Η πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

6-5-2024

Γράφει ο Παναγιώτης Γέροντας, Ιστορικός-Συγγραφέας

Μετά τον θάνατο του Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου (1341), ανέβηκε στον θρόνο ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος, ο οποίος ήταν εννιά ετών. Την επιτροπεία του και την διοίκηση του κράτους ανέλαβε ο μέγας δομέστικος Ιωάννης Καντακουζηνός. Απέναντι του βρέθηκαν η βασιλομήτωρ Άννα της Σαβοΐας, ο πατριάρχης Ιωάννης Καλεκάς και ο μεγαδούκας Αλέξιος Απόκαυκος. Αυτή η αντίθεση οδήγησε σε έναν μακροχρόνιο εμφύλιο πόλεμο στον οποίο αναδύθηκαν όχι μόνο θεολογικές αλλά και κοινωνικές αντιθέσεις (για όλα αυτά μπορείτε να διαβάσετε εδώ).

Ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός προεδρεύει σε σύνοδο του 1351 για τον Ησυχασμό (Χειρόγραφο του 1370-75).

Αυτές οι εμφύλιες συγκρούσεις έδωσαν την ευκαιρία στον Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Δουσάν να επεκτείνει το κράτος του εις βάρος του Βυζαντίου οραματιζόμενος την συγκρότηση ενός ελληνοσερβικού κράτους. Ο ίδιος στέφθηκε στα Σκόπια “Αυτοκράτωρ Σερβίας και Ρωμανίας”. Παράλληλα η οικονομική αφαίμαξη από τους Λατίνους συνεχιζόταν.

«Το απομεινάρι στο οποίο είχε καταντήσει η βυζαντινή αυτοκρατορία μαστιζόταν ακόμη και από μια τεράστια οικονομική καχεξία, απότοκο των προνομίων που είχαν χορηγηθεί στους ξένους εμπόρους. Χαρακτηριστικά λέει ο Νικηφόρος Γρηγοράς ότι εκείνοι μεν (οι Λατίνοι – Γενοβέζοι) εισέπρατταν από τους φόρους διακόσιες περίπου χιλιάδες νομισμάτων, ενώ οι Βυζαντινοί μόλις και μετά βίας τριάντα. Για να αποσείσει τον ασφυκτικό οικονομικό εναγκαλισμό τους, ο Καντακουζηνός σοφίστηκε να μειώσει τους δασμούς των πλοίων που κατέπλεαν στο βυζαντινό λιμάνι της Κωνσταντινουπόλεως, ενισχύοντας έτσι την εμπορική και ναυτιλιακή του κίνηση και αυξάνοντας τα βυζαντινά έσοδα σε βάρος των Γενοβέζων. Συγχρόνως επιδόθηκε στην ναυπήγηση πολεμικών πλοίων για να συγκροτήσει αξιόμαχο ναυτικό. Τα μέτρα, όμως, αυτά ήταν επικίνδυνα για τους Γενοβέζους, πόλεμος εξερράγη και το αποτέλεσμά του ήταν η ήττα των Βυζαντινών (1349)» (Ι. Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, σελ 258).

Η πιο τραγική συνέπεια του εμφυλίου πολέμου όμως, ήταν ότι οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές χρησιμοποίησαν ξένες δυνάμεις για να πετύχουν τον σκοπό τους. Οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι τάχθηκαν με το μέρος του Παλαιολόγου, οι Οθωμανοί Τούρκοι με τον Καντακουζηνό. «Η πρώτη εγκατάσταση των Οθωμανών Τούρκων στην Ευρώπη συνήθως συνδέεται με το όνομα του Ιωάννου Καντακουζηνού, ο οποίος συχνά  ζητούσε την υποστήριξή τους εις τον κατά του Ιωάννου Παλαιολόγου αγώνα του. Ο Καντακουζηνός πάνδρεψε ακόμη και την κόρη του με τον Σουλτάνο Orkhan. Ύστερα από παράκληση του Καντακουζηνού, οι Τούρκοι, ως σύμμαχοί του, λεηλάτησαν την Θράκη πολλές φορές. […] Είναι δυνατόν οι πρώτες εγκαταστάσεις των Τούρκων στην χερσόνησο της Καλλιπόλεως να έλαβαν χώρα εν γνώσει του Καντακουζηνού και κατόπιν εγκρίσεώς του. Ο ίδιος Βυζαντινός ιστορικός [σ.σ. ο Νικηφόρος Γρηγοράς] γράφει ότι ενώ εγίνετο μια Χριστιανική Ακολουθία στην Αυτοκρατορική εκκλησία, οι Οθωμανοί στους οποίους είχε επιτραπεί να εισέλθουν στην πρωτεύουσα εχόρευαν και τραγουδούσαν κοντά στα ανάκτορα “απαγγέλλοντας με ακατανόητες κραυγές τα τραγούδια και τους ύμνους του Μωάμεθ, αναγκάζοντας έτσι το πλήθος να ακούει αυτούς μάλλον παρά τα Θεία Ευαγγέλια”» (A.A. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Μπεργαδή, τομ. Β’, σελ 772 – 773).

Τουρκικές εγκαταστάσεις στην Ευρώπη υπήρχαν κατά πάσα πιθανότητα από τις αρχές της βασιλείας του Καντακουζηνού. Αυτές δεν φαίνονταν επικίνδυνες και ήταν υπό βυζαντινή εξουσία. Το 1354 όμως, οι Τούρκοι κατέλαβαν το φρούριο Τζύμπη. Ο Καντακουζηνός προσπάθησε να δωροδοκήσει τους Τούρκους για να εκκενώσουν το φρούριο, αλλά απέτυχε. Το 1354 πραγματοποιήθηκε μεγάλος σεισμός που έπληξε την νότια πλευρά της Θράκης καταστρέφοντας πολλές πόλεις και χωριά. Οι Τούρκοι προωθήθηκαν και κατέλαβαν την Καλλίπολη, την οποία οχύρωσαν και ενίσχυσαν με φρουρά. Η Καλλίπολη εξελίχθηκε σε σημαντικό στρατηγικό κέντρο των Τούρκων που θα ήταν στην συνέχεια και η βάση τους για την μετέπειτα επέκτασή τους στην Ευρώπη.

Απομεινάρια του κάστρου Τζύμπη

Ο Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος ως Αυτοκράτορας (1425 – 1448), δεν σταμάτησε ποτέ να αγωνίζεται για τη διοργάνωση νέας Σταυροφορίας, ενώ συνέχισε και τη σταθερή Παλαιολόγεια πολιτική ενίσχυσης του Μυστρά, ο οποίος κατέστη ένα προπύργιο ελληνικού πολιτισμού και αναγέννησης (περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ).  Ο Ιωάννης κατάφερε να πείσει τη Παπική Εκκλησία για τη σύγκληση ενός συμβουλίου για την ένωση των Εκκλησιών. Δυστυχώς αυτά δεν είχαν κανένα πρακτικό αποτέλεσμα και οι σταυροφορίες που οργανώθηκαν από τον Πάπα με τους Ούγγρους Λαδισλάο και Ουνυάδη, καθώς και το Σέρβο Μπράνκοβιτς, μετά από κάποιες αρχικές επιτυχίες κατά των Τούρκων, κατέληξαν σε διαδοχικές τραγικές ήττες στη Βάρνα (1444) και στο Κόσοβο (1448).

Ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος σε τοιχογραφία του B. Gozzoli στο Παλάτι των Μεδίκων στη Φλωρεντία.

«Μόνο στο Δεσποτάτο του Μωρέως τα πράγματα δείχνανε να πηγαίνουν στο καλύτερο. Το 1427, ο κόμης της Κεφαλληνίας και Ηπείρου Κάρολος Τόκκος είδε τον στόλο του να καταστρέφεται από τους Βυζαντινούς και τον επόμενο χρόνο πάντρεψε την ανηψιά του με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, έναν από τους τέσσερις νεότερους αδερφούς του Ιωάννη Η’, που ενεργούσαν ως δεσπότες του Μυστρά, και της έδωσε ως προίκα της πελοποννησιακές του κτήσεις. Ο δραστήριος Κωνσταντίνος κατόρθωσε στην συνέχεια να καταλάβει την Πάτρα (1430). Παράλληλα, ο αδερφός του Κωνσταντίνου Θωμάς νίκησε τον αραγωνέζο πρίγκηπα Κεντουριόνε Ζακκαρία, ο οποίος, με την σειρά του, τού  έδωσε για γυναίκα την κόρη του μαζί με όλες τις δικές του κτήσεις στον Μωριά. Το 1430 όλος ο Μωριάς με εξαίρεση τα λιμάνια της Μεθώνης, της Κορώνης και Ναυπλίου ήταν στα χέρια των Βυζαντινών» (J.J. Norwich, Σύντομη Ιστορία του Βυζαντίου, εκδ. Γκοβόστη, σελ 272-3).

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος συνέχισε την κατακτητική του πορεία στην Ελλάδα. Το 1444, εισέβαλε στο λατινικό Δουκάτο των Αθηνών. Γρήγορα κατέκτησε τη Θήβα και την Αθήνα, αναγκάζοντας τον Φλωρεντινό δούκα Νέριο Β΄ Ατσαγιόλι, υποτελή του Οθωμανού σουλτάνου, να του αποδώσει φόρο υποτέλειας. Το 1445, ο Κωνσταντίνος εξόρμησε με στράτευμα λίγων Ελλήνων, αρκετών Αρβανιτών και 300 Φράγκων που του έστειλε ο σύμμαχός του Φίλιππος Γ΄ της Βουργουνδίας και έφτασε νικηφόρα ως την Πίνδο, όπου Βλάχοι κι Αλβανοί τον υποδέχτηκαν σαν ελευθερωτή. Οι ελπίδες για αναγέννηση του Ελληνισμού διαψεύστηκαν, όταν ο σουλτάνος Μουράτ Β’ εξαπέλυσε εκστρατεία εναντίον της Πελοποννήσου και με το πυροβολικό του κατέστρεψε το Εξαμίλι (1446), λεηλάτησε την περιοχή και συμφώνησε με τους δεσπότες του Μωρέως (Θωμά και Κωνσταντίνο) ότι το Δεσποτάτο θα παρέμενε υπό την εξουσία των Παλαιολόγων με αντάλλαγμα καταβολή φόρου.

Το Δεσποτάτο του Μυστρά το 1450

Στις 6 Ιανουαρίου 1449, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στέφθηκε “αυτοκράτορας των Ρωμαίων και Βασιλεύς των Ελλήνων” στον Μυστρά. Στους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής του ζήτησε να αυξηθούν οι φόροι στα εισαγόμενα από τους Βενετούς προϊόντα και εκείνοι αναζήτησαν συμμαχία στον Μωάμεθ Β’. Ο Μωάμεθ από την άλλη προχώρησε στην ανέγερση του Ρούμελι Χισάρ που ολοκληρώθηκε το 1452. Χρησιμοποιήθηκε για τον έλεγχο του περάσματος μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και της Θάλασσας του Μαρμαρά. Το κάστρο βρίσκεται στο στενότερο σημείο του Βοσπόρου, επί της ευρωπαϊκής πλευράς της Κωνσταντινούπολης.

Η Δύση και οι ιταλικές πόλεις αποφάσισαν πολύ αργά να βοηθήσουν. Τα βενετσιάνικα πλοία απέπλευσαν από την Βενετία μόλις στις 20 Απριλίου του 1453. Η Κωνσταντινούπολη ωστόσο βρήκε έναν πολύτιμο αγωνιστή στο πρόσωπο του Γενοβέζου Τζιοβάνι Τζουστινιάνι Λόγγο (Giovanni Giustiniani Longo, 1418 – 1 Ιουνίου 1453), εξελληνισμένα Ιουστινιάνης, ο οποίος έδρασε επικεφαλής ενόπλου τμήματος 700 Γενουατών. Ο θανάσιμος τραυματισμός του επιτάχυνε την πορεία της πτώσης της πόλης. Το πυροβολικό του Μωάμεθ ήταν καταστροφικό αλλά οι υπερασπιστές της Πόλης επιδιόρθωναν τις καταστροφές.

«Η μεγάλη Ακολουθία εκεινής της βραδιάς, η οποία πρέπει να κατέχει ξεχωριστή θέση στην Ιστορία, ήταν η τελευταία Ακολουθία που έλαβε χώρα στην Εκκλησία της Αγίας Σοφίας… Ο Αυτοκράτωρ και όσοι από τους αρχηγούς μπορούσαν ήσαν παρόντες και το κτήριο για μία ακόμη φορά – την τελευταία- γέμισε από πιστούς Χριστιανούς. […] Ο Πατριάρχης και ο Καρδινάλιος, το πλήθος των ιερέων που εκπροσωπούσαν τόσο την Ανατολική όσο και την Δυτική Εκκλησία, ο Αυτοκράτωρ και οι ευγενείς – τα τελευταία υπολείμματα της άλλοτε μεγαλοπρεπούς και γενναίας αριστοκρατίας του Βυζαντίου – ιερείς και στρατιώτες, όλοι μαζί, ευρίσκονταν εκεί ανακατεμένοι. Κωνσταντινουπολίτες, Ενετοί και Γενουάτες ήσαν όλοι  παρόντες, αντιλαμβανόμενοι την απώλεια που πλησίαζε και αισθανόμενοι ότι μπροστά στον επικείμενο κίνδυνο, οι ανταγωνισμοί που τόσα χρόνια τους είχαν απασχολήσει, ήταν πολύ μικροί για να αξίζουν κάποιας προσοχής. Ο Αυτοκράτωρ και η ακουλουθία του μετέλαβαν των Αχράντων Μυστηρίων και αποχαιρέτησαν τον Πατριάρχη» (Sir Edwin Pears, The Destruction Of The Greek Empire And The Story Of The Capture Of Constantinople By The Turks, σελ 330-1).

Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης σε γαλλική μικρογραφία του Jean Le Tavernier μετά το 1455

Η μοιραία ώρα είχε όμως έρθει.

«… ο συνεχής βομβαρδισμός της πόλεως, που δεν διεκόπη αρκετές εβδομάδες καθόλου, εξήντλησε τελείως τον πληθυσμόν· άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ιερείς, μοναχοί και μοναχές προσπαθούσαν νύχτα και μέρα, κάτω από τα πυρά του πυροβολικού να επανορθώσουν τις πολυάριθμες ρωγμές του τείχους. Η πολιορκία είχε ήδη κρατήσει πενήντα μέρες. Οι διαδόσεις που έφθαναν μέχρι τον Σουλτάνο – πιθανόν ψεύτικες – για την δυνατή άφιξη του Χριστιανικού στόλου προς ενίσχυση της πόλεως, ηνάγκασαν τον Μωάμεθ να επισπεύσει το τελικό κατά της Κωνσταντινουπόλεως κτύπημα» (A.A. Vasiliev, ο.π. σελ 815).

Την Τρίτη το βράδυ 28 προς 29 Μαΐου (μεταξύ μία και δύο) πραγματοποιηθήκαν οι επιθέσεις του Μωάμεθ. Παρ’όλο που στις επιθέσεις ήταν περισσότεροι αριθμητικά, οι Βυζαντινοί τους απώθησαν αρκετές φορές προκαλώντας τους τρομερές απώλειες. Οι δύο πρώτες επιθέσεις αποκρούστηκαν. Όμως ο Μωάμεθ οργάνωσε πολύ προσεκτικά την τρίτη και τελευταία επίθεση. Με ιδιαίτερη επιμονή οι Τούρκοι επιτέθηκαν κατά του μέρους των τειχών το οποίο ήταν κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού (Πέμπτον), όπου πολεμούσε και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας. Ο τραυματισμός του Ιουστινιάνη κόστισε στους υπερασπιστές. Στα τείχη, παρά την πείσμονα αντίσταση, δημιουργούνταν συνεχώς ρήγματα και ο Αυτοκράτορας, πολεμώντας ως απλός στρατιώτης, έπεσε στη μάχη. Δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για τον θάνατο του. Η χιλιόχρονη Αυτοκρατορία δεν υπήρχε πια. Η πόλη παραδόθηκε στην λεηλασία και ούτε αυτοί που βρήκαν καταφύγιο στην Αγία Σοφία κατάφεραν να σωθούν.

Εμπροσθογεμές τουρκικό κανόνι του 15ου αιώνα, όπως αυτό που χρησιμοποιήθηκε στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης.

Σκέψεις για το Βυζάντιο

Ως Έλληνες δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να αποδεχθούμε και να αγαπήσουμε το Βυζάντιο. Πρόκειται για την μεσαιωνική κρατική υπόσταση του Ελληνισμού. Ο Ελληνισμός κατάφερε να επιβιώσει λόγω αυτής της κρατικής υπόστασης που με τα σύνορά της περίκλειε τους ελληνικούς πληθυσμούς. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι αν δεν υπήρχε το Βυζάντιο, οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών που συνέβαιναν σε όλη την Ευρώπη, θα εξαφάνιζαν κάθε ίχνος Ελληνικότητας.

Όσο μάλιστα η Αυτοκρατορία συρρικνώνεται, από ένα σημείο και ύστερα είναι κατ’ ουσίαν ο ελληνικός κόσμος, ήτοι η Ελλάδα με τα Βαλκάνια και η Μικρά Ασία. Σταδιακά το ρωμαϊκό κράτος γίνεται ρωμέικο, η γλώσσα της διοίκησης γίνεται η Ελληνική, ενώ από ένα σημείο και ύστερα, οι Βυζαντινοί τονίζουν την ελληνική καταγωγή. Έλληνες τους βλέπουν και οι ξένοι, όχι μόνο ο Πάπας αλλά και οι Σκανδιναβοί που υπηρετούν ως Βάραγγοι τον αυτοκράτορα (μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώεδώ και εδώ).

Είμαστε αυστηροί με τους Βυζαντινούς Έλληνες. Συνηθίζουμε να παραβλέπουμε τα επιτεύγματά τους και υπερτονίζουμε τους παραλογισμούς και τα ελαττώματά τους. Λησμονούμε ωστόσο, ότι το Βυζάντιο δεν υπάρχει μόνο του αλλά μέσα σε μια εποχή και έναν κόσμο. Και οι άνθρωποι του κόσμου αυτού – από την Δύση ως την Ανατολή – είναι εθισμένοι στις θεολογικές συζητήσεις, ενώ η πίστη στον Θεό καθοδηγούσε αρκετές από τις πράξεις τους.

Γιατί έπεσε το Βυζάντιο; Τρεις λόγοι είναι οι πιο σημαντικοί. Πρώτον, η αδυναμία προσαρμογής της οικονομίας του. Η Αυτοκρατορία μετά την υποχώρηση των Αράβων και την απελευθέρωση της Μεσογείου – ένα βυζαντινό επίτευγμα – δεν κατάφερε να δρέψει τους  οικονομικούς καρπούς αυτής της μακρόχρονης προσπάθειας. Το κρατικά ελεγχόμενο βυζαντινό εμπόριο δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τους Ιταλούς εμπόρους.

Δεύτερον, οι δυναστικές έριδες και τρίτον – που συνδέεται με το πρώτο – αδυναμία κατανόησης της ανάγκης ύπαρξης ισχυρού πολεμικού στόλου. Τα προνόμια που δόθηκαν στις ιταλικές πόλεις  για να χρησιμοποιεί η Αυτοκρατορία τους στόλους τους, ήταν ο καρκίνος που εξόντωσε από μέσα το βυζαντινό κράτος (περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ). Το σημαντικότερο γεωπολιτικό δίδαγμα που εξάγεται από την βυζαντινή ιστορία είναι ότι ο έλεγχος των θαλασσών είναι κεφαλαιώδης για την ύπαρξη κάθε κράτους.

Τέλος, αν κάποιος δει πίσω από τις λεπτομέρειες που πολλές φορές συσκοτίζουν την μεγάλη εικόνα, θα διαπιστώσει ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν το τελευταίο ελληνιστικό βασίλειο.

Κωνσταντῖνος ὁ Αὐτοκράτωρ τῶν Ἑλληνορωμαίων ἐξέρχεται Ἄτρομος εἰς τὴν μάχην τὸ 1453 Μαΐου 29. Τοιχογραφία αποτοιχισμένη από το σπίτι-καφενείο Γ. Αντίκα στην Σκόπελο Γέρας Μυτιλήνης (πηγή)

Δημοσιεύεται στο methormisakathektou.blog