26-10-2023
Η δράση της ΙΙας μεραρχίας στον πόλεμο του 1940-1941 και οι δυο Κύπριοι Επιτελάρχες της
Γράφει ο Δρ. Σπύρος Δημητρίου, Ιατρός – Συγγραφέας

Η IIα Μεραρχία στην έναρξη του πολέμου ανήκε στις εφεδρείες που κρατούσε ο στρατηγός Παπάγος στα μετόπισθεν και είχε την έδρα της στην Αθήνα. Βλέποντας ο Παπάγος την εξέλιξη του πολέμου, διέταξε την μετακίνησή της στο μέτωπο την 1η Νοεμβρίου 1940. Εντάχθηκε στη δύναμη του Α΄ Σώματος Στρατού (Α΄ Σ.Σ) και είχε διοικητή τον υποστράτηγο Γεώργιο Λάβδα. Στην IIα Μεραρχία ανήκε το 3ο Σύνταγμα Πεζικού, το 34ο Σύνταγμα Πεζικού (ήταν στην VIII Μεραρχία και επανήλθε στις 4 Δεκεμβρίου), το 36ο Σύνταγμα Πεζικού, το 39ο Σύνταγμα Ευζώνων (ήταν στην VIII Μεραρχία και επανήλθε στις 16 Νοεμβρίου), το 2ο Σύνταγμα Πυροβολικού και η 2η Ομάδα Αναγνωρίσεως.

ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ 1ος ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ ΤΗΣ IIας ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ
Πρώτος επιτελάρχης της Μεραρχίας ήταν ο αντισυνταγματάρχης πεζικού Σταύρος Χριστοδουλίδης από το Καιμακλί της Λευκωσίας. Γεννήθηκε το 1894 και τον Οκτώβριο του 1912 αναχώρησαν για την Αθήνα μαζί με τον ένα αδελφό του, τον Ιωάννη. Και οι δύο απέβλεπαν σε μία καλύτερη τύχη. Πέρασαν πολύ δύσκολες μέρες και ο μεν αδελφός του σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ιατρική, ο ίδιος δε κατατάχθηκε εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό. Τον επόμενο χρόνο (19-6-1913) προάγεται σε δεκανέα και στη συνέχεια υπηρετεί σε τάγμα πολιτοφυλακής στην απελευθερωμένη Λήμνο από την 1-7-1914 έως 2-5-1915 όπου θα λάβει και το βαθμό του λοχία.

Τον ίδιο μήνα λήγει η θητείας του και απολύεται με «διαγωγήν εξαίρετον». Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου επανέρχεται στις τάξεις του στρατού στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού. Η επιστράτευση έγινε τότε από την κυβέρνηση Βενιζέλου ως απάντηση στην όμοια κίνηση της Βουλγαρίας. Είναι ακόμη η περίοδος, μεσούντος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που η Ελλάδα δεν είχε αποφασίσει να εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό της «Αντάντ».
Στις 7 Μαρτίου 1916, ο Σταύρος Χριστοδουλίδης, λοχίας ακόμη, λαμβάνει απόσπαση για την Σχολή Ευελπίδων για να ακολουθήσει έτσι το επάγγελμα του στρατιωτικού. Τον Μαίο του 1919 ο Χριστοδουλίδης τοποθετήθηκε στο 25ο Σύνταγμα Πεζικού στην Ξάνθη. Μεταξύ 10 και 12 -7 1920 έλαβε μέρος στη μάχη Κουλέλι Μπουργκάς (Πύθιο Διδυμοτείχου) και στις επιχειρήσεις για την κατάληψη της Ανδριανούπολης. Το φθινόπωρο του 1920 και μετά τις εκλογές της 1-11-1920 που έφεραν στην εξουσία φιλοβασιλική κυβέρνηση , ο Χριστοδουλίδης προάγεται σε υπολοχαγό και τον Μάιο του 1921 θα ακολουθήσει το Σύνταγμά του που φτάνει το πρωί της 9ης Μαίου 1921, στη Σμύρνη. Θα συμμετάσχει σε όλες τις πολεμικές αναμετρήσεις του 25ου Σ.Π στη Μικρά Ασία, πολεμώντας με γενναιότητα σε όλες τις μάχες. Όπως γράφει χαρακτηριστικά στην έκθεσή του ο Διοικητής του Αντισυνταγματάρχης Αντωνόπουλος «..αναφέρομαι εις τας διαδοχικάς σημειώσεις μου του έτους 1921 με τη προσθήκη ότι κατά την εν αταξία γενομένην υποχώρησιν του Αυγούστου 1922 περιέσωσε (ο Χριστοδουλίδης) την σημαίαν και το ταμείον του Συντάγματος με ικανόν χρηματικόν ποσόν καίτοι είχε εγκαταληφθεί υπό του συνοδό του …»
Την περίοδο μετά την μετά την μικρασιατική καταστροφή η σταδιοδρομία του Λοχαγού Χριστοδουλίδη ήταν ενταγμένη στα προβλήματα του μεσοπολέμου επηρεάζοντας σε κάποιον βαθμό την πορεία του μέσα στο στράτευμα. Ο πόλεμος του 1940 τον βρίσκει επιτελάρχη της II Μεραρχίας. Στις 20 Ιανουαρίου του 1941 τον συνταγματάρχη Χριστοδουλίδη αντικαθιστά ένας άλλος κύπριος αξιωματικός, στη θέση του επιτελάρχη της IIας Μεραρχίας, ο Αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας.

Ακολούθως αναλαμβάνει Διοικητής του 12ου Συντάγματος Πεζικού (Πατρών).
Η II Μεραρχία ξεκίνησε την μετακίνησή της στο μέτωπο με όλα τα μέσα και, με διαδοχικούς σταθμούς την Καλαμπάκα, τη Νέα Κουτσούφλιανη και την Κόνιτσα, έφτασε το απόγευμα της 16ης Νοεμβρίου 1940 στην περιοχή Κήποι – Ελάτη. Την ίδια μέρα ο Διοικητής της II Μεραρχίας έλαβε προφορική εντολή από το Α΄Σ.Σ. να συνεχίσει τα μεσάνυχτα τις επιθετικές επιχειρήσεις στα δεξιά της VIII Μεραρχίας. Έγιναν οι προπαρασκευαστικές ενέργειες και στις 14:00 της 17ης Νοεμβρίου έλαβε την πρώτη διαταγή από το Α΄ Σ.Σ. που καθόριζε την επίθεση στην κατεύθυνση ΓΚΡΑΜΠΑΛΑ – ΒΙΓΛΑ – ΛΑΜΑΡΙ –ΝΤΟΥΣΚΑ. Αριστερά της II Μεραρχίας θα έκανε επίθεση η VIII Μεραρχία και δεξιά της η Μεραρχία Ιππικού. Στις 18 Νοεμβρίου η II Μεραρχία μπαίνει στη μάχη εναντίον των Ιταλών εισβολέων, γράφοντας νέες σελίδες δόξας. Στην Ιστορία της ΙΙ Μεραρχίας του Γ.Ε.Σ γράφουν για αυτή τη μάχη:
«Τα τμήματα της Μεραρχίας, με το πρώτον σάλπισμα, προχωρούν και καταλαμβάνουν την τοποθεσίαν ΒΙΓΛΑ κατόπιν σκληρού αγώνος, ενώ τα αμυνόμενα Ιταλικά Στρατεύματα υποχωρούν ατάκτως. Η επίθεσις συνεχίζεται και κατόπιν ηρωικών προσπαθειών τα τμήματα της ΙΙ Μεραρχίας ολοκληρώνουν την κατάληψιν του Συγκροτήματος ΝΤΟΥΣΚΑ μέχρι της 22ας Νοεμβρίου». Μεταξύ του εγκαταλειφθέντος πολεμικού υλικού υπό των Ιταλών εις το χωρίον ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ της καταληφθείσης περιοχής ήσαν 7 βαρέα πυροβόλα, 200 φορτηγά αυτ/τα, 100 ποδήλατα και 300 δίκυκλα».

Μετά από αυτά η ΙΙ Μεραρχία μεταφέρει τις δυνάμεις της κοντά στο χωριό ΔΡΥΜΑΔΕΣ, για να ενεργήσει επιθέσεις δυτικά του όρους ΝΕΜΕΡΣΚΑ, στην κοιλάδα του ποταμού ΣΟΥΧΟΥ. Οι ιταλικές δυνάμεις του Σώματος της ΤΣΑΜΟΥΡΙΑΣ κατείχαν τη στενωπό της ΚΑΚΑΒΙΑΣ, το νοτιοδυτικό τμήμα της κοιλάδας του ποταμού ΣΟΥΧΟΥ με το ομώνυμο χωριό, το χωριό ΛΙΜΠΟΧΟΒΟ και το χωριό ΠΟΛΙΤΣΑΝΙ, που το κατείχε ένα αλβανικό τάγμα. Δόθηκε διαταγή στην ΙΙ Μεραρχία να καταλάβει το χωριό ΠΟΛΙΤΣΑΝΙ. Την επίθεση ανέλαβε το 3ο Σ.Π με δυο τάγματα και με έργα εκστρατείας λόγω της τοποθεσίας. Το 3ο Σ.Π, εφαρμόζοντας πονηρή στρατηγική, απασχόλησε τον εχθρό κατά μέτωπο και έκανε την κύρια επίθεση από τον νότο κινούμενο στα ψηλότερα υψώματα της ΝΕΜΕΡΣΚΑΣ. Γράφει το Γ.Ε.Σ στην Ιστορία της ΙΙ Μεραρχίας:
«Η επίθεσις ήρχισεν την πρωίαν της 25ης Νοεμβρίου. Οι ηρωικοί μαχηταί της ΙΙ Μεραρχίας με αυτοθυσίαν και αυταπάρνησιν επιτίθενται κατά του πεισματωδώς αμυνομένου εχθρού και εντός ολίγου καταλαμβάνουν τον αντικειμενικόν τους σκοπόν… Ο Δ/της του Αλβανικού Τάγματος Ταγ/ρχης ΕΡΤΖΙΚ, συλληφθείς αιχμάλωτος, εξέφρασε τον θαυμασμόν του δια την Ελληνική τόλμην και το εξαίρετο Σχέδιον του Συν/τος».
Στη συνέχεια το 3ο Σ.Π προχώρησε βόρεια του χωριού ΠΟΛΙΤΣΑΝΙ και μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου είχε καταλάβει και τα γύρω χωριά. Κατά τη διάρκεια αυτής της επιχείρησης η ιταλική αεροπορία βομβάρδιζε συνεχώς τις ελληνικές δυνάμεις.
Την 1η Δεκεμβρίου 1940 η II Μεραρχία έλαβε εντολή από Α΄ Σ.Σ να διαθέσει δυο τάγματα και πυροβολικό και υπό την αρχηγία του Αντ/ρχη Κατσώτα να καταλάβουν τα χωριά ΣΟΥΧΟΥ και ΣΤΕΓΚΟΠΟΥΛΟ, τα οποία κατείχε ο εχθρός μαζί με το χωριό ΛΙΜΠΟΧΟΒΟΝ, και να αποκλείσουν με πυρά την οδό ΚΑΚΑΒΙΑΣ-ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟΥ. Η επίθεση ξεκίνησε στις 2 Δεκεμβρίου 1940 και με την θυελλώδη εξόρμηση των στρατιωτών της II Μεραρχίας τα χωριά κατελήφθησαν και υψώθηκε η ελληνική σημαία.
Η II Μεραρχία συνέχισε τις επιθέσεις της συμμετέχοντας στις σκληρές μάχες στο ΜΠΟΥΣΕΙ ΣΕΦΕΡ ΚΑΙ ΑΓΑΙΤ, βρισκόμενη δυτικά του Δρίνου ποταμού, απ’ όπου και θα εξορμούσε. Μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου τα συγκροτήματα της II Μεραρχίας διεξήγαγαν σκληρές μάχες κάτω από πολύ δυσμενείς καιρικές συνθήκες, για να βελτιώσουν τις θέσεις της, ώστε να είναι πιο ευνοϊκές οι προϋποθέσεις για την κατάληψη του ΤΕΠΕΛΕΝΙΟΥ. Την ίδια μέρα ένα τάγμα της II Μεραρχίας έδωσε σκληρή μάχη και κατέλαβε το χωριό ΧΟΡΜΟΒΑ, συλλαμβάνοντας περίπου 200 αιχμαλώτους. Στις 19 Δεκεμβρίου 1940 τα τμήματα της II Μεραρχίας άρχισαν την προπαρασκευή για την επίθεση προς ΜΠΕΝΙΤΣΑ-ΤΕΠΕΛΕΝΙ με βάση εξόρμησης το ορεινό γεμάτο χαράδρες όγκο ΜΠΟΥΣΕΙ-ΣΕΦΕΡ-ΑΓΑΙΤ, που στο μεταξύ είχε μετατραπεί σε παγόβουνο, κάνοντας ακόμη πιο δύσκολη την διαδικασία εξόρμησης της Μεραρχίας.
Η επίθεση άρχισε το πρωί της 20ης Δεκεμβρίου 1940 και οι ηρωικοί μαχητές της IIας Μεραρχίας μετά από σκληρές μάχες κατέλαβαν το χωριό ΜΠΕΝΙΤΣΑ. Τις επόμενες μέρες έγιναν τοπικές επιχειρήσεις, για να βελτιώσουν τις θέσεις τους οι δυνάμεις της IIας Μεραρχίας. Στις 28 Δεκεμβρίου προσπάθησαν να καταλάβουν την τοποθεσία ΛΕΚΛΙ, ανατολικά του Δρίνου, αλλά ήταν ισχυρά οχυρωμένη με διπλά συρματοπλέγματα και οι προσπάθειες απέτυχαν.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΡΙΒΑΣ 2ος ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ ΤΗΣ IIας ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ
Ο Αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας, ο Διγενής του αγώνα της ΕΟΚΑ, κάτω από πολύ δύσκολες καιρικές συνθήκες, έφτασε δια μέσου των βουνών στην έδρα της II Μεραρχίας στις 23 Ιανουαρίου 1941, αντικαθιστώντας τον Αντισυνταγματάρχη πεζικού Χριστοδουλίδη Σταύρο στη θέση του Επιτελάρχη. Είχε προαχθεί στον βαθμό του αντισυνταγματάρχη στα τέλη του Δεκέμβρη 1940. Μέχρι τότε βρισκόταν ως ταγματάρχης στο 3ο επιτελικό γραφείο του Γ.Ε.Σ υπό τον Σ. Κιτριλάκη.
Γεννημένος στην Λευκωσία στις 6 Ιουνίου 1897, ενώ στα στρατιωτικά του έγγραφα υπάρχει η ημερομηνία 1η Ιανουαρίου 1898 και η 23 Μαίου 1898, σαράντα ημερών θα μεταβεί στο χωριό του πατέρα του το Τρίκωμο της επαρχίας Αμμοχώστου κοντά στην αρχαία Σαλαμίνα του Τεύκρου και του Ευαγόρα. Εκεί θα τελειώσει το δημοτικό σχολείο και ακολούθως το Παγκύπριο Γυμνάσιο στη Λευκωσία. Έρχεται στην Ελλάδα το 1915 και τον επόμενο χρόνο εισέρχεται στην Σχολή Ευελπίδων απ’ όπου αποφοιτά το 1919. Τοποθετήθηκε στο 30ο Σύνταγμα Πεζικού και το Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου θα βρεθεί στην Μικρά Ασία όπου και θα πολεμήσει ηρωικά φτάνοντας έξω από την Άγκυρα. Τιμήθηκε με τον Πολεμικό Σταυρό 3ης Τάξεως, Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας και Εύφημο Μνεία. Μετά την μικρασιατική καταστροφή θα ακολουθήσει το σύνταγμά του στην Θράκη όπου θα παραμείνει εκεί υπηρετώντας ως υπολοχαγός σε διάφορες μονάδες. Έζησε από κοντά όλη την μικρασιατική καταστροφή και τον διχασμό που ακολούθησε, παραμένοντας σταθερός στις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και δεν ενεπλάκη στα πολιτικά τερτίπια της εποχής ούτε στα κινήματα που ακολούθησαν και διαπέρασαν καταστροφικά όχι μόνο το στρατό αλλά και την ελληνική κοινωνία τόσο σε επίπεδο θεσμών και δομών αλλά και συνεκτικότητας. Το 1927 Λοχαγός πια, επελέγη για μετεκπαίδευση στη Γαλλία στη φημισμένη «Σχολή Εφαρμογής Πεζικού» των Βερσαλλιών στο Παρίσι, όπου και παραμένει για ένα χρόνο. Επέστρεψε στην Ελλάδα, τοποθετήθηκε στο 30ο Σύνταγμα και αποσπάστηκε στο κέντρο ιππασίας του Γ.Ε.Σ στη Λάρισα και εν συνεχεία στη Σχολή Εφαρμογής Πεζικού. Το 1931 μεταβαίνει ξανά, στη Γαλλία αυτή τη φορά για να φοιτήσει στην «Γαλλική Ακαδημία Πολέμου». Επέστρεψε τον επόμενο χρόνο στην Ελλάδα και ακολούθως ως ταγματάρχης δίδαξε στρατηγική στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου και τον Οκτώβρη του 1937 μετατέθηκε στο 3ο επιτελικό γραφείο του Γ.ΕΣ. υπό την διοίκηση του συνταγματάρχη Στυλιανού Κιτριλάκη. Ο πόλεμος ήταν αναμενόμενος και το επιτελείο τους προηγούμενους μήνες ασχολούνταν πυρετωδώς με την θωράκιση των ελληνοαλβανικών συνόρων. Ο Γρίβας ως επιτελικός έχει αυξημένες ευθύνες σ’ αυτή τη διαδικασία αλλά και ως εξ΄ απορρήτων σύνδεσμος του Αρχιστρατήγου Παπάγου με την 8η μεραρχία του Υποστράτηγου Κατσιμήτρου που θα δεχόταν τον κύριο όγκο της επίθεσης. Έτσι το πρωινό της 28η Οκτωβρίου 1940 η στρατιωτική ηγεσία δεν κατελήφθη εξ απήνης. Ο Ταγματάρχης Γρίβας ζητά επιμόνως να μετατεθεί στο μέτωπο της Αλβανίας αλλά το επιτελείο τον χρειάζεται στην Αθήνα. Τελικά μετά από τρείς αιτήσεις παραίτησης που δεν έγιναν δεκτές ακολούθησε, μετά τις πρώτες νίκες, την μετακίνηση του Γενικού Στρατηγείου στα Γιάννενα και ακολούθως προήχθη στο βαθμό του αντισυνταγματάρχη και μετατέθηκε ως επιτελάρχης στην ΙΙα Μεραρχία.
Ο διοικητής της IIας Μεραρχίας, υποστράτηγος Γεώργιος Λάβδας, ήταν λίγο μεγάλος κι έτσι μεγάλο βάρος της διοίκησης έπεφτε στον Επιτελάρχη. Ο αεικίνητος Αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας όργωσε το μέτωπο της Μεραρχίας, εμψυχώνοντας του στρατιώτες και τους αξιωματικούς του. Επίσης, κατέστρωσε τα σχέδια της αμυντικής διάταξης, αλλά και τα επιχειρησιακά σχέδια για τις επιθετικές εξορμήσεις των μονάδων της Μεραρχίας. Ήταν η «ψυχή» της Μεραρχίας. Ας διαβάσουμε από την Ιστορία της IIας Μεραρχίας του Γ.Ε.Σ την δραστηριότητά της συνοπτικά κατά την περίοδο που ήταν επιτελάρχης ο Αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας:
«Η II Μεραρχία από της 1ης Ιανουαρίου 1941, μεταπεσούσα εις αμυντικήν διάταξιν, κατείχε τον νοτιανατολικώς Τεπελενίου τομέα, συμπεριλαμβάνοντα τα χωρία Μαλέσοβα, Χόρμοβα, και τον ορεινόν όγκον Μπούζει Σεφέρ Αγιάτ. Εν τη τοποθεσία ταύτη η Μεραρχία απέκρουσε επιτυχώς εξαπολυθείσας κατά του δεξιού της επιθέσεις.
Την 15ην Φεβρουαρίου επαναλήφθησαν αι επιθετικαί ενέργειαι δια των 34ου και 39ου Συνταγμάτων προς Μεστάνι-Πέκλι, καταληφθείσης της κορυφής Γκόλιτο επί του χιονοσκεπούς όρους Νεμέρσκα. Κατ’ αυτάς συνελήφθησαν αιχμάλωτοι 34 αξιωματικοί και 775 οπλίται. Αι επιχειρήσεις διεκόπησαν την 20ην Φεβρουαρίου λόγω ενσκηψάσης σφοδρής χιονοθυέλλης. Η επίθεσις επανελήφθη την 7η Μαρτίου δια του 34ου Συντάγματος και του διατεθέντος εκ της IV Μεραρχίας 11ου τοιούτου. Την 8η Μαρτίου το 34ο Σύνταγμα, κατόπιν σκληρού αγώνος σώματος προς σώμα, καθ’ όν εχρησιμοποιήθησαν ακόμη και λίθοι, κατέλαβε το ισχυρώς ωργανωμένον ύψωμα 739, διαλύσαν το κατέχον τούτο ιταλικόν τάγμα, ούτινος συνέλαβε τον ταγματάρχην διοικητήν μετά του επιτελείου του και περί 300 οπλίτες αιχμαλώτους.
Κατά την αρξαμένην την 9ην Μαρτίου μεγάλην εαρινήν ιταλικήν επίθεσιν, η Μεραρχία υπέστη σοβαρούς βομβαρδισμούς. Εκτοξευθείσαι την 18ην και 24ην Μαρτίου ισχυραί επιθέσεις κατά του δεξιού της απεκρούσθησαν επιτυχώς».
Η Γερμανική επίθεση βρήκε τον Ελληνικό Στρατό στα αλβανικά βουνά να κατέχει δεσπόζουσα θέση, μετά τις νίκες έναντι των Ιταλών και με ηθικό πολύ υψηλό. Η ΙΙα Μεραρχία, όπως γράψαμε ανήκε στο Α΄ Σώμα Στρατού(Α΄ Σ.Σ.) που μαζί με το Β΄Σ.Σ αποτελούσαν το Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου(Τ.Σ.Η.).
Μετά την κατάρρευση του μετώπου και την επέκταση των Γερμανικών δυνάμεων προς ο εσωτερικό της χώρας αποφασίστηκε ο υποχωρητικός ελιγμός της ΤΣΗ. Οι αμυντικές επιχειρήσεις ξεκίνησαν στον τομέα του Α΄Σ.Σ στις 14 και 15 Απριλίου 1941. Η ΙΙα Μεραρχία κατείχε τον τομέα νοτιοδυτικά της Κλεισούρας εκατέρωθεν του Δρίνου ποταμού, με το 3ο και το 2/39 σύνταγμα στη πρώτη γραμμή και τα 36ο και 34ο συντάγματα σε εφεδρεία της Μεραρχίας και του Α΄ Σώματος Στρατού. Είχε δώσει σφοδρές μάχες κατά τους μήνες Φεβρουάριο και τον Μάρτιο με αρκετές απώλειες, χωρίς όμως να χάσει τα εδάφη της.
Το πρωί της 14ης Απριλίου 1941, οι Ιταλοί επιτέθηκαν σ’ ολόκληρο τον τομέα του Α΄Σ.Σ. με στόχο την επέκτασή τους αλλά και για να βολιδοσκοπήσουν την αντίσταση των ελληνικών δυνάμεων λόγω της ραγδαίας προέλασης των Γερμανών. Στον τομέα της ΙΙας Μεραρχίας οι ιταλικές δυνάμεις επιτέθηκαν μετά από προετοιμασία του πυροβολικού τους για να καταλάβουν την τοποθεσία ανατολικά του Δρίνου ποταμού. Η επίθεση συνετρίβη με μεγάλες απώλειες των Ιταλών. Τα καταληφθέντα προκεχωρημένα σημεία τα επανακατέλαβαν οι δυνάμεις της ΙΙας Μεραρχίας το απόγευμα, χωρίς να χρησιμοποιηθούν οι εφεδρείες της. Οι ιταλικές επιθέσεις συνεχίστηκαν και την επόμενη μέρα στο μέτωπο του Α΄Σ.Σ.
Η γενική κατάσταση του ΤΣΗ το πρωί της 16 Απριλίου ήταν ανησυχητική λόγω των εξελίξεων στην δυτική Μακεδονία. Επίσης υπήρχε κίνδυνος και από την ανατολική πλευρά και μάλιστα την στιγμή που ο υποχωρητικός ελιγμός βρισκόταν σε εξέλιξη. Το Α΄Σ.Σ δεν είχε αρχίσει ακόμη την υποχώρησή του περιμένοντας να ολοκληρωθεί ο ελιγμός της στρατιάς Ηπείρου. Το πιο ανησυχητικό φαινόμενο στην όλη κατάσταση ήταν η πτώση του ηθικού στο στράτευμα με κρούσματα ανυπακοής και διαρροή οπλιτών προς τα μετόπισθεν. Έγινε σύσκεψη στη έδρα της ΤΣΗ για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Τα νέα που έρχονταν από την Αθήνα δεν άφηναν και πολλά περιθώρια.
Στις 16 Απριλίου το ΤΣΗ διέταξε την συνέχιση του υποχωρητικού ελιγμού. Τη ίδια μέρα ξεκίνησε και η σύμπτυξη του Α΄Σ.Σ κατά τον άξονα Παλαιόκαστρο-Αργυρόκαστρο-Κακαβιά-Ζίτσα.
Η ΙΙα Μεραρχία του Ανχη Γρίβα θα συνεπτύσσετο στη ζώνη μεταξύ Δρίνου ποταμού και της οροσειράς Νεμέρτσκα με το 36ο και 29ο σύνταγμα. Στα δυτικά του Δρίνου βρισκόταν το 3ο σύνταγμα με ένα τάγμα πολυβόλων και στην περιοχή Τσέπα το 34ο σύνταγμα που βρισκόταν εκεί θα υπάγονταν στην VIII Μεραρχία. Στη συνέχεια η Μεραρχία θα συνεπτύσσετο στον άξονα της ημιονικής οδού Γκλάμποβα-Ερρινδή Δοξάτι-Λιέτοβιτς-Λιμπόχοβο-Επισκοπή. Η έναρξη της υποχώρησης θα ξεκινούσε την νύχτα 16 προς 17 Απριλίου. Η πρώτη αμυντική τοποθεσία του ελιγμού της ΙΙας Μεραρχίας κατελήφθη το απόγευμα τη; 16ης Απριλίου από δυο εφεδρικά τάγματα, το σε 36ο σύνταγμα-μείον ένα τάγμα- κινήθηκε και κατέλαβε την επόμενη μέρα, την δεύτερη τοποθεσία στα υψώματα Κεσαράτι-Κρίνα και υψώματα Αγίας Τριάδας, όπου και εγκαταστάθηκε την νύχτα της 17ης Απριλίου 1941. Τα τμήματα που ήταν σε επαφή απαγκιστρώθηκαν χωρίς να γίνουν αντιληπτά από τον εχθρό. Το απόγευμα της 17ης ο εχθρός ήρθε σε επαφή με την πρώτη τοποθεσία στο ύψωμα Στρακοβέτς νότια του Γκλαμπόβου προς Παλαιόκαστρο. Η επαφή εκδηλώθηκε με πυρά και κατά την διάρκεια της νύχτας και με την βοήθεια της έντονης ομίχλης επιτέθηκαν σε ελληνικά τμήματα της ΙΙας Μεραρχίας στην περιοχή Αγίου Γεωργίου-Γκλαμπόβου αναγκάζοντας αυτά να συμπτυχθούν. Ο Δ/της του 39ου συντάγματος ευζώνων ευρισκόμενος εκεί επιτέθηκε και ανακατέλαβε τις θέσεις. Στην περιοχή ανατολικά του Δρίνου και έναντι της ζώνης του ΙΙΙ/36 Τάγματος, ο εχθρός προσπάθησε να προσεγγίσει τις θέσεις του τάγματος με πλωτά μέσα στέλνοντας ταυτόχρονα δυνάμεις προς τον πεδινό διάδρομο στην ανατολική όχθη του Δρίνου ποταμού. Η ιταλική προσπάθεια απέτυχε έχοντας υποστεί αρκετή φθορά. Στη συνέχεια η σύμπτυξη των δυνάμεων της ΙΙας Μεραρχίες έγινε χωρίς προβλήματα. Το 3ο Σύνταγμα επανήρθε στη ζώνη της Μεραρχίας και ετέθη στην εφεδρεία. Έως και της 20 Απριλίου 1941 ο εχθρός δε ήρθε σε επαφή με τη τοποθεσία των τμημάτων της ΙΙας Μεραρχίας.
Οι εξελίξεις που ακολούθησαν ήταν ραγδαίες με την αυτοκτονία του Πρωθυπουργού Κορυζή, την συνθηκολόγηση του Τσολάκογλου και την φυγή της Ελληνικής Κυβέρνησης και του Βασιλιά στην Κρήτη. Στις 23 Απριλίου παραιτήθηκε και ο Αρχιστράτηγος Παπάγος. Το Α΄Σ.Σ ήταν υπό διάλυση με τις διαρροές των στρατιωτών και των μονάδων να γίνονται ανεξέλεγκτα . Όμως ο Επιτελάρχης της ΙΙας Μεραρχίας Ανχης Γεώργιος Γρίβας συνέχιζε την υποχώρηση της Μεραρχίας συντεταγμένα χωρίς να παρατηρηθούν φαινόμενα διάλυσης. Σε σήμα του προς το Α΄Σ.Σ αναφερόμενος στα γεγονότα διάλυσης ανέφερε μεταξύ άλλων : «..ουδέποτε διενοήθη να συμπτυχθή(η ΙΙα Μεραρχία) άνευ διαταγής των προισταμένων της αρχών, αν όμως διαταχθή να καταθέση τα όπλα και να παραδοθή εις τους εχθρούς, θα ενεργήση μόνον ότι υπαγορεύει η τιμή, το όνομα και η πολεμική ιστορία της».
Η ΙΙα Μεραρχία κινήθηκε προς την περιοχή Πωγωνίου στις 22 Απριλίου. Ο Αντισυνταγματάρχης Γρίβας εισηγήθηκε στον Υποστράτηγο Λάβδα να μην παραδώσουν τον οπλισμό τους στους Γερμανούς, θεωρώντας αυτήν την πράξη ατιμωτική. Ο Υποστράτηγος Λάβδας συμφώνησε. Επίσης ο Ανχης Γρίβας εισηγήθηκε να δημιουργηθεί ένα κλιμάκιο από αξιωματικούς και στρατιώτες έμπιστους και ψυχωμένους και να μεταβούν στα μετόπισθεν να χτυπήσουν τον εχθρό. Όμως η έντονη παρουσία των Γερμανών και οι συνεχείς βομβαρδισμοί των συνόρων δεν άφηνα πολλά περιθώρια. Τελικά η ΙΙα Μεραρχία μετακινήθηκε νοτιότερα στην περιοχή Αυγό,Ν. Μπιζανίου αφού παρέδωσε τον οπλισμό της στο Πεδινό, πλην του 3ου Συντάγματος. Αποφασίσθηκε η διάλυση της μεραρχίας και οι άνδρες της μετακινήθηκαν ως εξής:
Το 3ο Σύνταγμα παρέδωσε τον οπλισμό στο Θεριακίσι την 26η Απριλίου 1941 και κινήθηκε με το 34ο Σύνταγμα μέσω Άρτας-Αγρινίου-Μεσολογγίου όπου έφτασαν στις 6 Μαίου 1941 και μετά από δυο μέρες διαλύθηκαν.
Το 36ο Σύνταγμα κινήθηκα προς Φιλιππιάδα κι από εκεί ένα μέρος πήγε προς Αγρίνιο και ένα μέρος προς Λαμία που έφτασε στις 4-5-41 και εκεί διαλύθηκε.
Στο μοναδικό Σύνταγμα που παρατηρήθηκε κάποια ελαφρά διάλυση ήταν το 39ο που ακολούθησε την διαδρομή του 3ου και 34ου Συντάγματος όπου οι άνδρες του έφτασαν στο Μεσολόγγι στις 3-5-41 στην έδρα του συνάγματος, όπου και ακολούθησε η διάλυση.
Ο Δ/της της ΙΙας Μεραρχίας υποστράτηγος Λάβδας, ο Επιτελάρχης Ανχης Γεώργιος Γρίβας και ένα μέρος του επιτελείου αναχώρησαν στις 25 Απριλίου 1941 και μέσω του ορεινού δρομολογίου Προυσού-Λιδωρικίου-Αμφίσσης έφτασαν στην Αθήνα στις 8 Μαίου 1941. Η ηγεσία της ΙΙας Μεραρχίας δεν παρέδωσε τον οπλισμό της, τον κράτησε γιατί στο μυαλό τους άρχισαν κιόλας οι πρώτες σκέψεις για αντίσταση στον κατακτητή. Στην μονή Προυσού που έμειναν ένα βράδυ να ξαποστάσουν, στην διαδρομή τους προς Αθήνα, ο Ανχης Γρίβας είπε ότι δεν πρέπει να μείνουν με σταυρωμένα χέρια κι ότι κάτι πρέπει να γίνει για την λευτεριά της πατρίδας. Έτσι, εκεί πάρθηκε η πρώτη απόφαση για την δημιουργία αντιστασιακής οργάνωσης από αξιωματικούς και άνδρες της ΙΙας Μεραρχίας. Φτάνοντας στην Αθήνα αυτή η απόφαση θα έπαιρνε σάρκα και οστά τον Ιούνιο του 1941 με την δημιουργία της εθνικής αντιστασιακής οργάνωσης «Χ».
Ο διοικητής της ΙΙας Μεραρχίας υποστράτηγος Λάβδας στην έκθεσή του προς το ΓΕΣ πρότεινε για αριστείο ανδρείας τον αντισυνταγματάρχη Γεώργιο Γρίβα και για πολεμικό σταυρό Γ’ τάξεως τον αντισυνταγματάρχη Σταύρο Χριστοδουλίδη.
Πηγές:
Γ.Ε.Σ/3ο Επιτελικό Γραφείο, Η Ιστορία της II Μεραρχίας, Στρατιωτικό Τυπογραφείο, Αθήνα, Οκτώβριος 1967, σελ. 57.
ΓΕΣ Το τέλος μιας εποποιίας Απρίλιος 1941 Εκδόσεις ΔΙΣ-ΓΕΣ Αθήνα 1959.
Σταύρος Χριστοδουλίδης Η διάσωση της σημαίας του 12ου Συντάγματος Πεζικού (Πατρών) Εκδόσεις Συλλογές Αθήνα 2005.
Σπύρος Δημητρίου Στρατηγός Γεώργιος Γρίβας – Διγενής ο αρχηγός της ΕΟΚΑ Εκδόσεις Πελασγός Αθήνα 2017.
Σπύρος Δημητρίου Η ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ IIας ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1940-1941 ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΚΥΠΡΙΟΙ ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΕΣ ΤΗΣ (υπό έκδοση)
Λεύκωμα Στρατηγού Γεωργίου Γρίβα-Διγενή 1916-1974
Έκδοση Σύνδεσμοι Αγωνιστών ΕΟΚΑ Λευκωσία 1995
