23-11-2023
Γράφει ο Παναγιώτης Γέροντας, Ιστορικός-Συγγραφέας

Ο Αξιωματικός της Χωροφυλακής Σπύρος Σπυρομήλιος γεννήθηκε το 1864 στην Χειμάρρα της Βορείου Ηπείρου και πέθανε στις 19 Μαΐου 1930, στο σπίτι του στην οδό Ραβινέ στην Αθήνα. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα με πρόθεση να εισαχθεί στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, όμως δεν τα κατάφερε λόγω υπερβάσεως του ορίου της ηλικίας και με την προτροπή του θείου του Ιωάννη Σπυρομήλιου που ήταν Μέραρχος του Σώματος, κατατάχθηκε στη Βασιλική Χωροφυλακή και εξελίχθηκε σε αξιωματικό. Συμμετείχε στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ως επικεφαλής δυνάμεως χωροφυλάκων και πήρε μέρος στην απόβαση της Ηπειρωτικής Φάλαγγας στη Νικόπολη της Πρέβεζας και πολέμησε στις μάχες στην περιοχή.

Κατόπιν συμμετείχε στον Μακεδονικό Αγώνα, ενώ το 1906 ίδρυσε την “Ηπειρωτική Εταιρεία”. Στις 5 Νοεμβρίου 1912, του δόθηκε εντολή να αποβιβαστεί στην Χειμάρρα, με συνολικά 2.000 εθελοντές, κυρίως Χειμαρριώτες και Κρητικούς. Η απόβαση, έγινε χωρίς δυσκολία, στις 7:30 το πρωί στα Σπήλια της Χειμάρρας με την υποστήριξη του ατμόπλοιου «Αχελώος» και είχε πλήρη επιτυχία.
Οι Μ. Δυνάμεις αποφάσισαν στο Λονδίνο την δημιουργία Αλβανικού Κράτους στις 29 Ιουλίου 1913, χωρίς όμως να καθορίσουν τα σύνορά του, ώστε να μετριάσουν, να περιορίσουν και να απορροφήσουν την ελληνική αντίδραση. Στις 17 Μαΐου του 1914 υπεγράφη το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας μεταξύ της αλβανικής κυβέρνησης, που επικεφαλής της ήταν ο πρίγκιπας Βηντ και του προέδρου της «Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου» Γεωργίου Χρηστάκη-Ζωγράφου.
Με αυτο τερματίστηκαν οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ αλβανικής χωροφυλακής-ατάκτων και Βορειοηπειρωτών (Ιερών Λόχων) και αναγνωρίστηκε η αυτονομία της Βορείου Ηπείρου μαζί με μια σειρά δικαιωμάτων για τον τοπικό πληθυσμό. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος απέτρεψε την εφαρμογή του αλλά είναι εντυπωσιακό οτι το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας δεν αναιρέθηκε ποτέ από κάποια μεταγενέστερη συνθήκη μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι Αλβανοί αποτελούν το πιο νεωτερικό έθνος στην Βαλκανική. Κράτος έφτιαξαν μόλις το 1912, αλλά η λέξη νεωτερικό χαρακτηρίζει τα στοιχεία που απαρτίζουν κάτι παρά την χρονικότητα. Όλα τα έθνη των Βαλκανίων σχετιστηκαν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο με τα θρησκευτικά έθνη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στους Αλβανούς που “δημιουργήθηκαν” αργότερα, η θρησκεία παίζει σημαντικό αλλά όχι καθοριστικό ρόλο στην εθνική τους ταυτότητα.
Οι Αλβανοί μέχρι την ανεξαρτητοποίηση τους ανάλογα με την θρησκεία τους εντάσσονται είτε στο Ρουμ μιλλετ είτε στο οθωμανικό. Η συνείδησή τους μάλιστα ακολουθεί αυτήν την ένταξή τους. Παρουσιαζεται ακόμη το φαινομενο οι Αλβανοί να εξισλαμιζονται μαζικά τον 17ο αιωνα και να αναλαμβάνουν διοικητικές θεσεις στο οθωμανικό κράτος. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της οικογένειας Κιοπρουλου, η οποία έβγαλε μέχρι και Μεγάλους Βεζυρηδες (πρωθυπουργούς). Ο Μωχάμετ Άλη της Αιγυπτου ηταν Αλβανος απο την Καβάλα.
Οι Αλβανοί δεν ήταν κατι ξεχωριστό “ούτε στα μάτια των άλλων”. Η οθωμανική διοίκηση θεωρούσε τους Αλβανούς απλώς ως “Τούρκους” ή “Ορθόδοξους”, ενώ η αλβανική εκπαίδευση (βασικό στοιχείο εθνικής συνειδητοποίησης) ηταν ανύπαρκτη: ως τα τέλη του 19ου αιώνα, τα ελληνικά και τα τουρκικά σχολεία στην Αλβανία ήταν χιλιάδες, ενώ το πρώτο αλβανικό σχολείο δημιουργήθηκε στην Κορυτσά το 1887 (Lulzim Hoxha, “The impact of Albanian schools in the Nation-building process”, European Journal of Social Sciences, Jan – Apr. 2015, σελ 64). Χαρακτηριστικό παράδειγμα της προσπάθειας των ιθυνόντων του αλβανικού εθνικισμού να συγκροτήσουν την αλβανική εθνική ταυτότητα είναι ότι πότε θεωρούν ως κυριότερο εχθρό τους Οθωμανούς και πότε τους Έλληνες και τους Σέρβους. Ο Αλβανός εθνικιστής Sami bey Frashëri θα πει:
“Τα υπόλοιπα έθνη της ευρωπαϊκής Τουρκίας έχουν αρχίσει να προετοιμάζονται για την πτώση της, ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν μόνα τους και να μην πέσουν θύματα των υπολειμμάτων της Τουρκίας που καταρρέουν. Τα έθνη αυτά είναι σαν το χορτάρι που τρέφεται και αναπτύσσεται κάτω από τα χιόνια του χειμώνα και, όταν ο ψυχρός, βαρύς μανδύας λιώνει από το πρόσωπο της γης, αρχίζει αμέσως να ευδοκιμεί και να παίρνει ένα φρέσκο πράσινο χρώμα. Αλλά οι Αλβανοί, που βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία της Τουρκίας για τόσους αιώνες, παρόλο που βλέπουν ότι το τεράστιο τέρας είναι ετοιμόρροπο και καθημερινά όλο και πιο κατάκοιτο, δεν θα εγκαταλείψουν να στηρίζονται σε αυτό. Τα χιόνια τόσων αιώνων, κάτω από τα οποία έτρεφαν άλλα έθνη, έχουν αμβλύνει τις ρίζες της Αλβανίας. Η Αλβανία πάγωσε και μαράθηκε κατά τη διάρκεια αυτού του μακρού χειμώνα της ζοφερής τυραννίας, παρόλο που δεν καταπιέστηκε τόσο πολύ όσο οι άλλες χώρες” (“Shqipëria – Ç’ka qënë, ç’është e ç’do të bëhetë? Mendime për shpëtimt të mëmë-dheut nga reziket që e kanë rethuarë”, <https://www.google.com/url?sa=t&source=web&rct=j&opi=89978449&url=http://www.albanianhistory.net/1899_Frasheri/index.html&ved=2ahUKEwiN6fetodiCAxX27LsIHb0oABgQFnoECBIQAQ&usg=AOvVaw2rjqkLcM17dswPIr6O9bMw> ; )

Ένας άλλος σημαντικός Αλβανός εθνικιστής ο πολιτικός Hasan bey Prishtina, θεωρούσε ως κυριότερους εχθρούς του αλβανικού εθνικισμού τους Έλληνες και τους Σέρβους και όχι τους Οθωμανούς. Άλλως τε είχε ιδιαίτερη συμμετοχή στα οθωμανικά κοινοβούλια. Στην συνέχεια όμως διαφωνώντας με τους Νεότουρκους κήρυξε επανάσταση στο Κόσοβο το 1912. Πιο πριν ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ είχε επίσης εναντιωθεί στους Αλβανούς εθνικιστές καθώς φοβόταν την αποσκίρτηση των Αλβανών από την οθωμανική πατρίδα (vatan).

Το καλοκαίρι του 1912 οι Αλβανοί του Κοσόβου εξεγέρθηκαν, με αίτημα να αποκτήσουν διοικητική αυτονομία τα βιλαέτια Ιωαννίνων, Σκόδρας, Κοσσόβου και Μοναστηρίου. Το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί, μετά την αυτονομία των βιλαετίων που αποδέχτηκε η οθωμανική κυβέρνηση, ανεξάρτητο αλβανικό κράτος έθιγε τη Σερβία, το Μαυροβούνιο αλλά και την Ελλάδα (απώλεια της Ηπείρου). Αυτή η εξέλιξη έδωσε το τελικό έναυσμα στο να ολοκληρωθεί η βαλκανική συνεννόηση που οδήγησε στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο.
Και οι Έλληνες ιθύνοντες προβληματίζονται με το πώς βλέπουν τους Αλβανούς. Χαρακτηριστικά είναι τα δύο παρακάτω αποσπάσματα:
«Η διαίρεσις ημών Αλβανών καί Ελλήνων διευκολύνει το κράτος άλλων. Μίαν ημέραν εξυπνήσαντες, θα ίδωμεν αίφνης ότι απωλέσθημεν, νομίσαντες ότι αναγεννώμεθα» (εφημερίς «Νεολόγος» αριθ.φ.617,Κων/πολη 1870).
«Οί Έλληνες είνε Αλβανοί καί οί Αλβανοί είνε Έλληνες»(Βλάσης Γαβριηλίδης,ιδρυτής καί διευθυντής της εφημερίδος «Ακρόπολις», 1883).
Το πράγμα πάει ακόμη παραπέρα αφού τον 19ο αιώνα γίνονται συζητήσεις για δημιουργία ελληνοαλβανικου κράτους υπό το ελληνικό Στέμμα. Αυτό ονομάστηκε “Ελληνοαλβανική προσέγγιση (1881-1912)”. Πολιτικοί κύκλοι στην Ελλάδα είχαν εκφράσει την άποψη ότι θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα ελληνοαλβανικο κράτος στα πρότυπα της Αυστροουγγαρίας. Η Ελλάδα μάλιστα κατέληξε σε μια μυστική συμφωνία με τον Ισμαήλ Κεμάλ Μπέι Βλόρα, ιδρυτή και πρώτο πρωθυπουργό της Αλβανίας.
Ο Ισμαήλ Κεμάλ καταγόταν από οικογένεια μπέηδων του Αυλώνα και είχε σπουδάσει σε γυμνάσιο των Ιωαννίνων. Στην εφημερίδα που τύπωνε σε τρεις γλώσσες: αλβανική, ελληνική και τουρκική, υπερασπίζονταν με επιμονή τα συμφέροντα του αλβανικού λαού, που θεωρούσε ότι ταυτίζονταν με αυτά των Ελλήνων. Στις 22 Ιανουαρίου 1907 υπέγραψε μυστική συμφωνία, ονομαζόμενη και ως Δήλωση Συνεννόησης, με τον Έλληνα πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη, η οποία συντάχθηκε από τον ίδιο τον Κεμάλ, παρουσία του Θεοτόκη και του Λάμπρου Κορομηλά. Η Ελλάδα αναλάμβανε ουσιαστικά να «υποστηρίξει την αλβανική υπόθεση στην βόρεια Αλβανία και να βοηθήσει στην δημιουργία ανεξάρτητου αλβανικού κράτους», ενώ ο Ισμαήλ Κεμάλ διακήρυττε: “Έλληνες και Αλβανοί είμεθα αδελφοί και φίλοι άνευ διακρίσεως θρησκείας και έχομεν κοινά συμφέροντα και κοινούς κινδύνους. Το κοινόν πρόγραμμα ημών αφορά εις την εθνικήν διάπλασιν εκάστης φυλής εντός των ιστορικών αυτής ορίων διατηρουμένου του καθεστώτος και εις την δημιουργίαν ελευθέρας και αυτονόμου αλβανικής πατρίδος και αποκαταστάσεως των αλυτρώτων ελληνικών χωρών ει ποτέ το πολιτικόν καθεστώς ήθελε μεταβληθεί”.
Η πρόταση για δημιουργία ελληνοαλβανικου κρατους “θα πέσει” από πλευράς Αλβανών τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων (το 1911). Η ελληνική κυβέρνηση (Αντώνης Σαχτούρης, Λάμπρος Κορομηλάς) συμφώνησε γενικά με τις προτάσεις για προσέγγιση. Ήταν όμως αντίθετη προς την δημιουργία ενός δυαδικού κράτους, ως μη πρακτικού και ρεαλιστικού και αντιπρότεινε να προωθηθεί η ιδέα συνεργασίας Ελλήνων και Αλβανών στο πλαίσιο της συνεννόησης των εθνοτήτων. Σε ένδειξη των φιλικών διαθέσεων, ήταν πρόθυμοι να δεχτούν τη διδασκαλία της αλβανικής γλώσσας στα ελληνικά σχολεία στις περιοχές της Αλβανίας, ήταν όμως αντίθετοι στην αλβανική απαίτηση για την εισαγωγή της αλβανικής γλώσσας στην Εκκλησία.
Ως αιτίες που διέλυσαν την προσέγγιση μπορούν να ειπωθούν οι ακόλουθες:
• Η ανάδυση του αλβανικού εθνικισμού, η οποία από ένα σημείο και ύστερα τάχθηκε απέναντι στα ελληνικά συμφέροντα.
• Η ύπαρξη πολλών Αλβανών Μουσουλμάνων και η συμμετοχή αρκετων από αυτούς στον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό σε υψηλές θέσεις.
• Η έλλειψη ενός Αλβανού ηγέτη που θα μιλούσε εκ μέρους όλων των Αλβανών.
• Οι παρεμβάσεις των Νεότουρκων.
• Το θέμα της Βόρειας Ηπείρου, στην οποία κατοικεί ενας απόλυτα συμπαγής και συνειδητοποιημένος ελληνικός πληθυσμός.
• Οι μηχανορραφίες των Ιταλών και των Αυστριακών.
Η ουσιαστικότερη ένδειξη ότι οι Έλληνες ιθύνοντες δεν θεωρούσαν τους Αλβανούς ως “κάτι ξένο” προς τον Ελληνισμό, είναι η Σύμβαση της Λωζάννης που υπογράφτηκε πριν την Συνθήκη της Λωζάννης στις 30 Ιανουαρίου 1923. Αυτή ρύθμιζε την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ήτοι την υποχρεωτική ανταλλαγή Ελλήνων Ορθοδόξων κατοίκων της Τουρκίας και Μουσουλμάνων κατοίκων της Ελλάδας.
Στο μυαλό των Ελλήνων διαπραγματευτων της Σύμβασης της Λωζάννης, οι Τσάμηδες, αν και Μουσουλμάνοι, δεν έπρεπε να ανταλλαγουν γιατί δεν ήταν Τούρκοι. Βλέπουμε λοιπόν ότι ενώ στην Σύμβαση της Λωζάννης ως βάση διάκρισης τίθεται ένα προνεωτερικο στοιχείο, όπως η θρησκεία, οι Τσάμηδες αντιμετωπίζονται νεωτερικα. Το μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας Δημ. Κακλαμάνος, δήλωσε ότι “Η Ελλάδα δεν πρόκειται να ανταλλάξει τους μουσουλμάνους “αλβανικής” καταγωγής. Αυτοί κατοικούσαν σε μία περιοχή σαφώς καθορισμένη, την Ήπειρο και, παρόλο που η θρησκεία τους ήταν η ίδια με αυτή των Τούρκων, ήταν διαφορετικής εθνικότητας.”
Στην συνέχεια, θα ακολουθήσουν διαπραγματεύσεις για το αν οι Τσάμηδες έπρεπε να εξαχθούν στην Τουρκία ή όχι. Τα Τίρανα υποστήριζαν πως έπρεπε να παραμείνουν στην Ελλάδα για να έχουν ενα αντίβαρο στο ζήτημα των Βορειοηπειρωτών Ελλήνων. Αν και ο Μιχαλακοπουλος (ένας εξαιρετικός μετριοπαθής πρωθυπουργός, παραγνωρισμενος από την ελληνική ιστοριογραφία) θα καταφέρει να δώσει μια ευνοϊκή τροπή για τα ελληνικά συμφέροντα, ο Πάγκαλος θα τα ανατρέψει όλα. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος, με ηπειρωτικές ρίζες και έχοντας ως πεποίθηση ότι η εξομάλυνση των σχέσεων με την Αλβανία θα οδηγούσε την περιοχή της Ηπείρου σε οικονομική ανάπτυξη, έλαβε την απόφαση να εξαιρεθούν οι Τσάμηδες από την ανταλλαγή (Φεβρουάριος 1926).
Ιδιαίτερο ρόλο στην εξέλιξη του αλβανικού ζητήματος έχει η Ιταλία. Η αγάπη του Ελληνικού Λαού προς τον Ιταλικό πάει πίσω πριν το 1821 με την επανάσταση των Καρμποναρων, όταν πολλοί Έλληνες, μεταξύ αυτών και ο ποιητης Ανδρέας Κάλβος, πολέμησαν στην Ιταλία. Αργότερα η προσπάθεια των Ιταλών για ενοποίηση σε ένα κράτος και οι πόλεμοι του Τζουζέπε Γκαριμπάλντι εναντίον των Αυστριακών θα προκαλέσουν τριγμούς στην κοινή γνώμη του ελληνικού Βασιλείου: οι Έλληνες θεωρούσαν ότι ο βασιλιάς Οθων δεν παίρνει σαφή θέση κατά των Αυστριακών και δεν αποστέλλει βοήθεια στους Ιταλούς.
Η Ιταλία όμως πολύ σύντομα μετά την ενοποίηση της επιζητεί να δημιουργήσει ζώνη επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο πόλεμος εναντίον της οθωμανικής Λιβύης το 1911 θα μεταφερθεί στα Δωδεκάνησα (επίσης οθωμανικά την εποχή εκείνη) και αφού τα καταλάβει θα προσπαθήσει να ιταλοποιησει τον ελληνικό πληθυσμό τους.
Η δημιουργία του αλβανικού κράτους καθώς και η προστασία του καθορίζεται από τις ιταλικές επιδιώξεις δημιουργίας προτεκτοράτου στα Δυτικά Βαλκάνια. Δεν θα διστάσει ο Μουσολίνι το 1923 να στείλει τον Ιταλικό Στόλο να κανονιοβολησει και να καταλάβει την Κέρκυρα. Λίγο πριν την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα θα ανακινηθει το ζήτημα των Τσάμηδων, ενώ το 1941 – 2 θα γίνει απόπειρα δημιουργίας κουτσοβλαχικου κρατιδίου στην Ήπειρο, το λεγόμενο “Πριγκιπάτο της Πίνδου”. Όλα αυτά ανατραπηκαν μετά το τέλος του Β’Παγκοσμίου Πολέμου. Τα σχέδια αυτά των Ιταλών κατέρρευσαν και λόγω της ήττας τους αλλά και λόγω της μη ανταπόκρισης των εντόπιων πληθυσμών.
Είχε προηγηθεί τον Νοέμβριο του 1940 η απελευθέρωση της Βόρειας Ηπείρου από τον Ελληνικό Στρατό. Στις 22 Νοεμβρίου 1940 τμήματα του Ελληνικού Στρατού εισέρχονται απελευθερωτές του βορειοηπειρωτικού διαμερίσματος της Κορυτσάς. Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους και ζητωκραύγαζε: “Πήραμε την Κορυτσά”. Η απελευθέρωση της Κορυτσάς ήταν η τελευταία μεγάλη επιτυχία του Ελληνικού Στρατού στο βορειοηπειρωτικό μέτωπο. Στην πόλη βρίσκονταν και την υποστήριζαν ισχυρές ιταλικές δυνάμεις (μεραρχία Τριέστι – Πιεμόντε – Βενέτσια – Αρέστο με δύο τάγματα μεγαλοχιτώνων – με το τάγμα των Βερσαλιών και ένα τάγμα Αλβανών). Ο αγώνας για την κατάληψή της κράτησε οχτώ μέρες και κόστισε πολλές απώλειες.
Η Χειμάρρα επεπρωτο να απελευθερωθεί εκ νέου από έναν Σπυρομήλιο και μάλιστα Αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού, τον Πύρρο Σπυρομήλιο. Πατέρας του ήταν ο Στρατηγός Νικόλαος Σπυρομήλιος, ο θρυλικός Καπετάν Μπούας του Μακεδονικού Αγώνα. Γόνος της ηρωικής οικογένειας των Σπυρομήλιων, εισήλθε στην Σχολή Ναυτικών Δοκίμων στις 13 Σεπτεμβρίου του 1929 για να αποφοιτήσει τέσσερα χρόνια αργότερα στις 30 Σεπτεμβρίου 1933 σαν μάχιμος Σημαιοφόρος.
Ενώ ο Ελληνικός Στρατός, κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, προέλαυνε στην Βόρεια Ήπειρο και οι Άγιοι Σαράντα είχαν απελευθερωθεί, ο Σημαιοφόρος Π. Σπυρομήλιος ΒΝ, ο οποίος υπηρετούσε στην Ναυτική Διοίκηση Βορείου Ηπείρου ζήτησε από τον διοικητή του να τεθεί επικεφαλής του αποσπάσματος που θα κατελάμβανε την πόλη της Χειμάρρας, διότι ήθελε να είναι αυτός πρώτος που θα έμπαινε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Η άδεια δόθηκε και ετέθη επικεφαλής αποσπάσματος από 25 χωροφύλακες και ένα ναύτη εθελοντή. Ο ίδιος ο Σπυρομήλιος θα περιγράψει την συγκινητική στιγμή:
«Πεζοπορούντες επί δεκάωρον περίπου εισήλθομεν εις την Χειμάρρα άνευ αντιστάσεως γενόμενοι δεκτοί υπό των κατοίκων με έξαλλον ενθουσιασμόν και ύψωσα την Ελληνικήν Σημαίαν εγκαταστήσας τας πρώτας Ελληνικάς Αρχάς. Ουδεμία μάχη συνήφθη και η ως άνω ενέργειά μου δεν δύναται να χαρακτηρισθή ως επιχείρησις.» (Έγγραφο Κυβερνήτη αντιτορπιλικού Δόξα, Αντιπλοιάρχου Σπυρομήλιου υπ’ αριθ. 235, 18/2/1952 προς την Σύνταξιν της Πολεμικής Εκθέσεως, Αρχείο Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού).

Κορυτσά, 22 Νοεμβρίου 1940. Μετά την κατάληψη της πόλης από τον Ελληνικό Στρατό. Έλληνες στρατιώτες στον εξώστη του Δημαρχείου (Φωτ.: Σπ. Χαλκίδης – Συλλογή Μ. Γ. Τσάγκαρη).
Κατά την διάρκεια της Κατοχής ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Στρατός (ΕΔΕΣ) έδωσε πολλές μάχες εναντίον των Γερμανών, των Ιταλών αλλά και των Αλβανών Τσάμηδων της Θεσπρωτίας. Το αποκορύφωμα της δράσης του υπήρξε η συμμετοχή του στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου στις 25 Νοεμβρίου 1942, μαζί με τον ΕΛΑΣ και Βρετανούς σαμποτέρ. Στρατιωτικός αρχηγός της επιχείρησης αυτής ήταν ο Ζέρβας. Επίσης, απελευθέρωσε την Ηγουμενίτσα και την Παραμυθιά και την Πάργα, ενώ σημαντική στο χρονολόγιο της Αντίστασης θεωρείται η μάχη της Μενίνας κατά την οποία οι ελληνικές δυνάμεις δεν νίκησαν μόνο Γερμανούς αλλά και Αλβανούς Τσάμηδες. Μετά τη νικηφόρα απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία στις 6 Ιουνίου 1944, δόθηκε βάρος στην προσπάθεια να πληγεί ο ανεφοδιασμός των Γερμανών που μάχονταν στο ανατολικό μέτωπο (Ρωσία). Οι επικεφαλής των συμμάχων σχεδίαζαν τη δημιουργία προγεφυρώματος στην Δυτική Ελλάδα για να αποβιβαστούν εκεί στρατεύματα που θα πολεμούσαν στα Βαλκάνια. Επειδή η περιοχή της Δ. Ελλάδας βρισκόταν κυρίως κάτω από τον έλεγχο του ΕΔΕΣ, δόθηκε εντολή στον Ναπολέοντα Ζέρβα, αρχηγό της οργάνωσης να φροντίσει για την εκκαθάριση της περιοχής.
Η μάχη ξεκίνησε στις 17 Αυγούστου 1944, όταν ο οικισμός της Μενίνας κυκλώθηκε από τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ. Η Χ Μεραρχία είχε ενισχυθεί, εν τω μεταξύ, με το 3/40 Σύνταγμα με επικεφαλής τον επίλαρχο Γ. Αγόρο. Στη μάχη συμμετείχαν και στελέχη των συμμαχικών δυνάμεων που πολεμούσαν στο πλευρό των Ελλήνων, όπως ο συνταγματάρχης Τόρανς (Torrance), οι Άγγλοι Τζων και Ντέηβιντ Γουάλλας και οι Αμερικανοί Άντερσον και Ρότζερς. Οχυρωμένος στον οικισμό ήταν ένας λόχος της γερμανικής 1ης Ορεινής Μεραρχίας, συνεπικουρούμενος από Τσάμηδες που εκτελούσαν χρέη πολιτοφυλάκων. Η μάχη έληξε όταν οι άντρες της Χης Μεραρχίας του ΕΔΕΣ, υπό την ηγεσία του Βασίλειου Καμάρα, κατάφεραν να εισέλθουν στη Μενίνα, με αποτέλεσμα οι Γερμανοί στρατιώτες να υψώσουν λευκή σημαία και να παραδοθούν. Το ανακοινωθέν του ΕΟΕΑ (Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών) – ΕΔΕΣ έλεγε τα ακόλουθα «Σήμερον και ώραν 10.00 ενηργήθη νέα επίθεσις των τμημάτων μας προς κατάληψιν υπολειφθέντος σημείου στηρίγματος (συγκρότημα οικιών) ΜΕΝΙΝΑΣ. – Η μάχη συνεχίσθη με σφοδρότητα μέχρι της 14.30 ώρας, των Γερμανών αμυνομένων μετά πείσματος εντός των οικιών. – Την 14.30 ώραν συνεπληρώθη η κατάληψις ΜΕΝΙΝΑΣ και περιοχής αυτής. – Συνολικαί απώλειαι Γερμανών κατά την πρώτην και δευτέραν ημέραν της επιθέσεως, γνωσθείσαι μέχρι της στιγμής: – 80 νεκροί και τραυματίαι. – 45 αιχμάλωτοι. – Περιήλθεν εις χείρας μας αρκετόν πολεμικόν υλικόν πλην αυτοκινήτων και ίππων». Οι Γερμανοί, περίπου 100 τον αριθμό, αντιμετωπίσθηκαν κανονικά ως αιχμάλωτοι πολέμου.
Οι Τσάμηδες όμως δεν απέφυγαν την εκτέλεση και αυτό λόγω των εγκλημάτων που είχαν διαπράξει κατά του ελληνικού πληθυσμού. Από τα τέλη του 1940 ως τα μέσα περίπου του 1944, σε συνεργασία με τους κατακτητές, προέβησαν σε μια σειρά από εγκλήματα σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού της Θεσπρωτίας, με σκοπό την προσάρτησή της στην Αλβανία. Πρόκειται ουσιαστικά για μια εθνοκάθαρση, που, ευτυχώς, δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί. Το 1941 εκδήλωσαν ευθέως την πρόθεσή τους να ενωθούν με την Αλβανία εντασσόμενοι μαζικά στο φασιστικό μόρφωμα Μπάλι Κομπετάρ. Το «Μπάλι Κομπετάρ Τσαμ» (αλβανικά: Balli Kombëtar Çam, Εθνικό Μέτωπο της Τσαμουριάς), το οποίο ιδρύθηκε το 1943 από τον Νούρι Ντίνο, έτυχε πλήρους υποστήριξης από τη Γερμανία, καθώς ήταν πρόθυμο να πολεμήσει τους Έλληνες αντάρτες. Οι μονάδες αυτές χρησιμοποιήθηκαν σε επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών στην Ελλάδα με κωδικό Augustus. Μέχρι τη λήξη της επιχείρησης Augustus, μεγάλος αριθμός Τσάμηδων είχε στρατολογηθεί για ένοπλη υποστήριξη. Η υποστήριξή τους εκτιμήθηκε από τους Γερμανούς: ο συνταγματάρχης Γιόσεφ Ρέμολντ ανέφερε ότι «με τις γνώσεις τους για τη γύρω περιοχή, έχουν αποδείξει την αξία τους στις αποστολές αναζήτησης».
Συμπέρασμα
Από την παραπάνω εξιστόρηση προκύπτει ότι η ιστορία των Ελλήνων και των Αλβανών προχωρά παράλληλα. Εκφράζεται η πεποίθηση ότι οι δύο λαοί είναι δυνατόν να πορευτούν αδερφωμένα στο πλαίσιο της επίτευξης μιας διαρκούς βαλκανικής ειρήνης. Εκτιμάται ότι είναι προς το συμφέρον της Ελλάδος η διαρκής και σύντονη η συνεργασία με όλα τα βαλκανικά έθνη, με τα οποία άλλως τε μοιράζεται ένα κοινό πολιτισμικό παρελθόν που “πάει πίσω” στα βυζαντινά χρόνια. Η σχέση Ελλήνων και Αλβανών που αναπτύχθηκε στην μετακομμουνιστική περίοδο, παρά τις διακυμάνσεις που πέρασε κατά περιόδους, έχει καταδείξει ότι η συνεννόηση των δύο λαών είναι ρεαλιστική και μπορεί να είναι αποδοτική και για τα δύο κράτη. Αναγκαία όμως προϋπόθεση για το παραπάνω είναι ο απόλυτος σεβασμός προς την ύπαρξη και τα ανθρώπινα δικαιώματα των Ελλήνων της Βόρειας Ηπείρου.
Δημοσιεύεται στο methormisakathektou.politics.blog
