81, Συλλογή 1982, σ. 3641), τα κράτη μέλη, διασφαλίζοντας την τήρηση των δεσμεύσεων που πηγάζουν από συμφωνία που έχουν συνάψει τα κοινοτικά όργανα, εκπληρώνουν, στο πλαίσιο της κοινοτικής τάξεως, υποχρέωση έναντι της Κοινότητας, η οποία έχει αναλάβει την ευθύνη για την καλή εκτέλεση της συμφωνίας.
Η Εφαρμογή του άρθρου 273 ΣΛΕΕ στην περίπτωση οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου:
Επί του θέματος που έχει ανακύψει, σχετικά με τον τρόπο καθορισμού ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος-Κύπρου βάσει του άρθρου 273 της ΣΛΕΕ παρατίθενται οι ακόλουθες σκέψεις:
Είναι πρόδηλο ότι το ΔΕΕ μπορεί, εκ της αρμοδιότητάς του, εφόσον υπάρξει απόφαση οριοθέτησης ΑΟΖ Ελλάδος και Κύπρου επί τη βάσει συνυποσχετικού όπως προβλέπεται στο άρθρο 273 της ΣΛΕΕ. Η παραπάνω νομική ενέργεια επιβάλλεται αλλά διευκολύνεται και από το άρθρο 344 ΣΛΕΕ, βάσει του οποίου προβλέπεται ότι «Τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μη ρυθμίζουν διαφορές σχετικές με την ερμηνεία ή την εφαρμογή των Συνθηκών κατά τρόπο διάφορο από εκείνον που προβλέπουν οι ιδρυτικές Συνθήκες της ΕΕ», δηλαδή οιαδήποτε προσφυγή κατατίθεται αποκλειστικά στο .ΔΕΕ.
Όπως ήδη ελέχθη, το άρθρο 282 της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας του 1982 σχετικά με υποχρεώσεις δυνάμει γενικών, περιφερειακών ή διμερών συμφωνιών) βάσει του οποίου «Αν κράτη μέρη τα οποία είναι μέρη σε διαφορά σχετικά με την ερμηνεία ή εφαρμογή της παρούσας σύμβασης έχουν συμφωνήσει, μέσω γενικής περιφερειακής ή διμερούς συμφωνίας ή άλλως ότι μια τέτοια διαφορά, θα υποβάλλεται με αίτηση οποιουδήποτε μέρους στη διαφορά σε διαδικασία η οποία συνεπάγεται δεσμευτική απόφαση, η διαδικασία αυτή θα εφαρμόζεται αντί των διαδικασιών που προβλέπονται στο παρόν μέρος εκτός αν τα μέρη συμφωνούν διαφορετικά. Η προαναφερόμενη γενική περιφερειακή συμφωνία αντανακλά σε οργανισμούς όπως η ΕΕ.
Βασικός πυλώνας της λειτουργίας του ΔΕΕ στο Λουξεμβούργο αποτελεί το άρθρο 19 παρ. 1 ΣΕΕ, με το οποίο καθορίζεται ότι «το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των ιδρυτικών Συνθηκών». Εδώ υπονοείται και η ερμηνεία / εφαρμογή των προβλέψεων των ιδρυτικών Συνθηκών, όπως αυτές συμπληρώνονται από άλλες μορφές ενωσιακού δικαίου (π.χ. παράγωγο ή δευτερογενές ή διεθνείς συμφωνίες). Ακόμα καθορίζεται ότι «Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται σύμφωνα με τις Συνθήκες:
Κατάλληλη αιτιολογία / επιχειρηματολογία για προσφυγή στο ΔΕΕ μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου αποτελούν ο καθορισμός της ΑΟΖ (προτιμώμενη), η αλιεία (προτιμώμενη) και η ενέργεια (υποθαλάσσιοι ενεργειακοί πόροι) (προτιμώμενη), βάσει του άρθρου 4 ΣΛΕΕ.
Η επιλογή του καθορισμού ΑΟΖ και της αλιείας εκτιμώνται ως απολύτως ορθές καθόσον το άρθρο 3 ΣΕΕ προβλέπει ότι «Η Ένωση έχει σκοπό να προάγει την ειρήνη, τις αξίες της και την ευημερία των λαών της» και ότι «.Η Ένωση εγκαθιδρύει εσωτερική αγορά. Εργάζεται για την αειφόρο ανάπτυξη της Ευρώπης με γνώμονα την ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη και τη σταθερότητα των τιμών, την κοινωνική οικονομία της αγοράς με υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας, με στόχο την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική πρόοδο, και το υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος. Προάγει την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο». Επίσης ότι «Η Ένωση προάγει την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών».
Δυνατότητα προσφυγής στο ΔΕΕ παρέχεται από τα άρθρα 259 και 273 ΣΛΕΕ. Το άρθρο 259 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι «Κάθε κράτος μέλος δύναται να προσφύγει στο Δικαστήριο, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν κρίνει ότι άλλο κράτος μέλος έχει παραβεί υποχρέωσή του εκ των ιδρυτικών Συνθηκών». Στην περίπτωση αυτή διαπιστώνεται ουσιαστική παράβαση ή σοβαρή διάσταση των νομικών απόψεων των αντιδίκων.
Αντιστοίχως, το άρθρο 273 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι «Το ΔΕΕ είναι αρμόδιο επί οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ των κρατών μελών, συναφούς με το αντικείμενο των ιδρυτικών Συνθηκών, αν η διαφορά αυτή του υποβληθεί δυνάμει συνυποσχετικού».
Εδώ υπονοείται ήσσονος σημασίας διαφορά, που μπορεί να αποκληθεί, ως εκκρεμότητα. Κρίσιμο στοιχείο στο άρθρο 273 της ΣΛΕΕ αποτελεί ό όρος «συναφούς» , ο οποίος σύμφωνα με την υπόθεση Αυστρία κατά Γερμανίας του 2017 πρέπει να νοείται ως σύνδεσμος (άρα και ως έμμεση σχέση) και όχι απαραίτητα ως σχέση ταυτότητας όπως είναι υποχρεωτικά στο άρθρο 259 της ΣΛΕΕ όπου η παραβίαση του ενωσιακού δικαίου εδράζεται στις ιδρυτικές Συνθήκες της ΕΕ.
Στην περίπτωση προσφυγής δια συνυποσχετικού διαιτησίας του άρθρου 273 της ΣΛΕΕ για τον καθορισμό ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου, υφίσταται έμμεση σχέση (συνάφεια / σύνδεσμος) με τις ιδρυτικές Συνθήκες, διότι η Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας του 1982 κατέστη ενωσιακό δίκαιο τον Ιούνιο του 1998 και δια του λόγου αυτού υφίσταται συνάφεια με τις ιδρυτικές Συνθήκες της ΕΕ δια συμπληρώσεως αυτών. Η περίπτωση αυτή μπορεί κατ΄ αναλογία να αναχθεί στην υπόθεση Αυστρίας κατά Γερμανίας του 2017, κατά την οποία το ΔΕΕ αποδέχθηκε την αποφυγή διπλής φορολόγησης μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ λόγω συνάφειας / συνδέσμου με τις ιδρυτικές Συνθήκες αυτής. Επισημαίνεται ότι η φορολογική πολιτική είναι αρμοδιότητα των κρατών-μελών. Εντούτοις, το ΔΕΕ θεώρησε ότι στην περίπτωση αυτή παραβιάσθηκε η θεμελιώδης αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών εντός της ΕΕ (άρθρο 3 ΣΕΕ).
Αναφορικά με την περίπτωση προσφυγής δια συνυποσχετικού διαιτησίας του άρθρου 273 της ΣΛΕΕ για το θέμα της αλιείας αλλά και της ενέργειας δηλ. των υποθαλάσσιων ενεργειακών πόρων η υπόθεση νομικά είναι απλούστερη καθόσον υπάρχει ταύτιση και άμεση σχέση με τις ιδρυτικές Συνθήκες της ΕΕ, αφού γίνεται σαφής αναφορά για το θέμα της αλιείας, και της ενέργειας δηλ. των υποθαλάσσιων ενεργειακών πόρων στο άρθρο 4 ΣΛΕΕ.
Τέλος, αναφορικά με την υπόθεση Σλοβενίας κατά Κροατίας του 2021, υπ’ αριθμ. C-457/18, το ΔΕΕ σωστά δήλωσε αναρμοδιότητα, καθόσον το θέμα αφορούσε καθορισμό χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων. Το ΔΕΕ στο Λουξεμβούργο καθορίζει θαλάσσιες ζώνες, δηλ. ΑΟΖ στο πλαίσιο της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας του 1982 που κατέστη ενωσιακό δίκαιο από τον Ιούνιο του 1998, και όχι εθνικά θαλάσσια σύνορα που είναι αποκλειστική αρμοδιότητα των χωρών μελών της ΕΕ, διότι τα εθνικά θαλάσσια σύνορα αφορά την εθνική κυριαρχία και είναι αποκλειστική αρμοδιότητα αυτών στον τρόπο καθορισμού ενώ η θαλάσσια ζώνη δηλ. η ΑΟΖ αφορά κυριαρχικό δικαίωμα σε θαλάσσια επικράτεια με αμιγή οικονομικό λειτουργικό χαρακτήρα που υπόκειται σε περιορισμούς χρήσεως και δικαιωμάτων αυτής από το παράκτιο κράτος.
*Γεώργιος Ανθρακεύς, Δρ. Νομικής Πανεπιστημίου του Αμβούργου μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών, Δικηγόρος Αθηνών και υποψήφιος ευρωβουλευτής με την ΝΙΚΗ.
Το άρθρο εκφράζει προσωπικές απόψεις και εκτιμήσεις του συντάκτη
