Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας: το ακριτικό κράτος του Μεσαιωνικού Ελληνισμού

4-5-2024

Γράφει ο Παναγιώτης Γέροντας, Ιστορικός-Συγγραφέας

Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας αποτελεί το τρίτο κράτος του μεσαιωνικού Ελληνισμού που προέκυψε μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204. Συγκεντρώνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς αν και η Τραπεζούντα έπεσε το 1461 στα χέρια των Τούρκων κάνοντάς την το τελευταίο ανάχωμα του Ελληνισμού τον Μεσαίωνα, οι Βυζαντινολόγοι έχουν ασχοληθεί ελάχιστα.

Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας όντας απομονωμένη σταμάτησε να ασχολείται με το θέμα της ανάκτησης της Κωνσταντινούπολης και επικεντρώθηκε στην προσπάθειά της να ανταπεξέλθει στους εχθρούς που την περικύκλωναν από παντού, τους Σελτζούκους Τούρκους, τους Μογγόλους αλλά και τους Γενουάτες από την Δύση. Με την αναστημένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία επήλθε κάποια στιγμή η συμφιλίωση.

Πηγή

Με την ιστορία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας ασχολήθηκε ιδιαίτερα ο Jac. Ph. Fallmerayer, ο γνωστός μας Γερμανός και αυτή του η ενασχόληση έρχεται σε κάποια αντίφαση με τις πολιτικά ορμώμενες θέσεις του περί σλαβικής καταγωγής των Νεοελλήνων (περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ). Σημαντική πηγή για την ιστορία της Αυτοκρατορίας αποτελεί το χρονικό του Τραπεζούντιου μυστικοσυμβούλου Μιχαήλ Πανάρετου. Αυτό ανακάλυψε ο Fallmerayer και αυτάρεσκα θα δηλώσει: «…Ο συγγραφέας δικαιούται να απαιτεί την τιμή ότι αυτός δίχως προδρόμους, δίχως μια κατευθυντήρια σχετική εργασία, δίχως οδηγό, μπόρεσε για πρώτη φορά να συγγράψει μια κριτική και στοιχειοθετημένη Ιστορία της αυτοκρατορίας  της Τραπεζούντας και ότι από αυτή την έρευνά του αυτός ο ίδιος έχει προσδιορίσει την αληθινή χρονική στιγμή κατά την οποία το ένδοξο έθνος των Ελλήνων εξαφανίστηκε από τις τάξεις των λαών» (Ιστορία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1984).  Το έθνος των Ελλήνων βέβαια δεν εξαφανίστηκε και επί των ημερών του δήλωσε και πάλι την παρουσία του με την Επανάσταση του 1821.

Οι Αλέξιος και Δαβίδ Κομνηνός αναφέρονται ως ιδρυτές του κράτους, οι οποίοι με την βοήθεια της Γεωργιανής βασίλισσας Θαμάρ (ή Ταμάρ) κατέλαβαν την Τραπεζούντα. Οι Αλέξιος και Δαβίδ ήταν εγγονοί του Ανδρόνικου Κομνηνού, ο οποίος λόγω της σκληρότητάς του είχε προκαλέσει την επανάσταση του λαού της Κωνσταντινούπολης και την ενθρόνιση του Ισαάκιου Άγγελου.

«Όταν η βασίλισσα Ταμάρ το πληροφορήθηκε (σ.σ. ότι ο Αλέξιος Γ’ Άγγελος είχε κατακρατήσει το χρυσάφι που η βασίλισσα είχε δώσει στους μοναχούς) ντρόπιασε τον ίδιο τον διάβολο στέλνοντας μεγαλύτερο ποσό σε εκείνους τους άγιους ανθρώπους. Κατόπιν, πνέουσα μένεα κατά του Έλληνα βασιλιά, έστειλε έναν στρατό που βρισκόταν στα όρη του Likhi, για να καταλάβουν την Λαζία [η νοτιοανατολική  όχθη του Ευξείνου, τα μετέπειτα εδάφη των Μεγαλοκομνηνών], την Τραπεζούντα, την Limon [Λιμνία;], την Samsun, τη Σινώπη, την Kerasund, τα Kitiora [Κοτύωρα], την Άμαστρη, την Ηράκλεια, και όλες τις περιοχές της Παφλαγονίας προσφέροντάς τα στον συγγενή της, γιο του Ανδρόνικου Κομνηνού που την εποχή αυτή [1203, 1204] είχε καταφύγει στην βασίλισσα Ταμάρ» [Georgian Chronicle, στο Σαββίδης Α, Ιστορία της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών (1204 – 1461), εκδ. Κυριακίδη, σελ 40].

Η βασίλισσα Ταμάρ της Γεωργίας (πηγή)

Υπάρχει ένα κενό στο θέμα της σχέσης των δύο αδερφών. Φαίνεται ότι ο ανατολικός Πόντος από το Ριζαίο, την Τραπεζούντα ως την Σινώπη καταλήφθηκε από τον Αλέξιο Κομνηνό, ενώ οι δυτικές περιοχές με την Παφλαγονία, με έδρα την Ηράκλεια, από τον Δαβίδ. Ο Δαβίδ δεν θα διστάσει να συμμαχήσει με την λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης εναντίον του Θεόδωρου Λάσκαρη της Νικαίας. Ο Δαβίδ υποχρεώθηκε στο τέλος να αναγνωρίσει την εξουσία της Αυτοκρατορίας της Νικαίας στην βορειοδυτική Μικρά Ασία, ενώ στο τέλος φαίνεται να παραμερίζεται οριστικά από τον αδερφό του.

Ο Αλέξιος Κομνηνός είχε την δύσκολη αποστολή να σταθεροποιήσει το κράτος τόσο απέναντι σε άλλους ηγεμόνες όσο και απέναντι στους Σελτζούκους Τούρκους. Οι Σελτζούκοι μάλιστα κατέλαβαν την Σινώπη και συνέλαβαν τον Αλέξιο πράγμα που οδήγησε το κράτος των Μεγαλοκομνηνών σε τουρκική επικυριαρχία μέχρι το 1223. Παρ’ όλα αυτά, ο Αλέξιος Α’ Μεγαλοκομνηνός στο τέλος της βασιλείας του (1222) είχε καταφέρει να διατηρήσει το κράτος του σε πολύ δύσκολες συνθήκες.

Ο Μανουήλ Α’ Μεγαλοκομνηνός (1238 – 1263) ονομάστηκε “στρατηγικότατος” γιατί κατάφερε να σταθεροποιήσει την εξουσία του κράτους. Μεταξύ 1250 – 1260 ίδρυσε τον μοναστηριακό ναό της Αγίας Σοφίας δύο χιλιόμετρα δυτικά της Τραπεζούντας σε σχήμα βασιλικής κατά το πρότυπο της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης. Ο Μανουήλ κατόρθωσε να επεκτείνει τα όρια του κράτους σε βάρος των Σελτζούκων και να προσαρτήσει την πόλη Βαϊβούρτη (Bayburt) και την Ισπίρ. Το 1254, ανακατελήφθη η Σινώπη αλλά, όπως αποδείχτηκε αυτή η ανακατάληψη ήταν πρόσκαιρη αφού ο σουλτάνος του Ικονίου Καϊχοσρόης Γ’ την ανακατέλαβε το 1265. Τέλος, το 1261, οι σχέσεις μεταξύ Βυζαντίου και Πόντου αποκαταστάθηκαν διπλωματικά.

Ο Μανουήλ Α’ Μέγας Κομνηνός σε αναπαράσταση στην Αγία Σοφία της Τραπεζούντας (πηγή)

Η βασιλεία του Γεωργίου Κομνηνού (1266 – 1280) ήταν τρικυμιώδης εγκαινιάζοντας τις παρεμβάσεις της ποντιακής αριστοκρατίας στο κράτος. Στην αρχή της βασιλείας του δέχθηκε επιστολή από τον μεγάλο εχθρό του Βυζαντίου και του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, τον Κάρολο Ντ’ Ανζού (περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ). Ο Γεώργιος Κομνηνός τάχθηκε με τους ανθενωτικούς, ερχόμενος σε αντίθεση με τον ενωτικό Παλαιολόγο. Με αυτόν τον τρόπο ήρθαν εναντίον του και οι Ιλχανίδες Μογγόλοι της Περσίας και της Μεσοποταμίας που επεδίωκαν και αυτοί συμμαχία με τον Πάπα.

Η οικονομική και εμπορική απομόνωση που δημιουργήθηκε στο διαμετακομιστικό κέντρο του κράτους, στην Τραπεζούντα, δυσαρέστησε την αριστοκρατία, η οποία σε εκστρατεία εναντίον των Τουρκομάνων το 1280, στο Ταυρέζιο όρος, στα νότια της επικράτειας της Τραπεζούντας, δεν δίστασε να τον παραδώσει στους εχθρούς. Ο Γεώργιος Κομνηνός κρατήθηκε αιχμάλωτος από Ιλχανίδη ηγεμόνα μέχρι το 1283/1284.

Ο Ιωάννης Β’ Μεγαλοκομνηνός (1280 -1284/5 και μετά ως το 1297) κατάφερε να αποκαταστήσει τις διπλωματικές του σχέσεις με το Βυζάντιο, να καταστείλει την αποστασία του Τραπεζούντιου άρχοντα Παπαδόπουλου και να αντιμετωπίσει την πολιορκία του βασιλιά της Γεωργίας Δημητρίου Β’. Διαβάζουμε στον Πανάρετο: « Τω γουν αυτώ έτει διεδέξατο τα σκήπτρα ο δεύτερος αδελφός αυτού, ο κύριος Ιωάννης, ο μέγας Κομνηνός · και μετά ενιαυτόν ένα επήλθεν αυτώ η αποστασία του Παπαδόπουλου. Αλλ’ ελευθερωθείς απήλθεν εις την πόλιν και συνεζεύχθη τη θυγατρί μεν κυρ Μιχαήλ βασιλέως, του Παλαιολόγου, κυρά Ευδοκία Κομνηνή, τη Παλαιολογίνη, τη Πορφυρογέννητω […] Μετά δε το ςψςα (1283) έτος, Απριλλίου μηνός, ήλθεν ο βασιλεύς Ιβηρίας (Γεωργίας), Δαυίδ (Δημήτριος Β’) και επεριώρισε την Τραπεζούντα· αλλά απεστράφη κενός».Στην βασιλεία του Ιωάννη παρεμβάλλεται η βασιλεία της Θεοδώρας (ετεροθαλής αδελφή του Ιωάννη, κόρη του Μανουήλ Α’ και της Γεωργιανής συζύγου του Ρουσουδάν), η οποία έκοψε και ασημένια νομίσματα (άσπρα). Οι αναφορές για αυτήν είναι περιορισμένες.

Η Τραπεζούντα έχει εξελιχθεί σε ένα σημαντικότατο οικονομικό κέντρο αφού σε αυτή καταλήγει το διαμετακομιστικό εμπόριο από την Ανατολή προς την Δύση.  Την πόλη μνημονεύουν και περιγράφουν πολλοί περιηγητές όπως και ο ίδιος ο Μάρκο Πόλο. «Από την άλλη πλευρά, η Τραπεζούντα θα διακριθεί ως άλλη Κωνσταντινούπολη και ως άλλος Μυστράς, ως κέντρο καλλιέργειας των γραμμάτων και των επιστημών στον υστεροβυζαντινό κόσμο, έχοντας να παρουσιάσει μερικούς από τους σπουδαιότερους υστεροβυζαντινούς λογίους που έδρασαν στην Αυλή των Μεγαλοκομνηνών, αλλά και εκτός ποντιακών συνόρων (όπως ο Βησσαρίων και ο Γεώργιος Τραπεζούντιος κατά το δέκατο πέμπτο αιώνα) […] Ονομαστές επίσης υπήρξαν οι μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Πόντου των Μεγαλοκομνηνών, όπως εκείνες της Παναγίας Σουμελά, της Βαζελώνος ή Ζαβουλώνος, του Αγίου Γεωργίου Χουτουρά και του Αγίου Γεωργίου της Περιστεράς (Περιστερεώτα) που συναγωνίζονταν σε κατοχή πολύτιμων χειρογράφων και άλλων θησαυρών και κειμηλίων την ανακτορική βιβλιοθήκη της ίδιας της Τραπεζούντας» (Σαββίδης, ο.π., σελ 50).

Ο Αλέξιος Β’ Μέγας Κομνηνός βασιλέψε από τις 16 Αυγούστου 1297 ως τις 3 Μαΐου 1332 και ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ιωάννη Β’ Μέγα Κομνηνού και της Ευδοκίας Παλαιολογίνας. Ο Αλέξιος Β’ νυμφευόμενος την κόρη του Γεωργιανού ηγεμόνα Μπέκα Τζακέλι αποκατέστησε τις σχέσεις του με τα γειτονικά γεωργιανά κράτη, αντιμετώπισε τις επιθέσεις των Τουρκομάνων και αντιμετώπισε δυναμικά τις αξιώσεις των Γενουατών.

Ιδίως του Γενουάτες που απαιτούσαν εμπορικά προνόμια σαν και αυτά που είχαν ήδη στην Κωνσταντινούπολη, ο Αλέξιος Β’ προσπάθησε να τους αντιμετωπίσει με πολλούς τρόπους. Θα έρθει σε συνεννόηση με τον Τουρκομάνο εμίρη της Σινώπης Γαζί Τζελεμπί με τον οποίο θα διενεργήσουν επιδρομές κατά των εγκαταστάσεων των Γενουατών στην Κριμαία. Η υστερότοκη κόρη του Αλέξιου θα παντρευτεί έναν από τους διαδόχους του Γαζί Τζελεμπί της Σινώπης όντας ο πρώτος γάμος πολιτικής σκοπιμότητας μεταξύ Τραπεζούντας και Τουρκομάνων, πρακτική που θα επεκταθεί στην συνέχεια. Κατόπιν, προσέγγισε τους αντιπάλους των Γενουατών, Βενετούς, ενώ την περίοδο 1304 – 1306 οι Γεωργιανοί μισθοφόροι του Αλέξιου θα αυγκρουστούν με τους Γενουάτες, οι οποίοι θα απαντήσουν με πυρπόληση του Ναυστάθμου της Τραπεζούντας. Δυστυχώς αυτές οι ενέργειες δεν είχαν αποτέλεσμα. Ο Αλέξιος αναγκάστηκε να παραχωρήσει σημαντικά εμπορικά προνόμια στους Γενουάτες.

Ο Αλέξιος Β΄ ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τις οχυρώσεις της Τραπεζούντας. Τα οχυρωματικά έργα που ολοκληρώθηκαν το 1324 περίκλειαν όλη την κάτω πόλη και η οχυρωμένη έκταση ήταν τριπλάσια από αυτήν της παλαιάς οχύρωσης.

Η οχύρωση της Τραπεζούντας (πηγή)

Μετά τον Αλέξιο Β’ ξεκινά η περίοδος των μεγάλων ταραχών (1332 – 1364) κατά την οποία συγκρούστηκαν οι μεγάλες οικογένειες της Κωνσταντινούπολης που είχαν εκπατριστεί με την ντόπια ποντιακή αριστοκρατία φεουδαρχών που δεν ήθελε να παραδώσει τα προνόμιά της. Ο Βασίλειος Μέγας Κομνηνός (1332 – 1340) άνοιξε στην κυριολεξία τους ασκούς του Αιόλου. Διέταξε την εκτέλεση του «μεγάλου δούκα» Λέκη Τζαντιτζάνου, του γιου του και άλλων ευγενών και μπήκε υπό την επιρροή της Βυζαντινής αυλής.

Ο Βασίλειος νυμφεύτηκε πρώτα την Ειρήνη Παλαιολογίνα, κόρη του Ανδρονίκου Γ’ , του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου αλλά αυτή αποδείχθηκε στείρα. Στην συνέχεια από την ερωμένη του Ειρήνη της Τραπεζούντας απέκτησε τέσσερα παιδιά. Η επισημοποίηση της σχέσης αυτής εξόργισε τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, ενώ, μετά τον θάνατο του Βασίλειου, η Ειρήνη Παλαιολογίνα εξόρισε την Ειρήνη της Τραπεζούντας μαζί με τα παιδιά της στην Κωνσταντινούπολη. Η βασιλεία της Ειρήνης Παλαιολογίνας υπήρξε ταραχώδης με την αριστοκρατία να διχάζεται και να ξεσπά εμφύλιος πόλεμος. Παράλληλα, οι Τουρκομάνοι του Άσπρου Προβάτου (Diyarbekir) επέδραμαν και πυρπόλησαν ένα σημαντικό μέρος της ίδιας της Τραπεζούντας εκτός από την Ακρόπολή της.

Η Ειρήνη Παλαιολογίνα της Τραπεζούντας (πηγή)

Όπως ήταν φυσικό, η Ειρήνη Παλαιολογίνα ανατράπηκε. Αυτή που την ανέτρεψε ήταν η αδελφή του Βασιλείου και κόρη του Αλέξιου Β’, Άννα Αναχουτλού ή Αζαχουτλού. Με λαζικό στρατό εισέβαλε από τον νοτιοδυτικό Καύκασο και με την βοήθεια της ποντιακής οικογένειας των Αμυτζανταρίων, κατέλαβε την Τραπεζούντα και συνέλαβε την Παλαιολογίνα.

Ο Ιωάννης Γ’ Μέγας Κομνηνός, γιος του Μιχαήλ Γ’ Μεγάλου Κομνηνού και εγγονός του Ιωάννη Β’ Μεγάλου Κομνηνού, κυβέρνησε από τις 4 Σεπτεμβρίου 1342 ως τις 3 Μαΐου 1344. Με την υποστήριξη των βυζαντινών αρχών και φθάνοντας από την Κωνσταντινούπολη στην Τραπεζούντα με γενουάτικα πλοία, ανήλθε στον θρόνο αφού εξόντωσε με στραγγαλισμό την Αναχουτλού και συνέχισε με απηνείς διώξεις των αντιπάλων του. Με την επέμβαση του Νικήτα Σχολάριου, της βυζαντινής φρατρίας των Σχολάριων, ο Ιωάννης Γ’ ανατράπηκε και ανέλαβε ο πατέρας του Μιχαήλ Μέγας Κομνηνός.

Και ο Μιχαήλ ξεκίνησε προγραφές ακόμα και του ίδιου του Νικήτα Σχολάριου που τον είχε ανεβάσει στον θρόνο. Οι Τουρκομάνοι έκαναν συνεχώς επιδρομές, ενώ οι Γενουάτες αφού κατέλαβαν και πυρπόλησαν το δεύτερο λιμάνι του Πόντου, την Κερασούντα, το 1349 επιτέθηκαν στην Τραπεζούντα. Ο Μιχαήλ κάλεσε τους Βενετούς με συνέπεια να ξεσπάσει σύγκρουση μεταξύ των δύο ιταλικών πόλεων μέσα στο ποντιακό κράτος. Τελικά ανήλθε στον θρόνο, λόγω ανημπόριας του Μιχαήλ, ο γιος του Βασιλείου Μεγάλου Κομνηνού και της Ειρήνης Τραπεζούντιας, Αλέξιος Γ’.

Ο Αλέξιος Γ’ Μέγας Κομνηνός βασίλεψε από το 1349 ως τον θάνατό του το 1390. Στην μακρόχρονη βασιλεία του αυτός και η γυναίκα του Θεοδώρα Καντακουζηνή, ανιψιά του βυζαντινού αυτοκράτορα Ιωάννη Στ’ Καντακουζηνού, αντιμετώπισαν πολλές εξεγέρσεις αριστοκρατών, ιδιαίτερα των Σχολάριων που είχαν κάνει ορμητήριό τους την Κερασούντα, ενώ προσπάθησε να αντιμετωπίσει τις εισβολές των Τουρκομάνων τόσο με πολεμικές ενέργειες όσο με κατευνασμό, με τη σύναψη συμμαχιών μέσω επιγαμιών των πριγκιπισσών του αυτοκρατορικού οίκου με τους Τουρκομάνους εμίρηδες.

Χρυσόβουλο που απεικονίζει τον Αλέξιο Γ’ με τη γυναίκα του Θεοδώρα Καντακουζηνή (πηγή)

Στο θέμα των σχέσεων με την Βενετία και την Γένοβα, ο Αλέξιος προσπαθεί να κρατεί την ισορροπία και να περιορίζει την μία με την άλλη. Ο Αλέξιος Γ’ με δική του πρωτοβουλία έδωσε προνόμια με χρυσόβουλα στους Βενετούς αλλά, όπως και το μητροπολιτικό Βυζάντιο, δεν κατάφερε να ελέγξει την γιγάντωσή τους. Μετά από έναν ακόμη πόλεμο Βενετών – Γενουατών (1376 – 1381), οι Βενετοί αρχίζουν να υποβαθμίζουν στις εμπορικές τους σχέσεις το λιμάνι της Τραπεζούντας. Από το 1385, η ναυσιπλοΐα από την Βενετία διακόπηκε σχεδόν ολοκληρωτικά με συνέπεια να μειωθεί η οικονομική κίνηση στο λιμάνι και ο Αλέξιος Γ’ να αναγκαστεί να αυξήσει την φορολογία.

Με το βασίλειο της Γεωργίας, ο Αλέξιος Γ’ ακολούθησε την τακτική των επιγαμιών. Το 1367, ο βασιλιάς της Γεωργίας Μπαγκράτ Ε΄ παντρεύτηκε την κόρη του Αλέξιου Γ΄, Άννα Μεγαλοκομνηνή. Η Γεωργιανή πριγκίπισσα Γκιουλκάν, κόρη του βασιλιά Δαβίδ Θ’ ήταν παντρεμένη με τον Ανδρόνικο, τον διάδοχο του αυτοκράτορα αλλά όταν αυτός πέθανε, παντρεύτηκε τον αδελφό του Μανουήλ, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Μανουήλ Γ’.

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ο Αλέξιος Γ΄ ευεργέτησε με δωρεές διάφορα μοναστήρια μέσα στην αυτοκρατορία του και ίδρυσε τη Μονή του Διονυσίου στο Άγιο Όρος. Με χρυσόβουλο έδωσε ιδιαίτερα προνόμια στην Μονή της Παναγίας στο όρος Μελά στην περιοχή της Ματζούκας την περίφημη Παναγία Σουμελά.  Ο Αλέξιος Γ΄ αναδείχθηκε σε σπουδαίο προστάτη των γραμμάτων και των τεχνών, με αποτέλεσμα η πρωτεύουσα του να εξελιχθεί σε σπουδαιότατο κέντρο επιστημών, τεχνών και εμπορίου.

Οι αυτοκράτορες Μανουήλ Γ’, Αλέξιος Δ’ και Ιωάννης Δ’ ήταν κατώτεροι των περιστάσεων, όταν το ποντιακό κράτος είχε πολλές και ανυπέρβλητες δυσκολίες να αντιμετωπίσει: εσωτερικές έριδες, Τουρκομάνους και την επέκταση των Οθωμανών. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 όλα φαίνονταν χαμένα και μάταια. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Δ’ πέθανε το 1459 όταν το κράτος ευρισκόταν στα πρόθυρα της εξαφάνισης. Ο Δαβίδ Μέγας Κομνηνός δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Η Τραπεζούντα έπεσε στα χέρια των Οθωμανών το 1461 και ο ίδιος ο Δαβίδ με τα παιδιά του μαρτύρησε αρνούμενος να αλλάξει την πίστη του. Κατέστη άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και η μνήμη του τιμάται την 1 Νοεμβρίου.

Η κατάσταση στην Ανατολή το 1400

Επίλογος – Συμπεράσματα

Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας στην ίδρυσή της, όπως όλα τα ελληνικά κράτη που προέκυψαν μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Σταυροφόρους, είχε ως στόχο την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Εν τούτοις, πολύ γρήγορα έγινε φανερό ότι το εμπόδιο της Αυτοκρατορίας της Νικαίας ουσιαστικά έστεκε σαν φράγμα, οπότε οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας αναγκάστηκαν να περιοριστούν στην αυτονομία τους. Έπρεπε πια να συμβιβαστούν με τον τίτλο “εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ πάσης Ανατολής, Ιβήρων (Γεωργιανών που ζούσαν στις ποντιακές κτήσεις) και Περατείας (Χερσώνας στην Κριμαία), ο Μέγας Κομνηνός”, ενώ μετά την συμφωνία του 1282 το έμβλημα του δικέφαλου αετού αντικαταστάθηκε με αυτό που κοιτούσε μόνο προς τα δεξιά, δηλαδή την Ανατολή.

Ο μονοκέφαλος αετός των Μεγαλοκομνηνών σε εξωτερική διακόσμηση στην Αγία Σοφία της Τραπεζούντας

Σημαντικό στοιχείο στο ποντιακό κρατος αποτελούν οι διαμάχες και οι αποστασίες των φρατρίων. Υπήρχαν δύο αντιμαχόμενα μέρη, οι βυζαντινές οικογένειες από την μία πλευρά και η ντόπια πόντια αριστοκρατία από την άλλη. Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας  στην αρχή εναντιώθηκε στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία των Παλαιολόγων αλλά στην συνέχεια κατέστη ένα περιφερειακό κράτος πράγμα το οποίο δεικνύεται και από τις βυζαντινές πριγκίπισσες που παντρεύτηκαν Πόντιους αυτοκράτορες.

Έτερο σημαντικό στοιχείο του ποντιακού κράτους υπήρξαν οι επιγαμίες με γειτονικούς βασιλικούς οίκους και ιδιαίτερα Τουρκομάνους εμίρηδες. Αυτό κατέστη αναγκαιότητα για την Τραπεζούντα καθώς ήταν περικυκλωμένη από εχθρούς: Λατίνοι από την Δύση, Σελτζούκοι, Τουρκομάνοι και Μογγόλοι από την Ανατολή. Οι Οθωμανοί δεν κατέστη δυνατόν να αναχαιτιστούν.

Το ποντιακό κράτος κατέστη ένας πολιτισμικός φάρος του Ελληνικού Πολιτισμού στην Ανατολή. Η Τραπεζούντα ήταν όχι μόνο σημαντικότατος εμπορικός και οικονομικός σταθμός αλλά και ένα κέντρο πολιτισμού και γραμμάτων.

Βιβλιογραφία

Αλέξιος Γ. Κ. Σαββίδης, Ιστορία της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας (1204 – 1461), εκδ. Κυριακίδη.

Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ, Ιστορία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1984.

A.A. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τομ Β’ (1204 – 1453), εκδ. Μπεργαδή

Δημοσιεύεται στο methormisakathektou.blog