Το διαχρονικό φαινόμενο της Πειρατείας: η εξέλιξη από την Αρχαιότητα μέχρι το 1856

28-2-2024

Γράφει ο Παναγιώτης Γέροντας, Ιστορικός-Συγγραφέας

«Μίνως γὰρ παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴσμεν ναυτικὸν ἐκτήσατο καὶ τῆς νῦν Ἑλληνικῆς θαλάσσης ἐπὶ πλεῖστον ἐκράτησε καὶ τῶν Κυκλάδων νήσων ἦρξέ τε καὶ οἰκιστὴς πρῶτος τῶν πλείστων ἐγένετο, Κᾶρας ἐξελάσας καὶ τοὺς ἑαυτοῦ παῖδας ἡγεμόνας ἐγκαταστήσας· τό τε λῃστικόν, ὡς εἰκός, καθῄρει ἐκ τῆς θαλάσσης ἐφ᾽ ὅσον ἐδύνατο, τοῦ τὰς προσόδους μᾶλλον ἰέναι αὐτῷ (Θουκυδίδης, 1.4.1).

[Ο πρώτος που, καθώς ξέρομε απ᾽ την προφορική παράδοση, απόκτησε ναυτικό ήταν ο Μίνως, που κυριαρχούσε στο μεγαλύτερο μέρος της σημερινής ελληνικής θάλασσας. Κυρίεψε τις Κυκλάδες και ίδρυσε αποικίες στα περισσότερα νησιά, από όπου έδιωξε τους Κάρες και εγκατέστησε άρχοντες τους γιους του. Φυσικό ήταν να καταδιώξει την πειρατεία όσο μπορούσε, ώστε να του περιέρχονται ασφαλέστερα τα εισοδήματα των νησιών].

Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη η πειρατεία ήταν μια πρωτόγονη κατάσταση που αντιμετωπίστηκε με την εμφάνιση ισχυρών ναυτικών κρατών με πρώτο αυτό του Μίνωα. Στην ομηρική εποχή ο πειρατής έχει αίγλη. Η πειρατεία δεν είναι ηθικά επιλήψιμη και θεωρείται μέρος της πολεμικής δραστηριότητας. Η αίγλη που απολαμβάνει ο πειρατής φαίνεται από τα λόγια του Οδυσσέα, όταν παρουσιάζεται ως πειρατής στον χοιροβοσκό Ευμαίο εξιστορώντας τα κατορθώματά του.

«Καμάρι τόχω πως κρατώ απ` το νησί της Κρήτης και είμαι γιος του Κάστορα με τα πολλά τα πλούτη που όλοι τον τιμούσανε στην παινεμένη Κρήτη. Δειλός και φυγοπόλεμος ποτέ μου δεν υπήρξα και βλέποντας την καλαμιά βρίσκεις θαρρώ το στάχυ, γιατί μεγάλα βάσανα με βρήκαν στη ζωή μου. Χωράφια και νοικοκυριά εγώ δεν συμπαθούσα, ο νους μου και ο λογισμός ήτανε στα καράβια, στα όπλα και στον πόλεμο που διαφεντεύει ο Άρης. Στις θάλασσες ταξίδευα με το πειρατικό μου και καπετάνιος ήμουνα στους ναύτες πειρατές μου. Με γοργοτάξιδα σκαριά πατούσα ξένες χώρες και άρπαζα τα πλούτη τους μ` αχορτασιά περίσσια. Απέκτησα αμέτρητα πλούτη, χρυσό κι ασήμι και στο νησί μου δυνατό και σεβαστό με είχαν. Όταν στην Τροία πήγαιναν απ` όλη την Ελλάδα πήγα και εγώ με αρχηγό τον θείο Ιδομενέα που αρχηγός λογιάζονταν στην Κρήτη την ωραία» (Οδύσσεια, ραψ ξ, 228 -234, μτφρ: Κωστής Καζαμιάκης).

Με την ανάδυση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας περιορίστηκε δραστικά η πειρατεία, αλλά στον Πελοποννησιακό Πόλεμο συνδέθηκε στενά με την καταδρομή. Αυτή η καταδρομή συνδεόταν με εντολές κάποιου κρατικού δρώντα. Η πειρατεία ήταν επιλήψιμη αν ήταν για προσωπικό όφελος, ενώ αν ήταν υπό την καθοδήγηση κάποιας κρατικής δύναμης, ήταν αποδεκτή. Επιπρόσθετα, αν η καταδρομή ήταν αποδεκτή ή επιλήψιμη έπαιζε ρόλο αν οι κρατικοί δρώντες που την υποκινούσαν ήταν ισχυροί ή όχι. Κάποια παραδείγματα από τα πολλά: Αργείοι και Μαντινείς πραγματοποιούσαν πειρατικές ενέργειες σε διάφορα σημεία της Πελοποννήσου με ορμητήριο την Πύλο (Θουκυδίδης, 6.105, 1-2), ενώ ο Αθηναίος στρατηγός Δημοσθένης οργάνωσε πειρατικές ενέργειες στην Σικελία (Θουκ 7.26). Με απλά λόγια: ο τρόπος που έκριναν οι Αρχαίοι Έλληνες την πειρατική πράξη δεν είχε να κάνει με την πράξη αυτήν καθ’ αυτήν αλλά κυρίως με το ποιός την τέλεσε και κάτω από ποιές συνθήκες. Ανάλογα ήταν και τα μέτρα που λαμβάνονταν: τιμωρία ή αντίποινα.

Πηγή

Στην μεσαιωνική περίοδο, ως πειρατές εμφανίζονται οι Σαρακηνοί που κατέλαβαν την Σικελία και από εκεί διενεργούσαν πειρατεία σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο. Την δράση τους τερμάτισαν οι Νορμανδοί, ενώ, αρκετά χρόνια νωρίτερα ο Νικηφόρος Φωκάς, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου είχε τερματίσει την ύπαρξη του Εμιράτου της Κρήτης.

Η πολιορκία του Χάνδακα από τους Βυζαντινούς (History of John Skylitzes (Skyllitzes Matritensis (Biblioteca Nacional de España ).

Μετά το 1000 μ. Χ. η ναυτική δύναμη του Βυζαντίου φθίνει με γρήγορο ρυθμό καθώς έχει παραδοθεί όλο το εμπόριό του στις ιταλικές πόλεις Βενετία και Γένοβα. Από το 1084 δημιουργούνται κρατίδια γαζήδων που εξαπολύουν πειρατικές ενέργειες στα παράλια του Αιγαίου (Ισχάκ μπέης στη Σμύρνη, πειρατικό κράτος Μεντεσέ στο Αϊδίνιο, εμιράτο του Καρασί που βοηθά τους Οθωμανούς να περάσουν στην ελληνική χερσόνησο κ.α.). Η πειρατεία είχε συνδεθεί με τον ιερό πόλεμο των Γαζήδων. Το οθωμανικό κράτος προσεταιρίστηκε τους πειρατές – γαζήδες και χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι οι Oruc Reis, Piri Reis και Barbaros Hayreddin Pasha, οι οποίοι ως κουρσάροι προσέφεραν υπηρεσίες και τα πειρατικά τους κράτη στον Σουλτάνο και στην συνέχεια απέκτησαν τον τίτλο του «Καπουδάν Πασά» (Αρχιναύαρχοι) του Οθωμανικού Στόλου.

Ο ελλαδικός χώρος και η Μικρά Ασία το 1300. Φαίνονται ξεκάθαρα το πειρατικό κράτος του Μεντεσέ και το εμιράτο του Καρασί (Πηγή)
Ο Hayreddin Barbarossa (Fine Art Museum Algiers)

Στην πειρατεία που εκπορεύεται από την Δύση έχουμε την διαφοροποίηση της πειρατείας από τον κούρσο. Κουρσάρος ήταν αυτός που στην κυριολεξία είχε στην κατοχή «άδεια καταδρομής» (lettre de course) και την διενεργούσε ωφελώντας συγκεκριμένη δύναμη. Η άλωση της Ρόδου από του; Οθωμανούς το 1522 οδήγησε σε έξαρση της πειρατείας για δύο λόγους: πρώτον εξαλείφθηκε ο έλεγχος που ασκούσαν οι Ιωαννίτες Ιππότες και δεύτερον γιατί ξεχύθηκαν Μαλτέζοι πειρατές σε όλο το Αιγαίο. Η δράση τους κορυφώθηκε τον 17ο αιώνα και ιδιαίτερα μετά την άλωση του Χάνδακα το 1669. Πειρατές εγκαταστάθηκαν στη Μήλο, την Πάρο, την Κίμωλο, τους Φούρνους, την Τήνο, την Ικαρία και την Τήνο. Το παράδειγμα των ξένων κουρσάρων ακολούθησαν και Έλληνες  Σφακιανοί, Μανιάτες, Ρουμελιώτες και Κυκλαδίτες.

Σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι μονές και οι εκκλησίες καθώς οι πειρατές έκαναν προσφορές με αντάλλαγμα την εξιλέωση και οι μονές στήριζαν τους πειρατές με παροχή τροφής και στήριξης. Η αντιπαλότητα Δυτικών και Ελλήνων οδηγούσε ακόμη και σε λεηλασίες ορθόδοξων και καθολικών ιερών τόπων αντίστοιχα. Η σύνδεση πειρατείας με τον ιερό πόλεμο ήταν προφανής.

Η κορύφωση της δράσης των κουρσάρων σε παγκόσμιο επίπεδο πραγματοποιήθηκε από τον 16ο ως τον 18ο αιώνα. Μόνο η Ισπανία είχε ισχυρό στόλο, ενώ οι Βρετανοί δημιούργησαν την αυτοκρατορία τους με την δράση των κουρσάρων, η οποία περιγράφεται γλαφυρά στο «Χρυσό Κύπελλο» του Τζων Στάινμπεκ. Σε αυτό περιγράφεται η ζωή του φημισμένου πειρατή Henry Morgan.

Ο Ναύαρχος Sir Henry Morgan του ζωγράφου Sir Peter Lely.

Πριν την Ελληνική Επανάσταση του 1821, οπλαρχηγοί Στερεάς Ελλάδας, Θεσσαλίας και Μακεδονίας μετατρέπονται σε πειρατές στην υπηρεσία του στολίσκου του Λάμπρου Κατσώνη και του Ρωσικού Στόλου του Σπυριδώφ κουρσεύοντας ευρωπαϊκά πλοία που μετέφεραν εμπορεύματα οθωμανικών συμφερόντων. Το 1807 στη Μονή Ευαγγελίστριας της Σκιάθου, φτιάχτηκε η πρώτη ελληνική σημαία (η οποία αρχικά διέθετε έναν σταυρό στο κέντρο με μπλέ βάθος) παρουσία μεγάλων οπλαρχηγών όπως ο Νικοτσάρας, ο Γιάννης Σταθάς και ο όσιος Νήφωνας ο ηγούμενος. Η σημαία ευλογήθηκε το 1807 και παρέστη ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Ο Γιάννης Σταθάς (Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο)

Κούρσο έκαναν και τα νησιά Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά, Κάσος αλλά και Σφακιανοί και Μανιάτες. Οι επαναστατικές ελληνικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να θεσπίσουν κανόνες και περιορισμούς στην πρακτική αυτή. Ο Ιωάννης Καποδίστριας ως κυβερνήτης της Ελλάδος περιόρισε αρκετά την πειρατεία εξαλείφοντας το κέντρο στις Βόρειες Σποράδες και την Γραμβούσα στην Κρήτη (για περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ). Με την Διακήρυξη των Παρισίων το 1856 η τακτική κουρσέματος καθίσταται παράνομη. Η διακήρυξη αυτή δέσμευε με τον τρόπο αυτόν τα κράτη που τήν υπέγραψαν, να μην χρησιμοποιούν ιδιώτες σε ρόλο κουρσάρου, σε μια εποχή μάλιστα που πολλά κράτη τους θεωρούσαν ούτως ή άλλως πειρατές, οι οποίοι απειλούσαν τις διηπειρωτικές επικοινωνίες και διαφορές (περισσότερα μπορείτε να διαβάστε εδώ).

Για το τί συμβαίνει αυτή την περιόδο με τις επιθέσεις στο στενό Bab-el-Mandeb μπορείτε να διαβάσετε εδώ

Η αιχμαλωσία του πλοίου της Βρετανικής Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών Kent από τον Γάλλο κουρσάρο Robert Surcouf ( του Ambroise Louis Garneray, Musée de La Roche-sur-Yon).

Δημοσιεύεται στο methormisakathektou.blog