Η ματαίωση παράδοσης θωρηκτών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από την Μ.Βρετανία

2-1-2024

Γράφει ο Παναγιώτης Γέροντας, Ιστορικός – Συγγραφέας

Το παρακάτω κείμενο ασχολείται με την ματαίωση παράδοσης των θωρηκτών τύπου dreadnought (ντρέντνοτ) στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και το πώς αυτή η κίνηση συνέβαλε στο να διατηρήσει η Ελλάδα την ναυτική υπεροπλία μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους αλλά και την Οθωμανική Αυτοκρατορία να συνάψει στρατιωτική συμμαχία με την Γερμανία.

Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους

Μετά τις ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου, η Ελλάδα βρέθηκε στο σημείο να κυριαρχεί στο Αιγαίο. Από την άλλη πλευρά, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ναι μεν επικρατούσε αισιοδοξία στην κοινή γνώμη μετά την ανάκτηση της Ανδριανούπολης από τον Ενβέρ από τους Βουλγάρους στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο και την οικονομική ανάπτυξη που έφερε κάποιο εκμοντερνισμό στην εικόνα των πόλεων αλλά η οθωμανική νεοτουρκική ελίτ έβλεπε τα δύσκολα γεωπολιτικά δεδομένα. Τον Μάιο του 1914, η Οθωμανική Αυτοκρατορία έλαβε δάνειο από την Γαλλία 100 εκατομμυρίων δολαρίων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την δημιουργία ηλεκτρικού δικτύου στις πόλεις, δημόσιες συγκοινωνίες, λιμενικές εγκαταστάσεις κ.α.

Ο İsmail Enver Paşa

Τα ανοικτά θέματα που άφηνε στο Αιγαίο η Συνθήκη του Λονδίνου το 1913, άφηνε περιθώρια στην νεοτουρκική ελίτ να ελπίζει ότι θα ανέτρεπε την ναυτική ισορροπία στο Αιγαίο υπέρ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. H Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε παραγγείλει ήδη από το 1911 το υπερ – ντρεντνοτ (dreadnought) Reşadiye, ενώ μια άλλη περίπτωση ήταν το Ρίο ντε Τζανέϊρο, ντρέντνοτ  το οποίο ναυπηγούταν στην Αγγλία και βρέθηκε απροσδόκητα διαθέσιμο, καθώς η Βραζιλία, για την οποία προοριζόταν, άλλαξε γνώμη και το αγόρασε η Οθωμανική Αυτοκρατορία μετονομάζοντάς το σε Sultan Osman-i Evvel. Αυτές οι δύο προσκτήσεις ανησύχησαν την ναυτική ηγεσία στην Ελλάδα. Πρέπει να σημειωθεί ότι Έλληνες αξιωματικοί του Ναυτικού είχαν προτείνει στην τότε πολιτική ηγεσία την αγορά του πανίσχυρου αυτού πλοίου. Ο Ναύαρχος Μεζεβίρης αναφέρει σχετικά:

“Το τελευταίον τούτο ζήτημα (σ.σ η ναυτική ενίσχυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με το Ρίο ντε Τζανέιρο και το έτοιμο να αποπερατωθεί Ρεσαδιέ) προεκάλεσε μεγάλην συγκίνησιν, μεταξύ των ναυτικών, ιδία, κύκλων και προς αντιμετώπισιν της καταστάσεως, η Ελληνική κυβέρνησις προέβη εις αγοράν δύο, σχετικώς παλαιών Αμερικανικών θωρηκτών, των μόνων προσφερομένων προς πώλησιν, του Κιλκίς και της Λήμνου. Η πρόσκτησις αύτη, ουδόλως, βεβαίως, θα έλυε το πρόβλημα, εις την περίπτωσιν, που τα δύο, υπό ναυπήγησιν, βαρέα πλοία θα περιέρχοντο εις την κατοχήν της Τουρκικής κυβερνήσεως, πριν καταπλεύση εις την Ελλάδα η Σαλαμίς” (Τέσσαρες δεκαετηρίδες εις την Υπηρεσίαν του Β. Ναυτικού – εκδ. 1971).

Το Reşadiye αφού έχει ενταχθεί στο Βρετανικό Ναυτικό ως HMS Erin.

Με αυτόν τον τρόπο και λόγω της ολιγωρίας της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, παρ’ όλο που είχε ηττηθεί στους Βαλκανικούς Πολέμους, ανέκτησε την ναυτική υπεροπλία. Ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης μη αντέχοντας να βλέπει την απαξίωση των όσων είχε καταφέρει, πρότεινε να αναλάβει ο ίδιος τη διακυβέρνηση του υποβρυχίου Ξιφίας ή κάποιου μικρού αντιτορπιλικού για να τορπιλίσει το Ρίο ντε Τζανέϊρο στα Στενά του Γιβραλτάρ, χωρίς να προηγηθεί κήρυξη πολέμου, ώστε να το αιφνιδιάσει. Εννοείται ότι θα θεωρούταν ότι ο Κουντουριώτης δρούσε αυτοβούλως και αν επιβίωνε της καταδρομικής ενέργειας και επέστρεφε στην Ελλάδα, θα είχε ήδη αποκηρυχθεί από την ελληνική Κυβέρνηση, η οποία θα τον καθαιρούσε, θα τον συνελάμβανε, θα τον δίκαζε και θα τον φυλάκιζε όπως αρμόζει σε έναν πειρατή. Ο Βενιζέλος όμως αρνήθηκε. Eξετάστηκε ακόμη και ο αποκλεισμός των Στενών των Δαρδανελλίων με μια ενδεχόμενη κατάληψη της χερσονήσου της Καλλίπολης για να εμποδιστεί ο κατάπλους των θωρηκτών[1].

Αυτή η πρόσκτηση των δύο θωρηκτών προκάλεσε γεωπολιτικές αναταράξεις. Η τσαρική Ρωσία θεωρώντας την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την απόκτηση της Κωνσταντινούπολης κομβικά θέματα της εξωτερικής της πολιτικής, δεν ήθελε να δει ενδεχόμενη περαιτέρω επέκταση των ελληνικών συνόρων προς την Θράκη. Πέρα τούτου όμως υπήρχε και ένας ακόμη σοβαρός λόγος για να μην εκραγεί ένας ακόμη ελληνοτουρκικός πόλεμος: το 50% των ρωσικών εξαγωγών και το 90% των ρωσικών σιτηρών διακινούνταν μέσω Βοσπόρου που ελεγχόταν από τους Οθωμανούς. Με πόλεμο στο Αιγαίο, οι Οθωμανοί θα έκλειναν τα Στενά και αυτό θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την ρωσική οικονομία. Η Ρωσία κινήθηκε διπλωματικά προς την Ελλάδα για να αποτρέψει ενδεχόμενη επίθεση και στην Μ. Βρετανία για να καθυστερήσει την παράδοση των πλοίων στο Οθωμανικό Ναυτικό.

To θωρηκτό Sultan Osman-ı Evvel ως HMS Agincourt το 1915

Και η Μ. Βρετανία είχε βάσιμους λόγους να μην θεωρεί αποδεκτή την παράδοση των δύο θωρηκτών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Κάιζερ της Γερμανίας Γουλιέλμος είχε διακηρύξει την φιλία των δύο αυτοκρατοριών και είχε προχωρήσει στην δημιουργία σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεε την Κωνσταντινούπολη με την Βαγδάτη και από εκεί θα προσέγγιζε την Βασόρα στον Περσικό Κόλπο. Παράλληλα, είχε αποσταλεί και γερμανική στρατιωτική αποστολή υπό τον Πρώσο Στρατηγό  Otto Viktor Karl Liman von Sanders. Ο Κάιζερ με αυτήν την σύγκλιση ήλπιζε να αποκτήσει ερείσματα στην Μέση Ανατολή και μάλιστα στον Περσικό Κόλπο, περιοχή κομβική για τα βρετανικά συμφέροντα.

Οι εσωτερικές πολιτικές κρίσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είχαν αναδείξει τρία πρόσωπα, τον Ενβέρ Πασά, ο πατέρας του Παντουρκισμού και της μυστικής παραστρατιωτικής οργάνωσης Teşkilât-ı Mahsusa που έπαιξε κομβικό ρόλο στην γενοκτονία των Αρμενίων και ο ανακτητής της Ανδριανούπολης, τον Ταλαάτ Πασά ως Υπουργός των Εσωτερικών και τον Τζεμάλ  (Cemal) Πασά. Από τους τρεις, οι δύο (Ενβέρ, Ταλαάτ) ήταν γερμανόφιλοι και μόνο ο Τζεμάλ επεδίωκε την προσέγγιση με την Αντάντ.

O Cemal Paşa, από το 1914 Υπουργός των Ναυτικών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

Ο Τζεμάλ ανησυχούσε ιδιαίτερα για τις κωλυσιεργίες των Άγγλων να παραδώσουν τα πλοία στο Οθωμανικό Ναυτικό[2]. Η αναφορά που έλαβε ο Τζεμάλ από τον Ραούφ μπέη είναι πολύ ενδεικτική: «οι Άγγλοι ήταν σε μια πολύ περίεργη ψυχική κατάσταση. Φαινόταν να ψάχνουν πάντα για κάποια νέα δικαιολογία για την καθυστέρηση της ολοκλήρωσης και της παράδοσης του πολεμικού πλοίου. Τού απάντησα ότι και εμείς πρέπει να βάλουμε τα δυνατά μας σε αυτό το θέμα. Είναι σημαντικό να αποκτήσουμε αυτό το πλοίο (σ.σ. το Sultan Osman-i Evvel)». Αυτές τις καθυστερήσεις τις παρακολουθούσαν στενά Έλληνες Αξιωματικοί του Ναυτικού. Στην Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού υπάρχει εκτενής αλληλογραφία κατά την οποία ο Αξιωματικός του Ναυτικού Βασίλειος Ζωιόπουλος ενημερώνεται λεπτομερώς για τις εξελίξεις από τον μηχανικό Α. Αντωνόπουλο.

Πρώτη σελίδα επιστολής που περιγράφονται λεπτομέρειες της κατάστασης στην οποία ευρίσκεται το θωρηκτό Sultan Osman-i Evvel. Το ερώτημα σε αυτή την επιστολή είναι το αν έχουν καταφθάσει οι Τούρκοι Αξιωματικοί στα ναυπηγεία (Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού).

Ο Τζεμάλ προσπαθούσε να πείσει τους Γάλλους ότι ήταν προς τον συμφέρον της Αντάντ μία τουρκογαλλική συμμαχία. Υποστήριξε ότι με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Αντάντ θα αποκτούσε ένα «σιδερένιο δαχτυλίδι» γύρω από τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες. Ο Τζεμάλ ανησυχούσε για τις βλέψεις της Ρωσίας τόσο στην Ανατολία, όσο και την ίδια την Κωνσταντινούπολη[3]. Η ιστορία όμως εξελίχθηκε διαφορετικά: το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε τα θωρηκτά στα βρετανικά ναυπηγεία με την Μ. Βρετανία να προχωρά στην κατάσχεσή τους και να τα εντάσσει στο Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέστη σύμμαχος των Κεντρικών Αυτοκρατοριών.

Για την ελληνική πολιτική ναυτικών εξοπλισμών την ίδια περίοδο μπορείτε να διαβάσετε εδώ.


[1] Αυτά τα ελληνικά σχέδια ήταν γνωστά στους Οθωμανούς που προετοιμάζονταν για αυτές τις ενδεχόμενες ενέργειες. Djemal Pasha, Memories of a Turkish Statesman, 1913 – 1919, Λονδίνο, Hutchison, σελ 96.

[2] Djemal Pasha,ο.π., σελ 104

[3] Στο ίδιο, σελ 105.

Δημοσιεύεται στο methormisakathektou.politics.blog