Θαλής Καραγιαννόπουλος, Νομικός – Συγγραφέας: “Είναι εθνικά απαράδεκτη κάθε ολιγωρία εκ μέρους της ελληνικής κυβερνήσεως όσον αφορά την προάσπιση της ελληνικής κοινότητας σε ολόκληρη την Βόρειο Ήπειρο”
13-12-2023
Το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα συχνά πυκνά μένει στο περιθώριο της επικαιρότητας. Είναι φυσικό επακόλουθο βέβαια όταν διανύουμε φάσεις που στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης κυριαρχούν στην ημερήσια θεματολογία τα ελληνοτουρκικά, το Κυπριακό, τα τεκταινόμενα στην Μέση Ανατολή, ο πόλεμος στην Ουκρανία και κυρίως το απλό αλλά ζωτικής σημασίας για τον μέσο Έλληνα πολίτη πως θα ανταπεξέλθει στην δύσκολη οικονομική καθημερινή πραγματικότητα.
Με αφορμή τις πρόσφατες εξελίξεις στην υπόθεση του Φρέντη – Διονύσιου Μπελέρη, του Βορειοηπειρώτη εκλεγμένου δημάρχου Χειμάρρας και κρατούμενου από τις Αλβανικές Αρχές, ερευνούμε το παρελθόν του βορειοηπειρωτικού ζητήματος που τους περισσότερους από εμάς άρχισε να απασχολεί μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ πριν τρεις δεκαετίες και τις τεράστιες γεωπολιτικές μεταβολές που ακολούθησαν αυτής και κυρίως στην Βαλκανική γειτονιά μας.
Απευθυνθήκαμε στον κ. Θαλή Καραγιαννόπουλο, διακεκριμένο και έγκριτο Νομικό – Συγγραφέα ο οποίος έχει ασχοληθεί εκτενώς με τα θέματα της Βορείου Ηπείρου, του Ελληνικού στοιχείου εκεί, την υπόθεση Φρέντη Μπελέρη αλλά και το παρασκήνιο αυτής ώστε να βάλουμε σε μια τάξη και τις δικές μας απορίες για το πως φτάσαμε έως εδώ, στο πολύ σοβαρό αυτό Εθνικό μας θέμα και να ακούσουμε βεβαίως τις εκτιμήσεις του για το τι πρέπει να γίνει εφεξής από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης.

φωτ. Θαλής Καραγιαννόπουλος, Νομικός – Συγγραφέας
Ο κ. Καραγιαννόπουλος έχει μελετήσει εις βάθος όλες τις πτυχές του Βορειοηπειρωτικού, μεταξύ άλλων, είναι και ο συγγραφέας του ενδιαφέροντος βιβλίου «Το Αντιστασιακό Κίνημα των Βορειοηπειρωτών 1941-1945» που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 2018 από τις Εκδόσεις Eurobooks.
Υπογραμμίζεται ότι τον περασμένο Οκτώβριο συμμετείχε στην ετήσια σύνοδο του ΟΑΣΕ που έλαβε χώρα στη Βαρσοβία (OSCE Human Dimension Implementation Meeting), εκπροσωπώντας Βορειοηπειρωτικές οργανώσεις και τοποθετήθηκε στο ζήτημα Μπελέρη, τονίζοντας με σκληρά λόγια και με τεκμηριωμένα επιχειρήματα το παράνομο της σύλληψης και παρατεινόμενης προφυλάκισης του Μπελέρη, η οποία αποτελεί έργο του Αλβανού πρωθυπουργού. Σημειώνεται ότι ο εκπρόσωπος της Αλβανίας (μόνιμος διπλωμάτης) αν και ήταν παρών στην σύνοδο και άκουσε την τοποθέτηση του κ. Καραγιαννόπουλου, επέλεξε να σιωπήσει χωρίς να αντικρούσει τα επιχειρήματα που έδιναν έμφαση στον έλεγχο του Ράμα στην αλβανική δικαιοσύνη η οποία στερείται κάθε ανεξαρτησίας και αποφασίζει ανάλογα με τις επιταγές του.
Στο κείμενο που ακολουθεί ο κ. Θαλής Καραγιαννόπουλος μας κάνει μια συνοπτική ιστορική αναδρομή στο Ζήτημα της Βορείου Ηπείρου και στα πιο σημαντικά γεγονότα που έχουν λάβει χώρα στην γειτονική μας Αλβανία αναφορικά με αυτό. Τα όσα μοιράστηκε μαζί μας είναι άκρως αποκαλυπτικά, θα έπρεπε να μας προβληματίσουν όλους και προμηνύουν ότι το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα θα μας απασχολήσει ευρέως και μελλοντικώς.
«Ο πολιτικός και νομικός όρος «Βόρειος Ήπειρος» και το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα, ως εδαφικό ζήτημα τίθενται από την εποχή που λόγω πιέσεων της Αυστρίας και της Ιταλίας αυτά τα εδάφη με ακμαίο Ελληνικό και Ελληνικής εθνικής συνειδήσεως (Ελληνόφωνο, Αλβανόφωνο και Βλαχόφωνο) πληθυσμό παραχωρούνται στο νεοσύστατο κράτος της Αλβανίας.
Ο Ελληνισμός της περιοχής αντιτάσσεται αποφασιστικά και συντονισμένα στην εξέλιξη αυτή και σχηματίζεται κυβέρνηση με πρωτεύουσα το Αργυρόκαστρο, ενώ ο μαζικός Αυτονομιακός αγώνας, που διεξάγεται σε αντίθεση με την ρητή απαγόρευση της Κυβερνήσεως Ελ. Βενιζέλου, καταλήγει στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κερκύρας (17/5/1914) μετά από τις νίκες των Ηπειρωτικών στρατιωτικών σωμάτων και την αδυναμία της Αλβανίας να καταπνίξει την μαζική εξέγερση. Με το Πρωτόκολλο αποδίδονταν δικαιώματα και ελευθερίες αυτοκυβέρνησης, παιδείας, θρησκείας, αστυνομίας κλπ. Το Πρωτόκολλο υπεγράφη αφ’ ενός από Μ. Βρετανίας, Γερμανίας, Αυστρίας, Γαλλίας, Ρωσσίας, Ιταλίας, Αλβανίας και αφ’ ετέρου από την Κυβέρνηση της Αυτονόμου Ηπείρου.
Ουδέποτε προβλέφθηκε λήξη ή καταγγελία του Πρωτοκόλλου από κάποιο μέρος, ως εκ τούτου δε υποστηρίζεται ότι εξακολουθεί να ισχύει.
Οι παραβιάσεις του Πρωτοκόλλου κατά την δεκαετία του ’30 οδήγησαν στην προσφυγή της Ελλάδος στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης για το σχολικό ζήτημα, όπου δικαιώθηκε.
Το Βορειοηπειρωτικό παραμένει εξ άλλου εκκρεμές από το 1946, ενώπιον του συμβουλίου υπουργών των νικητριών δυνάμεων του β’ παγκοσμίου πολέμου και παραπέμφθηκε να εξετασθεί μετά την σύναψη συνθήκης ειρήνης και την επανένωση της Γερμανίας.
Μετά την πτώση του ολοκληρωτικού καθεστώτος στην Αλβανία, οι δημοκρατικές αλλαγές στην χώρα αυτή υπήρξαν επιφανειακές και μόνον, ενώ συνεχίζεται και από το νέο καθεστώς ήπιας μορφής γενοκτονία του Ελληνικού πληθυσμού. Το κλίμα εκφοβισμού συνεχίζεται με χρονικές και κατά τόπους εξάρσεις, που φτάνουν μέχρι φόνους μελών της μειονότητας (τελευταία θύματα υπήρξαν οι Αριστοτέλης Γκούμας και Κωνσταντίνος Κατσίφας). Οι πράκτορες των αλβανικών υπηρεσιών, συνεργαζόμενοι με μαφιόζους, παρακολουθούν, καταγράφουν και εκφοβίζουν τον Ελληνικό και χριστιανικό πληθυσμό, θέτουν προσκόμματα στην παιδεία, σε ένα γενικευμένο κλίμα καλλιεργούμενου αλβανικού εθνικισμού και αλυτρωτισμού. Η καταφυγή στον σκληρό εθνικισμό χρησιμοποιείται και αξιοποιείται ως πλαίσιο αποπροσανατολισμού της χαμηλού μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου κοινής γνώμης και περιλαμβάνει κατά καιρούς τρομοκράτηση, κακοποιήσεις ακόμη και δολοφονίες Ελλήνων, που επιχειρούν να δραστηριοποιηθούν οικονομικά ή να υπερασπιστούν το δικαίωμα στην εθνική-θρησκευτική τους ταυτότητα. Υπάρχει ασφυκτικός έλεγχος της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής από το παρακράτος, το οποίο διατηρεί σταθερούς διαύλους με κακοποιούς (βουλευτές, υπουργοί και αξιωματούχοι της Αλβανίας κατηγορούνται από υπηρεσίες της Ιντερπόλ για εγκληματικές δραστηριότητες, όπως πορνεία, εμπόριο ναρκωτικών και φόνους). Το εμπόριο ναρκωτικών, μετά την εξουδετέρωση των συμμοριών στο Λαζαράτι, διεξάγεται πια απευθείας για λογαριασμό των εκλεκτών του Ράμα.
Απαγορεύεται η λειτουργία δημοσίων σχολείων σε περιοχές με πυκνό και συμπαγή Ελληνικό πληθυσμό (λ.χ. Χειμάρρα, Κορυτσά) και έτσι γίνεται ανεκτή μόνον η λειτουργία ιδιωτικών σχολείων, για τις πρώτες σχολικές τάξεις και αυτό μετά από ασφυκτικές πιέσεις της Ελληνικής πλευράς. Το μοναδικό τριτοβάθμιο ίδρυμα (Παιδαγωγική Σχολή Αργυροκάστρου) απειλείται κάθε τόσο με κλείσιμο.
Το 2014 πραγματοποιήθηκαν αναγκαστικές συνενώσεις δήμων, που αφορούν άμεσα την Ελληνική κοινότητα, καθώς επιχειρείται η πληθυσμιακή αλλοίωση και ο στραγγαλισμός των δυνατοτήτων αναδείξεως Δημοτικών Αρχών και πολιτικών εκπροσώπων. Ιδίως στην περιοχή της Χειμάρρας, όπου ο συμπαγής χριστιανικός δήμος ενοποιείται με σειρά κωμοπόλεων και χωριών που δήμου Βρανίστι, την κωμόπολη Μπόρσι κλπ., που κατοικούνται από μουσουλμανικό πληθυσμό , με μόνο σκοπό τον έλεγχο και την πληθυσμιακή αλλοίωση, με απώτερο σκοπό τον εποικισμό, όπως ομολογείται ρητώς από τον ίδιο τον πρωθυπουργό Ράμα, ο οποίος προβάλλει την δημιουργία της «Νέας Χειμάρρας», προκειμένου να απαλλαγεί από την επίμονη και ενοχλητική Ελληνική κοινότητα της περιοχής, που έχει μακρά ιστορία αυτοδιοίκησης. Και τούτο παρά το γεγονός ότι η Αλβανία, κατά την διάρκεια της Ελληνικής προεδρίας ,έλαβε το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη στην Ε.Ε. χώρας (25/6/14). Το ολοκληρωτικό καθεστώς του Εμβέρ Χότζα έπαψε αυθαιρέτως να αναγνωρίζει την Χειμάρρα ως μειονοτική περιοχή από το 1945, όταν πρόκριτοι εκτελέστηκαν ή φυλακίσθηκαν, μεγάλο μέρος του γηγενούς πληθυσμού ιδίως των μεγάλων κωμοπόλεων (Χειμάρρα, Δρυμάδες) εκτοπίστηκε στην Βόρειο και Κεντρική Αλβανία, η Ελληνική γλώσσα και παιδεία απαγορεύθηκε, ενώ έγινε εποικισμός από Αλβανούς, κυρίως στρατιωτικούς, αστυνομικούς και δημόσιους λειτουργούς του κομμουνιστικού καθεστώτος. Η αυθαίρετη αυτή συνένωση σήμερα επιχειρεί να αλλοιώσει τον χαρακτήρα, εθνικό, θρησκευτικό και πολιτιστικό της περιοχής, εναντίον των αποφάσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Τα αθέμιτα οικονομικά συμφέροντα είναι τόσο μεγάλα, ώστε γίνεται συντονισμένη επιχείρηση, εδώ και χρόνια, αρπαγής και καταπάτησης περιουσιών, ιδίως παραθαλάσσιων, μέσω της επιλεκτικής εφαρμογής των διαφόρων θεσπιζομένων, αλληλοαντικρουομένων, χαοτικών και α λά καρτ εφαρμοζομένων ή όχι νομοθετικών διατάξεων. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι σε κάθε δημοτική εκλογή, τα Τίρανα και η Χειμάρρα μονοπωλούν το ενδιαφέρον του κράτους, του παρακράτους και των ΜΜΕ που ελεγχόμενα από επιχειρηματίες με σκοτεινές και παράνομες δραστηριότητες υποκινούν τον ακραίο σωβινισμό και καλλιεργούν τον φανατισμό και την εχθρότητα προς οποιαδήποτε έκφραση διαφορετικότητας. Τυχόν νίκη του φιλοαλβανού (αν και ντόπιου) υποψηφίου στην Χειμάρρα θα επιταχύνει τον εποικισμό, την δημογραφική αλλοίωση και την καταστροφή του περιβάλλοντος και του πολιτιστικού χαρακτήρα της περιοχής , η οποία χρειάζεται ήπια ανάπτυξη με ανάδειξη του τοπικού χαρακτήρα (Κοσσοβάροι και Βορειοαλβανοί μουσουλμάνοι) κτίζουν αρχιτεκτονικά τερατουργήματα και με χρήματα που προέρχονται από σκοτεινές δραστηριότητες καταπατούν περιουσίες.
Ειδικά η περίπτωση της Χειμάρρας θυμίζει τους Αγίους Σαράντα, που από ένα Ελληνικό ψαροχώρι 3.000 κατοίκων το 1920 κατάντησε οικολογικά και περιβαλλοντικά επιβαρυμένη αλβανική μεγαλούπολη, εποικισμένη από Λιάπηδες και Τσάμηδες κυρίως.
Η Ελληνική πολιτισμική κληρονομιά καταστρέφεται και λεηλατείται (π.χ. στο Παλέρμο-Πάνορμο της Χειμάρρας, η Ελληνική επιγραφή του Βηλαρά υπέρ του Αλή πασά στο Κάστρο επιχειρείται να αντικατασταθεί με αλβανική. Η Ελληνική εκλάπη το 1994 και αγνοείται η τύχη της. Η ίδια κατάσταση εγκατάλειψης, λεηλασίας και αλλοίωσης της ιστορίας της περιοχής παρατηρείται στο λεηλατημένο μουσείο του Βουθρωτού, στον ναό του Απόλλωνα στην Απολλωνία (Φίερι) στην Φοινίκη και αλλού.
Η κατάπνιξη των δυνατοτήτων έκφρασης και εκπροσώπησης της Ελληνικής κοινότητας μέσω της αλλοίωσης και του ασφυκτικού ελέγχου παρατηρείται επίσης στον νεοσύστατο δήμο Τσαμουριάς που περιλαμβάνει ελληνικά χωριά, ενώ η κωμόπολη Τσούκα εντάσσεται στον δήμο Αγ. Σαράντα, όπου κυριαρχεί πλέον ο πληθυσμός των εποίκων.
Στις δημοτικές ειδικά εκλογές στις περιοχές όπου ζει η Ελληνική κοινότητα, το επίπεδο διεξαγωγής εκλογών είναι τέτοιο ώστε αμφισβητείται έντονα η γνησιότητά τους. Η έλλειψη ανεξαρτησίας και επιπέδου της υποτιθέμενης δικαιοσύνης είναι προφανή, ενώ δικαστές, αστυνομικοί και άλλοι δημόσιοι λειτουργοί, αιρετοί ή διορισμένοι, χρηματίζονται και δεκάζονται.
Παρά τις υποκριτικές υποσχέσεις προς ξένες κυβερνήσεις και οργανισμούς, το περιουσιακό αποτελεί σοβαρότατη εκκρεμότητα, που παραλύει την υγιώς νοούμενη κοινωνική και οικονομική ζωή. Η Αλβανία αρνείται στην πράξη και παρεμποδίζει την επιστροφή όλων των δημευμένων από το καθεστώς Χότζα περιουσιών εκκλησιαστικών, κοινοτικών και ιδιωτικών. Αρωγό στις αυθαιρεσίες και καταπατήσεις από τους ισχυρούς και τους «ημετέρους» βρίσκουν οι παράνομοι την κατ’ επίφαση αλβανική δικαιοσύνη, τους εκπροσώπους της «αυτοδιοίκησης» και τους «κρατικούς λειτουργούς», της πολεοδομίας κλπ., οι οποίοι δεν είναι μόνιμοι αλλά αλλάζουν με την αλλαγή των κυβερνήσεων, για ευνόητους λόγους.
Οι περιουσίες, δημευθείσες από τα κομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης είχαν από το 1993 επιστραφεί κατά κανόνα στους νόμιμους ιδιοκτήτες. Στην Αλβανία αυτό δεν έχει ακόμη γίνει, ενώ θεσπίζονται διάφοροι αντιφατικοί και ακατανόητοι νόμοι, που εφαρμόζονται κατά το δοκούν. Η πολυνομία και η αντιφατικότητα του υποτιθεμένου νομικού πλαισίου καθιστά ευχερή την αυθαιρεσία, την καταπάτηση, όπως βολεύει τους εκλεκτούς της παρακρατικής μαφίας και τους ολιγάρχες με τις παράνομες δραστηριότητες. Δικαστήρια ή όργανα τοπικής αυτοδιοίκησης εκδίδουν αντικρουόμενες αποφάσεις, εφαρμόζοντας την νομοθεσία κατά το δοκούν, αναγνωρίζουν περιουσιακά και ιδιοκτησιακά δικαιώματα κατόπιν χρηματισμού.
Η νομική αβεβαιότητα οδηγεί σε ομηρία, αυθαιρεσίες, καταπατήσεις και εξαρτήσεις, η μη καταγραφή της περιουσίας διευκολύνει την έκδοση διαβλητών δικαστικών αποφάσεων, με δραστήριο και ύποπτο τον ρόλο των δημοτικών και κοινοτικών αρχών.
Συμπεραίνοντας μπορεί να λεχθεί ότι σε όλη την περιοχή της μειονότητας, ιδίως στην παραλιακή ζώνη από τα Ελληνικά σύνορα μέχρι τα όρια του δήμου Χειμάρρας (Γράμματα), αλλά και στην Άρτα-Σβερνέτσι πλησίον του Αυλώνα, σημειώνεται μια εκτεταμένη και ενορχηστρωμένη κρατικά παραβίαση των δικαιωμάτων της Ελληνικής κοινότητας με κύριες αιχμές την στέρηση των δικαιωμάτων έκφρασης, παιδείας, γλώσσας και περιουσίας.
Το σημερινό καθεστώς ακολουθεί και διαιωνίζει την πρακτική του ολοκληρωτικού καθεστώτος, με την αυθαίρετη οριοθέτηση μειονοτικών ζωνών.
Η Ελληνική γλώσσα και παιδεία διώκονται, η χρήση της Ελληνικής γλώσσας στις πινακίδες και στις δημόσιες υπηρεσίες στις περιοχές όπου διαβιεί η κοινότητα αποκλείονται ή καταστρέφονται από παρακρατικούς και δεν υπάρχουν εκπομπές στα Ελληνικά στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο.
Το ποσοστό αξιωματικών, στρατιωτικών, διπλωματών, δικαστών κλπ. είναι μηδαμινό, σε σχέση με το ποσοστό του πληθυσμού της κοινότητας.
Συνεχίζεται και εντατικοποιείται ο εποικισμός από πληθυσμούς προερχόμενους από την βόρειο Αλβανία και το Κοσσυφοπέδιο.
Η πληθυσμιακή αλλοίωση, που αποτελεί μεσοπρόθεσμο σχέδιο του Αλβανικού κράτους και παρακράτους διευκολύνεται και από τις άπειρες και αυθαίρετες γραφειοκρατικές δυσκολίες που πρακτικά οδηγούν στην άρνηση του δικαιώματος επανεγγραφής στα ληξιαρχεία και στους εκλογικούς καταλόγους παλαιών εκτοπισμένων, με την «αιτιολογία» ότι δεν έχουν περιουσία ή σπίτι εγγεγραμμένο στο υποθηκοφυλακείο της περιοχής καταγωγής. Παραβλέποντας θρασύτατα ότι ουσιαστικά και πρακτικά κανείς Αλβανός πολίτης δεν έχει περιουσία νομίμως μεταγεγραμμένη στα υποθηκοφυλακεία. Αντιθέτως οι ενδιαφερόμενοι αλβανικής καταγωγής εγγράφονται αμέσως χωρίς, βεβαίως, να πληρούνται οι προϋποθέσεις της υποτιθέμενης νομοθεσίας, διευκολύνοντας έτσι το σχέδιο πληθυσμιακής αλλοιώσεως. Μόνον όταν οι Έλληνες ιδιοκτήτες συμφωνήσουν να πωλήσουν σε Αλβανούς περιουσίες τότε οι κρατικές υπηρεσίες σπεύδουν να «νομιμοποιήσουν» τους τίτλους, κάτω από διαβλητές διαδικασίες.
Η σταδιακή εκτόπιση της Ελληνικής κοινότητας από τα αστικά κέντρα του νότου, όπου παραδοσιακά επικρατούσε επί αιώνες (Αργυρόκαστρο, Άγιοι Σαράντα, Δέλβινο, Κορυτσά κλπ) «ευνούχισε» την κοινότητα, αποστερώντας την από αστική και μικροαστική τάξη, επιστήμονες, επαγγελματίες και διανοουμένους και περιορίζοντάς την στα χωριά και στις κωμοπόλεις, υπό τον ασφυκτικό κλοιό των αρχών και των εποίκων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στην δημοσιότητα η Ομόνοια το 2013, τα μέλη της Ελληνικής κοινότητας στη Αλβανία είναι 286.852 (περιοδικό «Επίκαιρα», 19/12/2013). Η πρόσφατη απογραφή που διενεργήθηκε από το αλβανικό κράτος το περασμένο φθινόπωρο έγινε κάτω από διαβλητές συνθήκες και τα αποτελέσματά της όσον αφορά την ελληνική μειονότητα δεν είναι αξιόπιστα.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 έχουν αποδοθεί από τις Ελληνικές αρχές 300.000 περίπου Ειδικά Δελτία Ταυτότητας Ομογενούς (ΕΔΤΟ) ενώ σήμερα έχει απονεμηθεί η Ελληνική υπηκοότητα στα περισσότερα μέλη της Ελληνικής κοινότητας της Αλβανίας.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η αναγνώριση στην Αλβανία της ιδιότητας της υποψήφιας προς ένταξη στην Ε.Ε., δημιουργεί ή θα έπρεπε τουλάχιστον να δημιουργεί επιπρόσθετες υποχρεώσεις έναντι των μειονοτήτων της, πολύ περισσότερο που σημαντικό τμήμα των Ελλήνων υπηκόων της είναι ταυτοχρόνως και Έλληνες πολίτες και ως εκ τούτου πολίτες της ΕΕ.
Όμως αντί να συμβεί αυτό, βλέπουμε ότι ο Έλληνας δήμαρχος της Χειμάρρας κρατείται χωρίς το παραμικρό στοιχείο με εντολή και αποκλειστική ευθύνη του πρωθυπουργού Ράμα εδώ και 7 μήνες. Οι αιτήσεις ώστε να του παραχωρηθεί τουλάχιστον άδεια να ορκιστεί απορρίπτονται συνεχώς χωρίς καμία νόμιμη ή βάσιμη αιτιολογία από τα αλβανικά δικαστήρια, τα οποία ελέγχονται πλήρως από τον ίδιο τον Αλβανό πρωθυπουργό. Η διαδικασία που τηρείται είναι εντελώς απαράδεκτη και αυθαίρετη. Μάρτυρες εξαφανίζονται ή αναιρούν αρχικές καταθέσεις τους. Παρουσιάζονται πλαστά έγγραφα στο δικαστήριο (π.χ., παραποιημένο ποινικό μητρώο του δημάρχου), το οποίο σε ουδεμία ενέργεια προβαίνει ώστε να διαπιστωθεί η πλαστότητά τους και να τιμωρηθούν οι ένοχοι. Δικαστές που χειρίζονται την υπόθεση κατ’ εντολή του Ράμα κατηγορούνται οι ίδιοι ή συγγενείς τους για διαφθορά και υπεξαίρεση σημαντικών ακινήτων περιουσιών στην ίδια την περιοχή της Χειμάρρας.
Η Ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει εκτός από τον αποκλεισμό της Αλβανίας από την Ευρωπαική προοπτική να προβεί και σε σκληρά διμερή και στοχευμένα μέτρα κατά της αλβανικής κυβερνήσεως, των οργάνων και υποστηρικτών της. Ο σημερινός Έλληνας πρωθυπουργός οφείλει να θυμηθεί την στάση του αείμνηστου πατέρα του, ο οποίος πριν από τρεις δεκαετίες είχε απαιτήσει να ισχύσει για την Βόρειο Ήπειρο ότι θα ισχύσει για το Κοσσυφοπέδιο. Είναι εθνικά απαράδεκτη κάθε ολιγωρία εκ μέρους της ελληνικής κυβερνήσεως όσον αφορά την προάσπιση της ελληνικής κοινότητας σε ολόκληρη την Βόρειο Ήπειρο. Αυτό αποτελεί απαράγραπτη εθνική υποχρέωση που επιβάλλεται από το δίκαιο και την ιστορία αλλά και συνταγματική επιταγή. Ο μόνος τρόπος να προστατευθεί η ελληνική κοινότητα και να συνεχίσει την ιστορική της πορεία με ασφάλεια στις αρχέγονες κοιτίδες της είναι να επικαιροποιηθεί και να ισχύσει το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας με έμφαση στην τοπική αυτοδιοίκηση, όπου ζει η ελληνική κοινότητα (δημοτική αστυνομία, αναβάθμιση παιδείας, αδελφοποιήσεις με ελληνικούς δήμους). Είναι αναγκαίες οι ελληνικές επενδύσεις στην περιοχή, καθώς και η βελτίωση των υποδομών. Τέλος, θα επαναλάβουμε την παλιότερη πρότασή μας για ίδρυση τριτοβάθμιου ιδιωτικού εκπαιδευτικού ιδρύματος με ελληνικά και ελληνοαμερικανικά κεφάλαια, κατά προτίμηση στην πόλη του Δελβίνου ή όπου αλλού κριθεί σκόπιμο.»
Ευχαριστώντας τον κ. Καραγιαννόπουλο για τις πολύτιμες πληροφορίες που με ευγένεια μας παρέθεσε, θα κρατήσουμε το πιο σημαντικό όλων, ότι είναι Εθνική υποχρέωση από πλευράς Ελληνικής Πολιτείας να προστατέψει και να υποστηρίξει την Ελληνική κοινότητα στην Αλβανία.
Επιμέλεια: Συντακτική Ομάδα Diplomatic Point
