Δωδεκάνησα ▪ Κομμάτι του Ελληνικού Κόσμου

28-1-2024

Γράφει ο Παναγιώτης Γέροντας, Ιστορικός-Συγγραφέας

Γενικά

Ο νομός Δωδεκανήσου ευρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Νότιου Αιγαίου και περιλαμβάνει το νησιωτικό συγκρότημα που είναι γνωστό ως Δωδεκάνησα. Το συγκρότημα αυτό εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων  35⁰ 18΄Β και 37⁰ 15΄ Β και των μεσημβρινών 26⁰ 12΄ Α και 29⁰ 30΄ Α. Η ονομασία Δωδεκάνησα δεν είναι σωστή διότι στην πραγματικότητα το συγκρότημα αποτελείται από 18 μεγαλύτερα νησιά και ένα πλήθος από ακατοίκητα ξερονήσια και βραχονησίδες.

Με τον όρο «Δωδεκάνησα» εννοούνται τα 11 μεγαλύτερα νησιά συν τη Μεγίστη ή  Καστελλόριζο. Η περιοχή του νομού αρχίζει στο Βορρά νότια της Σάμου και της Ικαρίας και φθάνει νοτιοδυτικά μέχρι την Κρήτη, ενώ δυτικά εκτείνεται από τις Κυκλάδες και ανατολικά μέχρι τις ακτές της Μ. Ασίας. Το σύνολο της χερσαίας επιφάνειας ανέρχεται σε 2.714 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ κατά την απογραφή του 2001 ο πληθυσμός ανερχόταν σε 190.071 ανθρώπους.

Το έδαφος των νησιών είναι κυρίως ορεινό και ημιορεινό με ένα σημαντικό ποσοστό πεδινών εκτάσεων. Το κλίμα είναι από τα πιο ευχάριστα της Μεσογείου με ήπιους χειμώνες και δροσερά καλοκαίρια. Η οικονομία των νησιών δεν είναι ομοιόμορφη. Την μεγαλύτερη ανάπτυξη παρουσιάζουν τα μεγαλύτερα νησιά Ρόδος και Κως ενώ τα μικρότερα και πιο απομονωμένα είναι λιγότερο αναπτυγμένα. Η οικονομία των Δωδεκανήσων στηρίζεται στην γεωργία, στη ναυτιλία, στη σπογγαλιεία, στον τουρισμό και στην βιοτεχνία-βιομηχανία. Τα μικρότερα νησιά του συγκροτήματος πάσχουν από την έλλειψη νερού και το φτωχό έδαφος με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής, ενώ η μη ύπαρξη επαρκών μέσων συγκοινωνίας εμποδίζει την ανάπτυξη άλλων τομέων της οικονομίας τους. Έτσι η οικονομία των μικρότερων νησιών είναι κυρίως εμβασματική, ζουν δηλαδή από τα εμβάσματα των κατοίκων τους που έχουν μεταναστεύσει στα μεγαλύτερα νησιά ή την Αθήνα και τη ναυτιλία.

 Σημαντικό κομμάτι της οικονομίας των νησιών αποτελεί ο τουρισμός με την συρροή τουριστών από όλο τον κόσμο. Πραγματικά τα Δωδεκάνησα προσφέρουν «τροφή» σε κάθε πιθανό ενδιαφέρον του επισκέπτη. Από τις εξωτικές παραλίες, τη νυκτερινή ζωή και την επαφή με την φύση μέχρι την αρχαιολογία, την ιστορία και τον θρησκευτικό τουρισμό.

Τα Δωδεκάνησα στην αρχαιότητα.

Από την αρχαιότητα τα νησιά των Δωδεκανήσων δρούσαν ως σύνολο και είχαν κοινή μοίρα, εν τούτοις στις αρχαίες πηγές αναφέρονται το κάθε ένα νησί ξεχωριστά με το όνομά του και όχι με τον όρο Δωδεκάνησα. Η ονομασία «Δωδεκάνησα» επικράτησε μόλις το 1908, όταν οι Νεότουρκοι επιχείρησαν να αφαιρέσουν από τα νησιά τα προνόμια που είχε παραχωρήσει ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής κυρίως μάλιστα τα προνόμια στη Ρόδο και την Κω.

Ο Κλεόβουλος ο Λίνδιος, ένας από τους επτά σοφούς της Αρχαιότητας

Οι πρώτοι γνωστοί κάτοικοι της Ρόδου θεωρούνται οι Τελχίνες οι οποίοι συγγένευαν με τους Τελχίνες της Κρήτης και της Κύπρου. Αργότερα εγκαταστάθηκαν στο νησί Αχαιοί και Κάρες[1] [2] και σημάδι της εγκατάστασής τους αυτής είναι η ονομασία της ακρόπολης της Ιαλυσού  Αχαΐα.[3]  Οι πηγές αναφέρουν ότι στη Ρόδο εγκαταστάθηκαν άποικοι από την Αίγυπτο οι οποίοι όμως την εγκατέλειψαν πιεζόμενοι από νεώτερους αποίκους με αρχηγό τον  Ίφικλο[4]. Αργότερα Αθηναίοι και Αργείοι με αρχηγό τον γιο του Ηρακλή και της Αστυοχείας Τληπόλεμο αποίκισαν εκ νέου τα νησιά[5] [6]. Στο «Νηών κατάλογο»[7] [8]αναφέρεται ότι τα Δωδεκάνησα πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με πολλές δυνάμεις. Μια από τις συνέπειες της άλωσης της Τροίας ήταν η  ναυτική ενδυνάμωση των Δωδεκανήσων και ο παραμερισμός των αντιπάλων τους στο εμπόριο Λυκίων.

Μετά τον Τρωικό Πόλεμο, ο Αλθαιμένης[9], εγγονός του βασιλιά του Άργους Τημένου κατέλαβε τις τρεις πόλεις της Ρόδου, Κάμιρο, Ιαλυσό και Λίνδο εγκαθιστώντας Δωριείς. Από τα νησιά μόνο η Λέρος και η Πάτμος αποικίστηκαν από Ίωνες. Το μοναρχικό πολίτευμα των νησιών καταργήθηκε μετά τον Τρωικό Πόλεμο και μόνο στις τρεις πόλεις της Ρόδου Κάμιρος, Ιαλυσός και Λίνδος διατηρήθηκε ως τον 6ο αιώνα π.Χ.. Τον 6ο αιώνα τύραννος της Λίνδου ήταν ο Κλεόβουλος, νομοθέτης και ποιητής, ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας[10]. Το 690 π. Χ. οι Λίνδιοι ίδρυσαν αποικίες: στη Σικελία την πόλη Γέλα, στα σύνορα της Λυκίας και Παμφυλίας την Φάσηλιν και πιθανότατα τους Σόλους στην Κιλικία. Έναν αιώνα αργότερα ίδρυσαν τον Ακράγαντα, ενώ οι Κώοι έγιναν συνοικιστές των σικελικών πόλεων Καμάρινας και Γέλας[11] [12].

Κατά τον 6ο αιώνα οι τρεις πόλεις της Ρόδου ίδρυσαν μαζί με την Κω, την Αλικαρνασσό και την Κνίδο την «Δωρική Εξάπολιν», της οποίας το πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο ήταν το ιερό του Ποσειδώνος που ευρισκόταν στο ακρωτήριο Τριόπιο[13]. Την περίοδο των Περσικών Πολέμων, τα νησιά περιήλθαν στους Πέρσες, εν τούτοις τα περισσότερα κατόρθωσαν να μην παράσχουν βοήθεια στους κατακτητές[14]. Μετά την ναυμαχία της Σαλαμίνας τα νησιά εντάχθηκαν στην Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία. Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο τάχθηκαν με το πλευρό των Αθηναίων και μόνο προς το τέλος του πολέμου η Ρόδος και η Κως αποστάτησαν[15] [16].

Το 408 π.Χ. οι τρεις πόλεις της Ρόδου ενώθηκαν  σε ένα κράτος και έφτιαξαν την πόλη Ρόδο. Η πόλη Ρόδος εξελίχθηκε σε μια από τις πιο πλούσιες και όμορφες περιοχές της Ελλάδος. Η Ρόδος αφού απέκτησε μεγάλο εμπορικό στόλο, επέβαλε τους δικούς της νόμους, οι οποίοι αναγνωρίστηκαν από τις ελληνικές πόλεις ως «ναυτικό δίκαιο».[17] Το 378 π.Χ. οι Ρόδιοι συμμετείχαν στην Β΄ Αθηναϊκή Συμμαχία η οποία ήταν το αποτέλεσμα της αποδυνάμωσης της ηγεμονίας της Σπάρτης και της ανάκτησης της ναυτικής υπεροχής μετά τη ναυμαχία στη Κνίδο[18]. Λόγω όμως της αυταρχικής συμπεριφοράς των Αθηναίων οι Ρόδιοι, οι Κώοι, οι Χίοι και οι Βυζάντιοι, ύστερα από προτροπή του σατράπη της Καρίας Μαύσωλου-ο οποίος εποφθαλμιούσε τη Ρόδο-θα αποστατήσουν με αποτέλεσμα το ξέσπασμα του λεγόμενου «Συμμαχικού Πολέμου» (357-6 π.Χ.) που οδήγησε σε ήττα των Αθηναίων και στη συνθηκολόγησή τους με την Περσία[19]. Στη συνέχεια όμως οι Ρόδιοι ήθελαν να απαλλαγούν από την κηδεμονία του Μαύσωλου και ζήτησαν την βοήθεια των Αθηναίων. Για αυτή την περίσταση ο Δημοσθένης, ο μεγαλύτερος ρήτορας της αρχαιότητας, εκφώνησε λόγο «Υπέρ των Ροδίων Ελευθερίας» με το οποίο προέτρεπε τους Αθηναίους να βοηθήσουν τους Ρόδιους ν’ ανακτήσουν την ελευθερία τους. Η Ρόδος μαζί με την Κω και την Χίο θα μείνει για αρκετά χρόνια ακόμα υπό την κυριαρχία των Καρών[20].

Ο σατράπης της Καρίας Μαύσωλος (Βρετανικό Μουσείο)

Επί της εποχής των Διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, τα Δωδεκάνησα ακολούθησαν τη συνετή πολιτική της ουδετερότητας με αποτέλεσμα την οικονομική και πολιτική τους πρόοδο. Στο πόλεμο του Αντιγόνου εναντίον του Πτολεμαίου της Αιγύπτου, η Ρόδος κράτησε ουδέτερη στάση με αποτέλεσμα την πολιορκία της πόλης από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή. Η πολιορκία αφού κράτησε ένα χρόνο (305-4 π.Χ.) λύθηκε ευνοϊκά για τους Ροδίους, οι οποίοι σε ανάμνηση της σωτηρίας τους έφτιαξαν τον «Κολοσσό της Ρόδου»[21].

Κατά τους χρόνους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το καθεστώς των Δωδεκανήσων εξαρτιόταν από τις διαθέσεις του εκάστοτε αυτοκράτορα. Μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου, το 395 μ.Χ. το ρωμαϊκό κράτος χωρίζεται σε δυτικό και ανατολικό και τα Δωδεκάνησα περνάνε στην κυριαρχία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Τα Δωδεκάνησα στη βυζαντινή περίοδο.

Στη βυζαντινή περίοδο τα Δωδεκάνησα ανήκαν αρχικά στην «Επαρχία των Νήσων»[22] που είχε συσταθεί από τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό με πρωτεύουσα την πόλη Ρόδο και αργότερα, όταν εφαρμόστηκε το σύστημα των θεμάτων[23] [24], τα Δωδεκάνησα μοιράστηκαν σε τρία θέματα: των Κιβυραιωτών[25], της Σάμου και του Αιγαίου Πελάγους. Λόγω της θέσεώς τους τα Δωδεκάνησα δέχθηκαν πολλές  και καταστροφικές επιδρομές, από τους Πέρσες, τους Σαρακηνούς, τους Βενετούς, τους Γενουάτες, τους Σταυροφόρους, τους Άραβες[26] και τους Σελτζούκους Τούρκους.

Το 1309 τα Δωδεκάνησα περιήλθαν στην εξουσία των ιπποτών του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη, επικεφαλής των οποίων ήταν ο μέγας μάγιστρος  Φουλκ ντε Βιλαρέ, και έμειναν υπό την κυριαρχία τους μέχρι το 1522, οπότε ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής τους εξανάγκασε να αποχωρήσουν από τα Δωδεκάνησα και την Αλικαρνασσό. Οι Ιωαννίτες Ιππότες (ή Οσπιτάλιοι ή Ιππότες της Μάλτας ή της Ρόδου) ιδρύθηκαν ως τάγμα στα Ιεροσόλυμα κατά τον 11ο αιώνα για την εξυπηρέτηση προσκυνητών και ασθενών. Το τάγμα ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή, είχε ως κέντρο έναν ξενώνα και ελεγχόταν από τους Αμαλφίτες εμπόρους. Τα μέλη του τάγματος ήταν κυρίως Βενεδικτίνοι μοναχοί, οι οποίοι αντικαταστάθηκαν με άλλα μέλη στην πρώτη ανανέωση του τάγματος όπου και πήρε την ονομασία «Οσπιτάλιοι (ξενοδόχοι) του Αγίου Ιωάννου». Γρήγορα όμως το τάγμα απέκτησε και στρατιωτικό σκέλος για την προστασία των χριστιανών προσκυνητών στην Παλαιστίνη[27].

Κατά την εισβολή του Σαλαντίν στην Παλαιστίνη και την πτώση της Ιερουσαλήμ (1187), το τάγμα εγκαταστάθηκε στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, αργότερα στην Κύπρο (1291) και τέλος στη Ρόδο (1309) και γι’ αυτό ονομάστηκαν και «Ιππότες της Ρόδου». Εκεί οργανώθηκαν στρατιωτικά και απέκρουσαν πολλές επιθέσεις και πολιορκίες. Παρόλα αυτά το 1522 αναγκάστηκαν να εκκενώσουν την Ρόδο μετά από επίμονη πολιορκία των Οθωμανών και να καταφύγουν στη νήσο Μάλτα, όπου τους παραχωρήθηκε γη. Ο στόλος του τάγματος ήταν αρκετά ισχυρός και ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα στον έλεγχο των εμπορικών οδών  και την εξουδετέρωση της πειρατείας στη Μεσόγειο. Το 1565 οι Ιωαννίτες απέκρουσαν προσπάθεια κατάληψης της Μάλτας από τον Σουλεϊμαν του Μεγαλοπρεπή, ενώ ο στόλος των Ιωαννιτών  έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571).

Τα Δωδεκάνησα υπό οθωμανική διοίκηση.

Τα Δωδεκάνησα από την στιγμή που κατακτήθηκαν από τους Οθωμανούς ακολούθησαν την μοίρα όλου του υπόλοιπου υπόδουλου Ελληνισμού. Εξάλλου μέχρι το 1908 για τους Οθωμανούς δεν υπήρχε διαχωρισμός για τα Δωδεκάνησα από τα υπόλοιπα αιγαιοπελαγίτικα νησιά στα οποία η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν  Έλληνες[28].

Σύμφωνα με το διοικητικό σύστημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο ελλαδικός χώρος ήταν αρχικά χωρισμένος σε δύο μεγάλες διοικητικές περιφέρειες τα «Εγιαλέτ» της Ανατολής και της Ρούμελης. Αργότερα δημιουργήθηκαν περισσότερα «εγιαλέτια» τα οποία χωρίστηκαν σε «σαντζάκ» και «καζάδες». Στη συνέχεια τα «σαντζάκια» ενώθηκαν σε «πασαλίκια» και «βιλαέτια» και αργότερα υποδιαιρέθηκαν και πάλι στα «σαντζάκ» και στους «καζάδες». Το βιλαέτι το διοικούσε ο «βαλής», ενώ το «σαντζάκ» το διοικούσε ο «μουτεσαρίφης» ή «σαντζάκμπεης». Τον καζά διοικούσε ο καϊμακάμης με την βοήθεια ενός διοικητικού, συνήθως τετραμελούς, συμβουλίου απαρτιζόμενο συνήθως από ντόπιους κατοίκους του νησιού. Επικεφαλής της αστυνομίας, της εφορίας και της οικονομικής διαχείρισης ήταν Τούρκοι, ενώ υπήρχε και ένας ανώτατος δικαστής, ιεροδίκης, για τις αστικές, εμπορικές και ποινικές υποθέσεις των Μουσουλμάνων, ο «καδής». Οι δικαστές αυτοί ήταν αρμόδιοι και για τις ποινικές υποθέσεις μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων[29] [30].

Η έδρα του βαλή ήδη πριν την επανάσταση του 1821, είχε μεταφερθεί στη Χίο και η Ρόδος έγινε σαντζάκι υπό τη δικαιοδοσία του «Καπουδάν Πασά», του μεγάλου ναυάρχου που ήταν και υπουργός των Ναυτικών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σ’ αυτήν υπάγονταν τα νησιά Σύμη, Τήλος, Χάλκη, Νίσυρος και Κως.

Με βάση τον ισλαμικό νόμο, όλες οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις πέρασαν στην κυριότητα του σουλτάνου, ο οποίος τις μοίραζε έναντι υπηρεσιών στους τιτλούχους άρχοντες της Αυτοκρατορίας (πολεμιστές, πασάδες, κ.λπ.). Οι Έλληνες εξαγόραζαν την ζωή τους με την καταβολή του κεφαλικού φόρου, το επονομαζόμενο «χαράτσι», ο οποίος ήταν φόρος εγγείου ιδιοκτησίας. Το μεγαλύτερο μέρος των εύφορων περιοχών της Ρόδου πέρασε στους Τούρκους, ενώ ένα άλλο τμήμα της γης δόθηκε σε θρησκευτικά ιδρύματα τα «βακούφια». Ελάχιστα ήταν τα κτήματα που πωλούσαν οι Τούρκοι σε ντόπιους Ρόδιους όταν έφευγαν από το νησί[31].

Ο σουλτάνος με μια σειρά από φιρμάνια καθόριζε το σύστημα είσπραξης των φόρων ούτως ώστε να αποφεύγονται ατασθαλίες των τοπικών κρατικών αξιωματούχων, οι οποίοι επέβαλαν περισσότερους φόρους στους ντόπιους[32]. Στον θρησκευτικό τομέα η Ορθοδοξία δια μέσου του Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως γίνεται εγγύηση της ομαλής ένταξης των Ορθοδόξων στο θρησκευτικό κοινωνικό σύστημα της Αυτοκρατορίας, το σύστημα των μιλλέτ. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δεν έχει μόνο θρησκευτικές εξουσίες, αλλά και διοικητικές-δικαστικές πάνω στους Ορθόδοξους χριστιανούς. Ο εκάστοτε μητροπολίτης στα Δωδεκάνησα γίνεται «ένας μικρός Πατριάρχης» για την μητροπολιτική του περιφέρεια καθώς ασκεί θρησκευτική και διοικητική εξουσία. Οι μητροπολίτες Δωδεκανήσου είναι κύριοι των εκκλησιών και των μοναστηριών της επικράτειάς τους, τηρούν τα ληξιαρχικά βιβλία και εκδίδουν άδειες γάμων και βαπτίσεων, εποπτεύουν και διευθύνουν τα ελληνικά σχολεία, προβαίνουν στη σύνταξη συμβολαιογραφικών πράξεων και προικοσύμφωνων, αναλαμβάνουν τους τομείς διοίκησης, εκπαίδευσης και δικαιοσύνης, την οποία απονέμουν με τα πνευματικά και μικτά δικαστήρια, στα οποία ο μητροπολίτης είναι πρόεδρος και μετέχουν στο Νομαρχιακό Συμβούλιο[33].

Στην τελευταία περίοδο της οθωμανικής διοίκησης (1800-1911) των νησιών παρόλο που η διοίκηση παρουσιάζεται βελτιωμένη, εν τούτοις δεν θα λείψουν οι ακρότητες, οι σφετερισμοί, οι δημεύσεις περιουσιών και οι εξορίες εκ μέρους των κρατικών αξιωματούχων. Στα φιρμάνια του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ (1808-1839) και των διαδόχων του, θα εξαιρεθεί η Ρόδος και η Κως από τα προνόμια της αυτοδιοίκησης και των φορολογικών διευκολύνσεων, τα οποία παρέχονται στα άλλα νησιά. Παρόλα αυτά οι κάτοικοι αποκτούν σταδιακά κάποια πολιτικά δικαιώματα, όπως τη δυνατότητα απόκτησης κυριότητας σε ακίνητα, με αποτέλεσμα να επιδίδονται σε αγοραπωλησίες με τους Τούρκους[34].

Με την επανάσταση των Νεότουρκων και την ψήφιση του Τουρκικού Συντάγματος το 1908 οι Έλληνες της Αυτοκρατορίας θεώρησαν αρχικά ότι αυτή θα ήταν η αρχή της δικαιοσύνης και της ισοπολιτείας μεταξύ των εθνών της Αυτοκρατορίας. Οι ελπίδες τους όμως γρήγορα διαψεύστηκαν καθώς οι Νεότουρκοι άμεσα κινήθηκαν για την άρση των οποιωνδήποτε προνομίων είχαν παραχωρηθεί στις μειονότητες στα πλαίσια του οθωμανικού συστήματος των μιλλέτ. Σε αυτήν την περίοδο θα επικρατήσει και ο όρος Δωδεκάνησα καθώς οι Νεότουρκοι ήθελαν να άρουν τα προνόμια που απολάμβαναν αυτά τα νησιά[35]. Το 1911 με τον ιταλοτουρκικό πόλεμο τα Δωδεκάνησα θα περάσουν στην κυριαρχία των Ιταλών.

Η ιταλική κατοχή των Δωδεκανήσων.

Η Ιταλία επιτέθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στις 16/29 Σεπτεμβρίου 1911 με αφορμή την κακή μεταχείριση των Ιταλών εμπόρων στην Τριπολίτιδα. Η βαθύτερη όμως αιτία πρέπει να αναζητηθεί στην επιθυμία της Ρώμης να εξασφαλίσει τον έλεγχο στην Λιβύη. Επιδίωξη της Ιταλίας ήταν να εξασφαλίσει στην Ανατολική Μεσόγειο μια ζώνη αποκλειστικού ελέγχου. Η άρνηση της οθωμανικής διοίκησης να αποδεχθεί τελεσίγραφο των Ιταλών για στρατιωτική εγκατάσταση στην Τριπολίτιδα και την Κυρηναϊκή, οδήγησε σε ιταλική στρατιωτική απόβαση στην Βόρεια Αφρική. Η παθητική στάση των Μ. Δυνάμεων λόγω της διεθνούς κρίσης στο Αγιαδίρ[36] , αλλά και λόγω της επιθυμίας να αποφύγουν την σύγκρουση με την Ρώμη, επέτρεψε στη Ρώμη ν’ ανακηρύξει στις 5 Νοεμβρίου την προσάρτηση της Τριπολίτιδας.

Οι οθωμανικές δυνάμεις αντέταξαν σοβαρή αντίσταση και ανάγκασαν τους Ιταλούς να μεταφέρουν αλλού τις επιθέσεις τους. Στην αρχή οι Ιταλοί βομβάρδισαν τα Δαρδανέλλια και στην συνέχεια στις 5 Μαΐου του 1912 με επικεφαλής τον στρατηγό Giovanni Ameglio (Αμέλιο) αποβιβάστηκαν στη Ρόδο και σε λίγες μέρες έκαμψαν και την τελευταία αντίσταση της οθωμανικής φρουράς.

Οι Έλληνες κάτοικοι του νησιού υποδέχθηκαν τους Ιταλούς ως απελευθερωτές και βοήθησαν στην διεξαγωγή των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Η έκφραση των ζωηρών προσδοκιών του ελληνικού πληθυσμού των Δωδεκανήσων διατυπώθηκε στο ψήφισμα του Εθνικού Πανδωδεκανησιακού Συνεδρίου, το οποίο συνήλθε στην Ιερά Μονή του Θεολόγου στη Πάτμο, τον Ιούνιο του 1912 το οποίο ευχαριστεί τους Ιταλούς, διαδηλώνει την απόφαση του ελληνικού πληθυσμού να αποτρέψει πάση θυσία την επαναφορά του οθωμανικού καθεστώτος, ενώ τέλος κηρύσσει την αυτονομία των απελευθερωμένων νησιών τα οποία ονομάζονται «Πολιτεία του Αιγαίου».[37]

Οι Ιταλοί παρέμειναν στην διοίκηση των Δωδεκανήσων μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1943. Ενώ στην αρχή είχαν διακηρύξει ότι η κατοχή των Δωδεκανήσων ήταν προσωρινή στην συνέχεια σκοπός τους έγινε η μονιμοποίηση της κατάστασης. Στο πλαίσιο αυτό οι Ιταλοί προχώρησαν μεθοδικά στον  εξιταλισμό των νησιών. Οι Ιταλοί ήλεγχαν τις αφίξεις των Ελλήνων στα νησιά, απαγόρευσαν την κυκλοφορία ελληνικών εφημερίδων, ενώ στην εφημερίδα «Νέα Ρόδος» απαγορεύτηκε η αναφορά στις νίκες των Ελλήνων στους Βαλκανικούς Πολέμους.

Οι Ιταλοί «χτύπησαν» ιδιαίτερα τον τομέα της Παιδείας και του Πνεύματος. Αυστηρή λογοκρισία επεβλήθη σε όλα τα έντυπα των νησιών, ενώ εξορίστηκαν και εκτοπίστηκαν διανοούμενοι και πνευματικοί επιφανείς άνθρωποι της δωδεκανησιακής κοινωνίας. Ο ίδιος μάλιστα ο Ameglio παρακολουθούσε και ήλεγχε την αλληλογραφία του φιλολόγου και διευθυντή του Βενετοκλείου Γυμνασίου Δημητρίου Αναστασιάδη τον οποίο εξόρισε αργότερα. Από το 1913  σχεδιάζουν την ίδρυση ιταλικού πανεπιστημίου με σχολές ιατρικής και πολιτικών επιστημών για να μπορέσει η Ιταλία να ανταγωνιστεί την πολιτιστική επιρροή της Αγγλίας και της Γαλλίας στη Μέση Ανατολή. Η ίδρυση του πανεπιστημίου δεν έγινε ποτέ.

 Από το 1915 αρχίζει η προώθηση της διδασκαλίας της ιταλικής γλώσσας με την δημιουργία νυχτερινών σχολείων τα οποία προσελκύουν αρκετούς μαθητές λόγω ελλείψεως διδάκτρων και δυνατότητας συνδυασμού με πρωινή εργασία. Ήδη από το 1914 είχε γίνει προσπάθεια απαγόρευσης Ελλήνων εκπαιδευτικών στα Δωδεκάνησα. Tο 1916 η ιταλική διοίκηση διόρισε επόπτη όλων των σχολείων της Δωδεκανήσου τον αρχαιολόγο Amedeo Maiuti. Ο επόπτης αρνείται το διορισμό του καθηγητή Γαλλικών και εγκρίνει μόνο το διορισμό γυμνασιάρχη στο Βενετόκλειο Γυμνάσιο. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1916 ιδρύθηκε με την υποστήριξη της διοίκησης παράρτημα της μορφωτικής εταιρείας Dante Alighieri. Η Dante Alighieri άνοιξε διάφορα σχολεία στη Ρόδο με σκοπό τη διάδοση της ιταλικής γλώσσας και πολιτισμού.

Το ίδιο έτος διορίζεται στο Βενετόκλειο καθηγητής της Ιταλικής γλώσσας ο Ιωάννης Μακρής. Διπλωματούχοι δάσκαλοι που είχαν έλθει από την Ιταλία, καθώς και αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του στρατού ανέλαβαν διδακτικό έργο. Συνολικά το 1916 – 1917 τα Ιταλικά παρακολούθησαν 2.353 μαθητές. Το 1917 ο διοικητής Croce εκφράζει την ευαρέσκειά του για την εισαγωγή της Ιταλικής γλώσσας στο «Βενετόκλειο» Γυμνάσιο.

Το 1926 ιδρύθηκε στην Ρόδο το «Istituto Magistrale» («Ιταλικό Διδασκαλείο») στο οποίο έπρεπε απαραιτήτως να φοιτήσουν όσοι Δωδεκανήσιοι ήθελαν να γίνουν δάσκαλοι. Ακόμη αναγνωρίζονταν μόνο τα πτυχία των ιταλικών πανεπιστημίων, ενώ υπήρχε κατεύθυνση οι Δωδεκανήσιοι να σπουδάζουν στο Πανεπιστήμιο της Πίζας.

Το Πάσχα του 1919 οι Δωδεκανήσιοι με συλλαλητήρια διαδήλωσαν την διάθεση του ελληνικού πληθυσμού για ένωση με την μητέρα Ελλάδα. Σε αυτές τις διαδηλώσεις όμως τα κυβερνητικά όργανα έχασαν την ψυχραιμία τους με αποτέλεσμα να αρχίσουν να πυροβολούν τους διαδηλωτές με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο διαδηλωτές και να τραυματιστούν άλλοι δεκαοχτώ. Εμπνευστής των διαδηλώσεων θεωρήθηκε από τις ιταλικές αρχές ο μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος ο Α΄ (Τρύφωνος)[38], τον οποίο οι Ιταλοί τον συνέλαβαν και τον εξόρισαν στην Πάτμο και από εκεί έφυγε στην Κωνσταντινούπολη.

Η Συνθήκη της Λωζάννης (24/7/1923) σηματοδοτεί και την de jure μόνιμη  ιταλική κατάληψη και πλήρη κυριαρχία. Από το 1923 μέχρι την 11/9/1943 τα Δωδεκάνησα θα είναι προσαρτημένα στο Ιταλικό Βασίλειο έχοντας τον χαρακτηρισμό «Possedimento» («Κτήση») του ιταλικού Κοινοβουλίου. Οι δύο κυβερνήτες της Ιταλίας  στα Δωδεκάνησα  Mario Lago (Νοεμβριος 1922-Νοέμβριος 1936) και Cesare Maria De Vecchi conte di Val Cismon (Νοέμβριος 1936-Δεκέμβριος 1940) θα είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα απολυταρχικής διοικήσεως. Σε όλους τους τομείς επιχειρείται ένας βίαιος εξιταλισμός. Κυβερνητικό διάταγμα του 1924 περί δασικής ζώνης επέφερε την οικονομική εξαθλίωση των νησιών.[39] Με το πρόσχημα της αναδάσωσης και την προστασία των δασών ο αγρότης υποχρεωνόταν σε βαριά πρόστιμα. Στο τέλος  έχανε τα πάντα και κατέληγε να δουλεύει με εξευτελιστικές απολαβές εργάτης στα ιταλικά δημόσια έργα. Επίσης το 1929 με το νέο κτηματολόγιο, η ιταλική Διοίκηση κρατικοποίησε όλα τα δάση που ανήκαν σε κοινότητες, στην Εκκλησία, σε μοναστήρια και σε ιδιώτες[40]. Οι Ιταλοί έλαβαν ανθελληνικά μέτρα και στο εμπόριο και την βιοτεχνία. Τα ιταλικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που είχαν ανοίξει υποκαταστήματα στα Δωδεκάνησα δεν ευνοούσαν παροχή πιστώσεων σε Έλληνες εμπόρους. Τέλος, από το 1926 οι Ιταλοί δεν δίνουν άδειες ασκήσεως του εμπορικού επαγγέλματος στους Έλληνες. Το χονδρικό εμπόριο είχε περάσει όλο στα χέρια Ιταλών, Φραγκολεβαντίνων και Εβραίων.[41]Ο Cesare Maria De Vecchi, 1st Conte di Val Cismon στο γραφείο (Δημόσια και Κεντρική Βιβλιοθήκη Ρόδου)

  Όλα τα σημαντικά μονοπώλια είχαν περάσει σε ιταλικές εταιρείες, όπως του καπνού, των ξηρών καρπών, της οινοπνευματοποιίας, της αλευροβιομηχανίας, της κεραμοποιίας, της αγγειοπλαστικής κ.α.. Από τις έντεκα γραμμές θαλασσίων μεταφορών και ακτοπλοΐας, οι έξι ήταν ιταλικές, μία γαλλική, δύο τουρκικές και δύο ελληνικές.[42] Παρόμοια ιταλική κυριαρχία παρατηρείται και στις μεγάλες τουριστικές μονάδες αλλά και στις μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες.[43]

Στα εκκλησιαστικά ζητήματα η ιταλική Διοίκηση ήρθε σε σύγκρουση με τους Έλληνες της Δωδεκανήσου στο θέμα του Αυτοκεφάλου της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι προσπάθειες ίδρυσης Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Δωδεκανήσου από τον κυβερνήτη Lago προσέκρουσαν πάνω στην αντίδραση του ποιμνίου[44] στα Δωδεκάνησα, των Δωδεκανησίων της διασποράς (Αθήνας και Αιγύπτου) καθώς και στην αναβλητική στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τελικά το όλο θέμα «υποβαθμίστηκε» από τον κυβερνήτη De Vecchi.[45]

Παρέλαση στρατιωτικών τμημάτων στο Μαντράκι της Ρόδου (Foro Italico) το 1937. Ο De Vecchi έφιππος χαιρετά φασιστικά. (Από το περιοδικό Immagini di Storia, τεύχος 4, aprile 1994- Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ρόδου)

Στις 4 Ιανουαρίου του 1932, η Ιταλία υπογράφει με την Τουρκία συνθήκη καθορισμού της αιγιαλίτιδας ζώνης μεταξύ Καστελλόριζου και τουρκικών ακτών. Πρωτόκολλο (28 Δεκεμβρίου) ρυθμίζει όλα τα εναπομείναντα ζητήματα μεταξύ των δύο κρατών σχετικά με τα θαλάσσια σύνορα των Δωδεκανήσων με το πιο κατηγορηματικό τρόπο.

Ιδιαίτερα σκληρή πολιτική θα επιβάλει ο De Vecchi ο οποίος ξεκάθαρα δήλωσε ότι σκοπός του ήταν η εξομοίωση των Δωδεκανήσων με την υπόλοιπη Ιταλία.[46] Με διάταγμα του 1937 η ιταλική Διοίκηση υποβιβάζει την ελληνική γλώσσα σε «lingua locale» (τοπική γλώσσα). Έγινε μάθημα προαιρετικό και διδασκόταν στα σχολεία χωρίς βιβλία. Όλα τα μαθήματα γίνονταν στα ιταλικά. Επιπλέον μπήκε στα σχολεία και το μάθημα της «cultura fascista» («φασιστική αγωγή»).

Η γερμανική και αγγλική κατοχή των Δωδεκανήσων.

Τα Δωδεκάνησα ευρίσκονται υπό τον έλεγχο των Γερμανών από την 11η Σεπτεμβρίου 1943, όπου ο τελευταίος Ιταλός κυβερνήτης Inigo Campioni υπέγραψε την παράδοση του Ιταλικού Στρατού στον Γερμανό στρατηγό Kleeman ως απότοκο της προηγηθείσης συνθηκολόγησης της Ιταλίας, μέχρι τις 9 Μαΐου 1945. Η γερμανική κατοχή έφερε πείνα και εξαθλίωση στον δωδεκανησιακό λαό και πολλές διώξεις Ελλήνων και Εβραίων. Μετά την μάχη της Κω κατά την οποία οι Γερμανοί κατέλαβαν το νησί, οι νέοι κατακτητές  προχώρησαν σε μαζικές εκτελέσεις Ιταλών αξιωματικών που αντιστάθηκαν στους εισβολείς.

Οι Γερμανοί λόγω της κρίσιμης καμπής που είχε ο πόλεμος για αυτούς δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα για τα κοινωνικά, θρησκευτικά και εκπαιδευτικά ζητήματα των νησιών. Αυτά τα ζητήματα συνέχιζε να τα ασκεί μια σκιώδης ιταλική διοίκηση. Παρόλα αυτά έδωσαν το δικαίωμα στα ελληνικά κατηχητικά να λειτουργήσουν ελευθέρως ως ημερήσια σχολεία εφαρμόζοντας μάλιστα και το αναλυτικό πρόγραμμα του ελληνικού Υπουργείου Παιδείας. Η απόφαση αυτή ουσιαστικά καταργούσε το διάταγμα του 1937, αν και ποτέ δεν έγινε επισήμως για πολιτικούς λόγους[47]. Η λειτουργία των κατηχητικών έφερε σε σύγκρουση την Μητρόπολη της Ρόδου με τους Ιταλούς ιθύνοντες και οι Γερμανοί ανέλαβαν τον ρόλο του διαιτητή. Οι Γερμανοί τελικά επέτρεψαν την καθημερινή λειτουργία των κατηχητικών υπό την εποπτεία της Μητροπόλεως Ρόδου με τον όρο ότι οι ώρες λειτουργίας τους δεν θα συνέπιπταν με αυτές των «κυβερνητικών σχολείων» τα οποία τελούσαν υπό ιταλικό έλεγχο. Η Μητρόπολη της Ρόδου οργάνωσε τα «κατηχητικά σχολεία» ενώ τα ιταλικά «κυβερνητικά σχολεία» τα σχολικά έτη 1944-45 λειτουργούσαν στοιχειωδώς ή και καθόλου λόγω ελλείψεως μαθητών.

Ήδη από τον επόμενο χειμώνα από την εγκαθίδρυση της γερμανικής κατοχής στα Δωδεκάνησα, βρετανικές δυνάμεις σε συνεργασία με τους άνδρες του Ιερού Λόχου υπό τον συνταγματάρχη Χριστόδουλο Τσιγάντε σχεδίαζαν την κατάληψη των Δωδεκανήσων για λογαριασμό των Συμμάχων. Στις 8 Μαΐου 1945 έφτασε στη Σύμη ο διοικητής Δωδεκανήσου, υποστράτηγος Βάγκνερ, για να υπογράψει πρακτικό παράδοσης των εκεί γερμανικών δυνάμεων στους αντιπροσώπους των Συμμάχων – Αγγλίας, Γαλλίας και Ελλάδας. Στη συνέχεια, ο Ιερός Λόχος αποχώρησε και τα νησιά περιήλθαν υπό βρετανική στρατιωτική διοίκηση, η οποία παρέμεινε για δύο σχεδόν χρόνια. Η αγγλική διοίκηση διατήρησε το διοικητικό και φοροεισπρακτικό σύστημα της φασιστικής Ιταλίας, οι Ιταλοί υπάλληλοι παρέμειναν στις θέσεις του ενώ δείχθηκε απροθυμία για την παλιννόστηση των Δωδεκανήσιων Ελλήνων που ζούσαν στο εξωτερικό[48].

Ο Χ. Τσιγάντες καθιστός στο κέντρο σε καΐκι του ΑΕΣΗ (πηγή: Σταύρος Σουλής, Levant Schooner Flotilla, Αγγλοελληνικός Στολίσκος Ημιολιών (ΑΕΣΗ). Ο άγνωστος πόλεμος των καικιών κατά τον Β’ Π.Π., ΝΕΑ IPMS ΕΛΛΑΔΟΣ, τ. 49-50,Μάρτιος 2021).

Στην συνέχεια η παραχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα ακολούθησε τις γεωπολιτικές εξελίξεις και ιδίως την ενδυνάμωση της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία έδινε εδάφη στους δορυφόρους της. Αντίθετα για την Ελλάδα δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιηθούν άλλες εδαφικές διεκδικήσεις πλην αυτών των Δωδεκανήσων. Παράλληλα στα εσωτερικά της Ελλάδος είχε επικρατήσει εκρηκτική εμφυλιακή πόλωση και η παραχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα θα ενίσχυε το κύρος της ελληνικής Κυβέρνησης στην ελληνική κοινή γνώμη. Η Τουρκία από την άλλη δεν είχε αντίρρηση τότε να παραχωρηθούν τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα με τον μόνο όρο ότι θα κατοχυρωνόταν η ασφάλεια των μικρασιατικών παραλίων. Η στάση αυτής της Τουρκίας πήγαζε από την πεποίθηση ότι έπρεπε να ακολουθήσει συντηρητική πολιτική στο ρευστό μεταπολεμικό περιβάλλον με πρώτη προτεραιότητα την εδαφική ακεραιότητά της. Παράλληλα δεν ήθελαν οι Τούρκοι ιθύνοντες να ερεθίσουν περαιτέρω τους Σοβιετικούς οι οποίοι το καλοκαίρι του 1946 έθεσαν θέμα αναθεώρησης του καθεστώτος των Στενών· ενέργεια που από την Δύση ερμηνεύτηκε ως μία δυναμική προσπάθεια της σοβιετικής πολιτικής για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου.

Η μόνη αντίδραση η οποία όμως ξεπεράστηκε γρήγορα κατά την διάρκεια των συνεδριάσεων του Συμβουλίου των υπουργών των Εξωτερικών των Συμμάχων στο Παρίσι το 1946 ήταν από την Σοβιετική Ένωση λόγω της «δυσπιστίας» της προς την «αντιδραστική» ελληνική Κυβέρνηση. Τελικά όμως η σοβιετική πλευρά δέχθηκε την παραχώρηση των Δωδεκανήσων μαζί με το Καστελόριζο στην Ελλάδα με μοναδικό όρο την αποστρατικοποίηση των νήσων.

Την απόφαση των υπουργών επικύρωσε η συνθήκη της Ελλάδας και Ιταλίας που υπεγράφη στο Παρίσι (10 Φεβρουαρίου 1947). Η συνθήκη αυτή απέδιδε στην Ελλάδα την ιταλική κυριαρχία επί των Δωδεκανήσων όπως αυτή είχε συμφωνηθεί με την συνθήκη ειρήνης του Ουσύ (18 Οκτωβρίου 1912-αναγνώριση ιταλικής κυριαρχίας Δωδεκανήσου και Καστελόριζου), το άρθρο 15 της Συνθήκης της Λωζάννης[49] και τις ιταλοτουρκικές συμφωνίες του 1932, με τις οποίες καθορίζονταν τα ιταλοτουρκικά θαλάσσια σύνορα. Η Ελλάδα λοιπόν συμφώνως του Διεθνούς Δικαίου ανέλαβε ως διάδοχο κράτος τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Ιταλίας όπως αυτά ορίζονταν από τις προαναφερθείσες συνθήκες και συμφωνίες.

Η ανάληψη της διοίκησης των νησιών από την Ελλάδα έγινε στις 31 Μαρτίου 1947 με την παράδοσή τους από τους Βρετανούς στον Έλληνα στρατιωτικό διοικητή, αντιναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη. Τα Δωδεκάνησα προσαρτήθηκαν και επισήμως στην Ελλάδα στις 7 Μαρτίου 1948. Ο στρατιωτικός διοικητής αποχώρησε και συστάθηκε η Γενική Διοίκηση Δωδεκανήσου, με πρώτο γενικό διοικητή τον Κάσιο γιατρό και αγωνιστή, Νικόλαο Μαυρή.[50]

Συμπεράσματα.

Η ιστορία των Δωδεκανήσων δείχνει ξεκάθαρα δύο πράγματα. Πρώτον, ότι αποτελούν μια γεωγραφική ενότητα. Πράγματι διαχρονικά τα νησιά αυτά συνδέονται με κοινή μοίρα. Από την Αθηναϊκή Συμμαχία στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και το Βυζάντιο και από εκεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, την Ιταλία,  την Γερμανία, την Αγγλία και την τελικά την Ελλάδα, τα Δωδεκάνησα πορεύονται μαζί στο χρόνο.

Δεύτερον, η βαθιά ελληνικότητα των νησιών. Αυτό δεν αποτελεί σχήμα λόγου, είναι μια αναμφισβήτητη αλήθεια. Τα Δωδεκάνησα κατοικούνται από Έλληνες συνεχόμενα από τα μυκηναϊκά χρόνια, ίσως και πιο πριν. Προσπάθειες αλλοίωσης και αφομοίωσης του ελληνικού πληθυσμού προσέκρουσαν πάνω στην ακλόνητη πίστη του πληθυσμού των Δωδεκανήσων στην ελληνική ταυτότητά του. Η ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα σηματοδότησε την εθνική ολοκλήρωση αλλά και μια πραγμάτωση δικαιοσύνης γιατί μετά από την παρέλευση πολλών κατακτητών και αιώνων ο ελληνικός πληθυσμός των Δωδεκανήσων ευτύχησε να ενωθεί με τους υπόλοιπους αδελφούς Έλληνες.

Δωδεκανήσιοι γονατίζουν μπροστά στην Ελληνική Σημαία.

[1] Θουκυδίδου Ιστορία, τόμος Α΄ παρ 4-9.

[2] «Αμέσως μετά την παρακμή της Κρήτης οι Μυκηναίοι έσπευσαν να ιδρύσουν εμπορεία στον Τάραντα και στην Ουγκαρίτ και δύο αποικίες, μία στην Μίλητο που κτίστηκε επάνω στα καμένα ερείπια της παλαιοτέρας μινωϊκής πόλεως και άλλη μία στην Ιαλυσό της Ρόδου, που απερρόφησε τον γειτονικό κρητικό συνοικισμό.». Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Α΄, σελ 261,Εκδοτική Αθηνών, 1970.

[3] «Είναι πιθανόν ότι περί το 1400 π.Χ. εις την νήσον Ρόδον επέδραμον οι Αχαιοί της Πελοποννήσου και δη εξ Άργους , οίτινες  εδήωσαν την νήσον. Εκ της τοιαύτης επιδρομής πιθανόν  να διετήρησεν η ακρόπολις της Ιαλυσού […] το όνομα Αχαΐα.» Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου. 

[4] Emmy Patsi-Garin: Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας, εκδ. οίκος Χάρη Πάτση, Αθήνα 1969

[5] Διόδωρου Σικελιώτη Βιβλίο Δ’ παρ 58.

[6] «Οι προσπάθειές τους να ανασυνδέσουν τις σχέσεις με το περιβάλλον τους και να ανασυγκροτήσουν τις παλαιές συναλλαγές τους μέσα στα πλαίσια του συγκλονισμένου κόσμου της Ανατολικής Μεσογείου (σ.σ. μετά την εισβολή των «Λαών της Θαλάσσης») κατέληξαν στη σύσταση μιας δευτέρας περιορισμένης και βραχύβιας  μικρής Κοινής στην οποία περιλαμβάνονται  παραλιακά κέντρα της Αττικής και της ανατολικής Πελοποννήσου (Περατή, Ασίνη, Μονεμβασιά), η Νάξος, η Μήλος και πιθανώς μερικές ακόμη Κυκλάδες, η Κρήτη, όπου ιδρύθηκαν νέοι συνοικισμοί στη Φαιστό και τη Γόρτυνα και η Δωδεκάνησος (Ρόδος, Κως) με προχωρημένη βάση την Κύπρο που δέχθηκε το 1150 π.Χ. δεύτερο μεγάλο κύμα μεταναστών και έγινε πλέον ολότελα αχαϊκή». Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Α΄,σελ 291, Εκδοτική Αθηνών, 1970

[7] Ομήρου Ιλιάς ραψ. Β΄, στ 653 κ.ε., στ 676 κ.ε.

[8] «Ο «Νηών Κατάλογος», όπως ονομάζεται, ανήκει στα παλαιότερα τμήματα του έπους και η πρώτη μορφή του πρέπει να είχε στιχουργηθεί  στα μυκηναϊκά χρόνια» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Α΄, σελ 262, Εκδοτική Αθηνών, 1970) και «Με άλλα λόγια ο Κατάλογος, παρά τις διάφορες μικροπροσθήκες  και μεταβολές που υπέστη κατά καιρούς, αποτελεί βασικώς έργο της Μυκηναϊκής Εποχής και απηχεί την κατάσταση που επικρατούσε τότε. Οι πόλεις δηλαδή και οι περιοχές της κάθε εκστρατευτικής ομάδος ήταν περισσότερες από τους αντιστοίχους αρχηγούς (άρχους, ηγεμόνες, κοιράνους) που συνήθως ήταν ένας σε κάθε περίπτωση. Αυτό σημαίνει ότι ο Κατάλογος εκφράζει και πιστοποιεί τη διάρθρωση της μυκηναϊκής Ελλάδος όχι σε μεμονωμένες και αυτοκυβέρνητες πόλεις αλλά σε ευρύτερα κρατίδια, λίγο-πολύ αντίστοιχα σε φυσικές γεωγραφικές περιοχές, διοικούμενα ως επί το πλείστον από ένα ηγεμόνα, όπως ακριβώς προκύπτει από τα αρχαιολογικά δεδομένα. Πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι όσα από τα βασίλεια του Καταλόγου περιλαμβάνουν πόλεις και περιοχές γνωστές σήμερα και ταυτισμένες, ώστε να είναι δυνατός ο εντοπισμός τους, φαίνεται να ταιριάζουν πολύ καλά με τις ομάδες των συνοικισμών που γνωρίζουμε από την αρχαιολογική έρευνα». Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Α΄,σελ. 264, Εκδοτική Αθηνών, 1970.

[9]   Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλίο Ε΄, παρ. 59.

[10] «Σοφοί θεωρούνταν οι εξής: Θαλής, Σόλων, Περίανδρος, Κλεόβουλος, Χείλων, Βίας, Πιττακός. Σε αυτούς προσθέτουν επίσης τον Ανάχαρση τον Σκύθη, τον Μύσωνα τον Χηνέα, τον Φερεκύδη τον Σύριο και τον Επιμενίδη από την Κρήτη. Μερικοί προσθέτουν και τον τύραννο Πεισίστρατο, Αυτά λοιπόν για τους σοφούς». Διογένης Λαέρτιος, Βίων και Γνωμών των εν Φιλοσοφίαι ευδοκιμησάντων των εις Δέκα το Πρώτον, Προοίμιο, παρ. 13, Κάκτος.

[11] Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, λήμμα «Δωδεκάνησα».

[12] «… ο Αντίφημος από την Ρόδο και ο Έντιμος από τη Κρήτη οδηγώντας αποίκους έκτισαν από κοινού τη Γέλα· το όνομα στην πόλη εδόθη από τον ποταμό Γέλα, ενώ η θέση όπου κτίστηκε η πόλη  και τα τείχη ονομάζεται Λίνδιοι. Σε αυτούς νομοθετήθηκαν οι δωρικές συνήθειες (σ.σ. διότι οι Ρόδιοι και οι Κρήτες ήταν δωρικής καταγωγής). Εκατόν οκτώ  περίπου έτη μετά την εγκατάστασή τους οι Γελώοι έκτισαν τον Ακράγαντα…» Θουκυδίδης, Βιβλίο ΣΤ΄, παρ. 4.

[13] Ηρόδοτος, Ιστορία, Βιβλίο Ι (Κλειώ), παρ 144.

[14] Ηρόδοτος, Βιβλίο VIII (Ουρανία), παρ. 66.

[15] Ο Ρόδιοι συμμετείχαν και στην Σικελική Εκστρατεία των Αθηναίων εναντίον των αποίκων τους Γελώων. Θουκυδίδης, Βιβλίο Ζ΄, παρ. 57.

[16] Για την αποστασία της Ρόδου βλ. Θουκυδίδης, Βιβλίο Η΄, παρ. 43-44.

[17] Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, λήμμα «Δωδεκάνησα».

[18] Ξενοφών, Ελληνικά, Βιβλίο Δ΄ Κεφάλαιο ΙΙΙ.

[19] George Cawkwell «Notes on the Failure of the Second Athenian Confederancy», Journal of Hellenic Studies, Cambridge University Press.

[20] Η Περσία ήταν οργανωμένη σε σατραπείες. Ο σατράπης συγκέντρωνε στα χέρια του τη στρατιωτική και πολιτική εξουσία για την περιοχή του με αποτέλεσμα να ομοιάζει σε πολλά με τον μεσαιωνικό φεουδάρχη.

[21] «Η Ρόδος ήταν σημαντική πηγή εφοδίων για τον Πτολεμαίο και ο Αντίγονος (σ.σ. ο επονομαζόμενος και «Μονόφθαλμος», στρατηγός του Μ. Αλεξάνδρου, κεντρικό πρόσωπο «των πολέμων των Διαδόχων», τότε κύριος των περιοχών της Μ. Ασίας και της Συρίας) έστειλε τον γιο του να την καταλάβει. Για ένα χρόνο ο Δημήτριος πολιορκούσε την πόλη, χρησιμοποιώντας πύργους με ύψος 30 περίπου μέτρα και δυνατές πολιορκητικές μηχανές που του χάρισαν τον τίτλο του «Πολιορκητή» παρά την αποτυχία του να την κυριεύσει. Οι Αιτωλοί, ενεργώντας ως διαιτητές, κανόνισαν ανακωχή που όριζε ότι η Ρόδος θα ήταν σύμμαχος του Αντιγόνου σε όλες τις υποθέσεις εκτός από εκείνες που έθιγαν τον καλό της πελάτη, τον Πτολεμαίο (304 π.Χ.). Botsford & Robinson «Αρχαία Ελληνική Ιστορία», Αναθεωρημένη έκδοση υπό του καθηγητού Donald Kagan, σελ 449, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2003.

[22] «Η παλαιότερη ρωμαϊκή διοικητική διαίρεση του κράτους σε μεγάλες περιφέρειες, που διοικούνταν είτε από την Σύγκλητο είτε από επιτρόπους δεν υφίσταται πλέον. Το κράτος διαιρείται σε λίγες, πολύ μεγάλες όμως, διοικητικές περιφέρειες που λέγονται επαρχότητες (praefecture praetorio).[…] Επικεφαλής κάθε επαρχότητας ήταν ο έπαρχος των πραιτωρίων (praefectus praetorio), που στα χέρια του είχε μόνο την πολιτική διοίκηση της επαρχότητάς του. Κάθε μία από τις επαρχότητες που αναφέραμε περιελάμβανε περισσότερες από μία διοικήσεις.[…]Οι επικεφαλείς των διοικήσεων ήταν πολιτικοί και αυτοί άρχοντες και ονομάζονταν βικάριοι (vicarii)[…]. Οι διοικήσεις, τέλος, υποδιαιρούνταν σε επαρχίες, που τις κυβερνούσαν άρχοντες ονομαζόμενοι στις λατινόφωνες πηγές χωρίς διάκριση iudices, consulares, praesides ή rectores. Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος (έκδοση Δ΄)σελ 322-3, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2001.

[23] «Τον 8ο αιώνα η στρατιωτικοποίηση της κρατικής διοικήσεως με τη λεγόμενη θεματική οργάνωση του κράτους είχε κατά μέγιστο μέρος συντελεστεί (σ.σ. είχαν προηγηθεί οι πόλεμοι με τους Πέρσες και τους Άραβες). Στη θεματική οργάνωση ο διοικητής κάθε θέματος (στρατιάς) που απαρτίζουν τον βυζαντινό στρατό αναλαμβάνει και την πολιτική διοίκηση της περιοχής στην οποία εκτεινόταν η στρατιωτική του δικαιοδοσία.

  Η συνένωση όμως των δύο εξουσιών στα χέρια του στρατηγού δεν σημαίνει, βέβαια, ότι αυτός διοικεί το θέμα μόνος του, ανεξέλεγκτος και υπεύθυνος μόνο απέναντι στον αυτοκράτορα. Απεναντίας, τόσο ο πολιτικός διοικητής του θέματος, ο πρωτονοτάριος του θέματος όσο και ο θεματικός δικαστής, ο πραίτωρ του θέματος, και ο στρατολόγος του θέματος, ο χαρτουλάριος του θέματος, είχαν το δικαίωμα, ή μάλλον την υποχρέωση να αναφέρονται απ’ ευθείας στον αυτοκράτορα για τις υποθέσεις του θέματός τους. Ο.π. σελ. 332.

[24] Παρά τις διαφωνίες που έχουν προκύψει για την ετυμολογία της λέξεως «θέμα» από το ελληνικό «θέσις», δεν έχουμε λόγο να την απορρίψουμε αφού επιβεβαιώνεται από τις πηγές. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος αναφέρει ότι το όνομα του «θέματος» είναι ελληνικό και προέρχεται από τη λέξη «θέσις» Κων. Πορφ. Περί θεμάτων, 13 (60.27).

[25] Είναι οριστικά γνωστό ότι για την αντιμετώπιση του κινδύνου (σ.σ. των Αράβων) ιδρύθηκαν στην Ανατολή τον 7ο αιώνα, οι εξής στρατιωτικές περιοχές που αργότερα ονομάστηκαν θέματα: 1) των Αρμενιακών, στη βορειο-ανατολική Μικρά Ασία, στα σύνορα της Αρμενίας, 2) των Ανατολικών, 3) το Οψίκινον, στη Μικρά Ασία, κοντά στη θάλασσα του Μαρμαρά και 4) το ναυτικό θέμα των Καραβησιάνων (μετέπειτα ονομαζόμενο, ίσως τον 8ο αιώνα, των Κιβυραιωτών) στις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας και στα γειτονικά νησιά. […] Το τέταρτο-το ναυτικό θέμα- προοριζόταν για την άμυνα εναντίον του στόλου των Αράβων. […] Ο διοικητής των Κιβυραιωτών έφερε τον τίτλο δρουγγάριος (υποναύαρχος)[…]. Α.Α.Βασίλιεφ, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324-1453), Τόμος Α΄, σελ 290-1, Πάπυρος, Αθήνα 1995.

[26] Την εποχή του Κώνσταντος του Β΄ τα αραβικά πλοία του Μωαβία άρχισαν τις επιδρομές τους στην περιοχή του Βυζαντίου και κατέλαβαν την Κύπρο· το σπουδαίο αυτό ναυτικό κέντρο. Κοντά στις ακτές της Μικράς Ασίας νίκησαν τον στόλο του Βυζαντίου, που διοικείτο από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, κατέλαβαν την Ρόδο, καταστρέφοντας εκεί τον περίφημο Κολοσσό της Ρόδου και έφθασαν σχεδόν μέχρι την Κρήτη και τη Σικελία. Ο.π., σελ 271.

[27] Η διοίκηση του τάγματος είχε ως ανώτατη αυθεντία τον αρχηγό, ο οποίος εκλεγόταν και ασκούσε απόλυτη εξουσία. Από τους 77 αρχηγούς του τάγματος οι 48 ήταν Γάλλοι. Υπήρχε ακόμη και ένα Ανώτατο Συμβούλιο. Το τάγμα υποδιαιρούταν σε οκτώ γλώσσες ή έθνη (Προβηγκία, Ωβέρνη, Γαλλία, Ιταλία, Αραγώνα, Γερμανία, Καστίλη- Πορτογαλία). Ο αρχηγός το 1267 έλαβε τον τίτλο του «Μέγα Μαγίστρου», ο οποίος έπρεπε να είναι άγαμος ή χήρος, ενώ τα μέλη που τον εξέλεγαν ήταν οι ιππότες που είχαν συμπληρώσει την ηλικία των 18 ετών. Ο αρχηγός ήταν ισόβιος και οι ιππότες του όφειλαν υποταγή και αφοσίωση.

[28] 24 νησιά με πληθυσμό 458.355 το 1911 και από αυτούς οι 426.899 ήταν Έλληνες. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 14 (Νεώτερος Ελληνισμός από το 1881 ως το 1913), σελ 382, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1977.

[29] Ανδρέας Μαυρίδης, Η Ρόδος από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Εθνική Ολοκλήρωση (1912-1947)- ο Μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος (1913-1946), Εκκλησία και εκπαίδευση. (Διδακτορική Διατριβή), Θεσσαλονίκη 2009.

[30] Βασίλης Σ. Χατζηβασιλείου Ιστορία της νήσου Κω. Αρχαία – Μεσαιωνική – Νεότερη. Κως 1990,

σ. 315.

[31] Ανδρέας Μαυρίδης, Η Ρόδος από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Εθνική Ολοκλήρωση (1912-1947)- ο Μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος (1913-1946), Εκκλησία και εκπαίδευση. (Διδακτορική Διατριβή), Θεσσαλονίκη 2009.

[32] Το φιρμάνι του σουλτάνου Οσμάν Γ΄ (1755) προς τον Καδή της Ρόδου, αναφέρεται σε αριθμό αξιωματούχων που εκβιάζουν τους ραγιάδες για την καταβολή πρόσθετων φόρων, συνιστώντας οι φόροι να εισπράττονται μόνο από τους υπαλλήλους του βακουφιού. (Ανδρέας Μαυρίδης, Η Ρόδος από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Εθνική Ολοκλήρωση (1912-1947)- ο Μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος (1913-1946), Εκκλησία και εκπαίδευση. (Διδακτορική Διατριβή), Θεσσαλονίκη 2009 και Κώστας Σακελλαρίδης Η Ιστορία των Προνομίων των Νοτίων Σποράδων, στα Νισυριακά, 3 (1969) σελ. 142-229.

[33] Ανδρέας Μαυρίδης, Η Ρόδος από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Εθνική Ολοκλήρωση (1912-1947)- ο Μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος (1913-1946), Εκκλησία και εκπαίδευση. (Διδακτορική Διατριβή), Θεσσαλονίκη 2009.

[34] Ο.π.

[35] Το όνομα Δωδεκάνησα, από το 1908 ως το 1912, αναφερόταν στα νησιά Ικαρία, Αστυπάλαια, Πάτμο, Λέρο, Κάλυμνο, Νίσυρο, Χάλκη, Τήλο (ή Επισκοπή), Σύμη, Κάρπαθο, Κάσο, Καστελόριζο. Τα 12 αυτά νησιά, στα οποία δεν ανήκαν η Ρόδος και η Κως, έμειναν γνωστά ως προνομιούχα, γιατί είχαν απαλλαγεί από την καταβολή φόρων, εκτός από την κατ’ αποκοπή ετήσια εισφορά, και αυτοδιοικούνταν σε βαθμό σχεδόν αυτονομίας. Βλ. Μιλτιάδης Λογοθέτης, Όψεις του πολιτικού και οικονομικού βίου των Δωδεκανησίων κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας (1821-1912), Αθήνα 1994, σ. 94-123.

[36] Επεισόδιο ή κρίση του Αγαδίρ. Την 1η Ιουλίου 1911 οι Γερμανοί έστειλαν το πολεμικό πλοίο Πάνθηρ στα νερά του Αγιαδίρ, σε μια προσπάθεια να εκφοβίσουν τη Γαλλία, ώστε να μην αναμειχθεί στο Μαρόκο. Το γεγονός δημιούργησε διεθνή κρίση και σοβαρή ένταση στις γαλλογερμανικές σχέσεις, που λύθηκε τελικά με συμφωνία των δύο δυνάμεων, με την οποία η Γερμανία αναγνώρισε το Μαρόκο ως γαλλικό προτεκτοράτο, αλλά κέρδισε παραχωρήσεις στο γαλλικό Κονγκό.

[37] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΔ΄,σελ 283,  Εκδοτική Αθηνών, 1977

[38] Οικουμενικό Πατριαρχείο, Ιερά Μητρόπολις Ρόδου (26-04-2009) Αιματηρό Πάσχα 1919.

 Τομαή Φωτεινή(2011) Αίμα για την Ανάσταση της Ρόδου, Εφημερίδα «Βήμα της Κυριακής», 23-4-2011

[39] Ζαχαρίας Τσιρπανλής , Πλήρης κυριαρχία και εξιταλισμός (Η εικοσαετία 1923-1943 στάθηκε η πιο επικίνδυνη για την ταυτότητα των Δωδεκανήσων) Αφιέρωμα «7 ημέρες Καθημερινή» Ιταλοκρατία στα Δωδεκάνησα, πενήντα χρόνια από την ενσωμάτωση, Κυριακή 30 Νοεμβρίου 1997.

[40] ο.π.

[41] ο.π.

[42] ο.π.

[43] ο.π.

[44]ο.π.  Αν και τρεις μητροπολίτες είχαν συμφωνήσει  (Ρόδου, Καλύμνου-Λέρου και Καρπάθου- Κάσου).

[45] ο.π.

[46] ο.π.

[47] Ζαχαρίας Τσιρπανλής, Ιταλοκρατία στα Δωδεκάνησα 1912-1943,  σελ 163, έκδοση ΥΠΠΟ-ΤΑΠΑ, Αθήνα, 1998  και Αναστάσιος Κοντάκος- Σταύρος Παπαδόπουλος, Η Εκπαίδευση στα Δωδεκάνησα μετά την Ενσωμάτωση 1947-1950.

[48] Ιωάννης Σακκάς, Η ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων, εφημερίδα Η Καθημερινή, 7 Νοεμβρίου 2011.

[49] Η Τουρκία παραιτείται από κάθε δικαίωμα και τίτλο στα νησιά Αστυπάλαια, Ρόδο, Χάλκη, Κάρπαθο, Κάσο, Τήλο, Νίσυρο, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο, Λειψούς, Σύμη και Κω, καθώς και «στις νησίδες που εξαρτώνται από αυτά», επίσης και στα νησιά του Καστελόριζου.

[50] Ιωάννης Σακκάς, Η ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων, εφημερίδα Η Καθημερινή, 7 Νοεμβρίου 2011.

Δημοσιεύεται στο methormisakathektou.politics.blog