Ευαγόρας Παλληκαρίδης: Ένα ξεχασμένο πρότυπο

17-3-2024

Γράφει ο Δημοσιογράφος Ευθύμιος Πέτρου

Το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας σήμερα είναι τα πρότυπα. Όταν παρατηρούμε, συνήθως επικριτικά, τις συμπεριφορές των νέων ανθρώπων, αποφεύγουμε να αναζητήσουμε τα αίτια που τις διαμόρφωσαν. Θεωρούμε ότι ένα πολύ βασικό από αυτά είναι η έλλειψις προτύπων ή ακόμη χειρότερα η καλλιέργεια και η προβολή των λάθος προτύπων. Πόσοι άραγε θυμήθηκαν αυτήν την εβδομάδα ότι τέτοιες μέρες το 1957 εβάδιζε προς την αθανασία ο αγωνιστής της ΕΟΚΑ Ευαγόρας Παλληκαρίδης; Πόσοι μίλησαν στα παιδιά τους για αυτόν τον ήρωα που έμεινε αιώνια 19 χρονών έχοντας προλάβει να αφήσει πέρα από ένα παράδειγμα ηρωικού τρόπου ζωής, τις παρακαταθήκες των συγγραμμάτων του. Ο Παλληκαρίδης χάραξε με την πένα του φράσεις που μιλούν στην ψυχή του Έλληνα. Του πραγματικού Έλληνα. Λόγια που υπερβαίνουν ακόμη και πολλούς καταξιωμένους λογοτέχνες. Λόγια ικανά να εξοβελίσουν την μικρότητα κάποιων ουτιδανών, τους οποίους κάποιοι θέλουν να μας επιβάλλουν σαν πρότυπα μιας νέας(!) εποχής.
«Θα πάρω μιαν αναφορά, θα πάρω μονοπάτια, να βρω τα σκαλοπάτια, που παν’ στη λευτεριά» έγραψε από Παλληκαρίδης στους συμμαθητές του, την ημέρα που άφησε το σχολείο για να βγει στον αγώνα. Να ανταποκριθεί στο σάλπιγγα του Αρχηγού Διγενή που «στον ήχο της φωνής του έτρεξε όλη η λεβεντιά για ν’ αρχίσουνε τη δράση εις της Κύπρου τα βουνά».
Θυμίζουν οι στίχοι του Παλληκαρίδη, το δημώδες που κάποτε διδασκόταν στα σχολεία όπου ο ανώνυμος Έλληνας του 1821 προσωποποιούμενος με το όνομα Βασίλη απορρίπτει τις προτροπές να «κάτσει φρόνιμα» και να γίνει νοικοκύρης» υπό τον ζυγό των Τούρκων. Και απευθυνόμενος προς την Μάνα την αιώνια Ελληνίδα μάννα της λέγει: «Φέρε μου τ΄ αλαφρό σπαθί και το βαριό τουφέκι / να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια / να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγκους / να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνων / και να σουρίξω κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους / που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίτες».
Ο Βασίλης του 1821 ήταν το πρότυπο για τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη του 1957. Ο Παλληκαρίδης έπρεπε να είναι το πρότυπο για τα δικά μας παιδιά. Γενιές και γενιές Ελλήνων μεγάλωσαν, έζησαν αγωνίσθηκαν και βήμα-βήμα απελευθέρωναν την Ελλάδα. Αψήφησαν τα κανόνια των Τούρκων και τις κρεμάλες των Άγγλων και κράτησαν ψηλά τα ιδανικά της φυλής μαχόμενοι «για του Χριστού την Πίστη την Αγία και για της Πατρίδος την Ελευθερία».
Και ήλθαν σήμερα κάποιοι ανιστόρητοι, που έχουν αναδειχθεί και σε δημόσια πρόσωπα, να υποστηρίξουν ότι η πίστις που κράτησε τους Έλληνες ζωντανούς σε αιώνες αντιξοοτήτων είναι «ξεπερασμένη», ότι η επιθυμία της ελευθερίας είναι «ιμπεριαλισμός» ότι ο εθνικισμός είναι κάτι κακό. Δεν θα πούμε πολλά. Δεν τους αξίζει. Θα αναφέρουμε μόνον ότι ο διορατικός κεντρώος πολιτικός του μεσοπολέμου Αλέξανδρος Παπαναστασίου ανήγαγε τον εθνικισμό σε ευγενή πατριωτισμό.
Μας οδηγούν να ξεκόψουμε από τις ρίζες του εθνικού μας κορμού, να αρνηθούμε πανανθρώπινες αρχές και αξίες και να υιοθετήσουμε παρακμιακά πρότυπα, ατόμων που προβάλλουν τα συμπλέγματά τους ως αρετές. Και μετά απορούμε που οι νέοι αντιδρούν στο κοινωνικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί. Που απορρίπτουν τις πνευματικές ψώρες τις οποίες κάναμε πρότυπα ζωής. Να θυμίσουμε ότι έτσι εχαρακτήριζε τον κομμουνισμό ο κορυφαίος Νίκος Καζαντζάκης, αλλά οι ψώρες αυτές στην εποχή μας είναι πολύ περισσότερες.
Είναι αλήθεια ότι κάποιοι νέοι αντιδρούν κατά τρόπο υπερβολικό. Θα επαναλάβουμε όμως ότι δεν φταίνε αυτοί. Αντιδρούν μέσα σε ένα πλαίσιο που δεν τους εμπνέει για τίποτε καλύτερο, ευγενέστερο υψηλότερο. Ακόμη και την οικογένεια την υποβαθμίσαμε σε προϊόν συμβολαιογραφικής πράξεως. Πώς λοιπόν τέτοιες κατ’ ευφημισμόν ενώσεις προσώπων θα διαπλάσουν χαρακτήρες με αρετές; Και πού είναι το ελληνικό σχολείο να βαπτίσει τους νέους Έλληνες στα νάματα της φυλής; Οι «αγράμματοι» μαχητές του 1821 ήσαν πολύ πιο μορφωμένοι από όλους εμάς.
Και ο Παλληκαρίδης, η φυσική συνέχειά τους, έγραφε: «Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί».
Ήταν 14 Μαρτίου 1957. Στις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας. Σε έναν τόπο θυσίας και προσκυνήματος. Εκεί από όπου πρέπει τουλάχιστον μια φορά στην ζωή του να να περάσει κάθε Έλληνας και να σκύψει το κεφάλι μπροστά στα Φυλακισμένα Μνήματα. Εκεί όπου αναπαύονται κάποιοι από τους τελευταίους ήρωες του ελληνισμού.

Δημοσιεύεται στην ΕΣΤΙΑ