Η δράση του Πολεμικού Ναυτικού στην Μικρασιατική Εκστρατεία (1919 – 1922)

30-8-2023

Γράφει ο Παναγιώτης Γέροντας, Ιστορικός-Συγγραφέας

Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη συνθηκολόγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήρθε η ώρα του διαμελισμού του μεγάλου ασθενή, όπως για πολλά χρόνια λεγόταν, σε ζώνες επιρροής των Συμμάχων. Η Μ. Βρετανία κατέλαβε τα Στενά των Δαρδανελίων, η Ιταλία, την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μ. Ασίας και τέλος, η Γαλλία, την περιοχή της αρχαίας Κιλικίας, στη Νοτιοανατολική Μ. Ασία με το σημαντικό λιμάνι της Αλεξανδρέττας.

Να σημειωθεί ότι ήδη από την αρχή της μικρασιατικής εμπλοκής της Ελλάδας στη Μ. Ασία, διαφαινόταν ένας ανταγωνισμός μεταξύ των Μ. Δυνάμεων. Αρχικά, μεταξύ Μ. Βρετανίας και Γαλλίας, καθόσον οι Βρετανοί φαίνεται ότι είχαν αποφασίσει τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το να ιδρυθούν στη θέση της μια σειρά από ανεξάρτητα έθνη-κράτη. Από την άλλη, η Γαλλία φαινόταν διατεθειμένη να διατηρήσει την προπολεμική της χρηματιστική υπεροχή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ακόμη λόγω των πετρελαιοπαραγωγικών πηγών της περιοχής, η Γαλλία επιθυμούσε την δημιουργία ενός διάδοχου βιώσιμου τουρκικού κράτους, το οποίο θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μια πιθανή επέλαση των Σοβιετικών στην Κεντρική Ασία.

Η Βρετανική Αυτοκρατορία ευνοούσε την ελληνική στρατιωτική παρουσία στην περιοχή και για τον πρόσθετο λόγο της  αποσυμφόρησης των στρατιωτικών δαπανών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Βενιζέλος κάλεσε νέα Βρετανική Αποστολή σε αντικατάσταση της αποστολής Brown  και το Βρετανικό Ναυαρχείο απάντησε θετικά, γιατί είχε σκοπό την αντικατάσταση του Βρετανικού Ναυτικού από το Ελληνικό στην περιοχή εκείνη. Η Μ. Βρετανία είχε ήδη αρχίσει να κινείται προς την κατεύθυνση της περιστολής των στρατιωτικών δαπανών και η στρατιωτική ενίσχυση των Ελλήνων στην περιοχή έδειχνε να ταιριάζει με αυτή τη στροφή. 

Η Ιταλία από την ένωσή της άρχισε να διεκδικεί δυναμικά την δημιουργία μιας αποκλειστικής ζώνης ελέγχου στη Ανατολή. Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι ήταν ιδιαίτερα ενοχλημένοι με αυτήν την ιταλική διάθεση επέκτασης. Αλλά και οι Αμερικανοί εμφανίζονται ιδιαίτερα ενοχλημένοι από τις ιταλικές θέσεις για την πόλη Φιούμε,  καθώς και με την διάθεσή τους να δημιουργήσουν τετελεσμένα γεγονότα στην Ανατολή. Η κατάληψη των Αδάνων από τους Ιταλούς και η απόβασή τους στη Μαρμαρίδα οδήγησαν τους Συμμάχους στο να δώσουν εντολή στα ελληνικά στρατεύματα ν’ αποβιβαστούν στη Σμύρνη.

Τέλος, η Σοβιετική Ένωση, η οποία είχε δεχθεί την συμμαχική εκστρατεία εναντίον της, κατευθύνθηκε σε μία προσέγγιση με τις δυνάμεις του Κεμάλ. Οι Σοβιετικοί θεωρούσαν την εκστρατεία των Συμμάχων στη Μ. Ασία ως μία ακόμη κίνηση των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Εξάλλου, η Ελλάδα είχε εκστρατεύσει με σημαντικές δυνάμεις στην περιοχή της Ουκρανίας.

Το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό, αν και δεν υπήρχε τακτικός αντίπαλος, είχε πολυσήμαντη αποστολή: Τον ναυτικό αποκλεισμό των παραλίων της Μ. Ασίας, με σκοπό την παρεμπόδιση του εξοπλισμού και εφοδιασμού των δυνάμεων του Κεμάλ, την μεταφορά στρατευμάτων καθώς και την συνοδεία νηοπομπών.

Στην πρώτη περίπτωση, το έργο του Ναυτικού δυσχεραινόταν από το ότι ο Κεμάλ εφοδιαζόταν κυρίως από τη στεριά και μάλιστα, από τους Ιταλούς, τους Γάλλους και τους Σοβιετικούς. Οι ίδιοι οι Σύμμαχοι εμπόδιζαν τις νηοψίες σε εμπορικά πλοία με διάφορες αιτιολογίες, όπως ότι το πλοίο ανήκε σε δικό τους τομέα ευθύνης ή ότι πλέον η Τουρκία είναι ουδέτερο κράτος και τρίτο, λόγω του μεγάλου εύρους των μικρασιατικών παραλίων.

Η μεταφορά των στρατευμάτων από τις Ελευθερές στη Σμύρνη έγινε με 18 μεταγωγικά,  τα οποία συνόδευε μικτή μοίρα από 3 βρετανικά και 4 ελληνικά αντιτορπιλικά. Διοικητής των αντιτορπιλικών ήταν ο Βρετανός Γκόβερ Γκράνβιλ, ενώ των μεταγωγικών ήταν ο πλωτάρχης Σαχτούρης.

Τα πλοία αυτά αγκυροβόλησαν πρώτα στη Γέρα της Λέσβου, καθυστερώντας την είσοδό τους στο λιμάνι της Σμύρνης για το πρωί της 2ας Μαΐου συμφώνως υποδείξεων του ναυάρχου Κάλθορπ (Calthorpe) για να υπάρξει ο απαραίτητος χρόνος προετοιμασίας της απόβασης.  Ο διοικητής της Μεραρχίας μαζί με άλλα στελέχη του Στρατού με την ευκαιρία της καθυστέρησης επέβησαν του αντιτορπιλικού Λέων και κατέπλευσαν στο λιμάνι της Σμύρνης, από όπου, από την γέφυρα του Γ. Ἀβέρωφ προέβησαν σε αναγνώριση του λιμένος και τις πόλεως με σκοπό τον καθορισμό των αντικειμενικών στόχων των μονάδων.  Σε αυτήν την ενέργεια, είχαν πολύτιμο συνεργάτη τον κυβερνήτη του Γ. Ἀβέρωφ, πλοίαρχο Μαυρουδή

Ο πλοίαρχος Μαυρουδής ανακοίνωσε στον λαό της Σμύρνης, το απόγευμα της 1ης Μαΐου, στην μεγάλη αίθουσα της Μητροπόλεως, την είδηση της επικείμενης κατάληψης της πόλης από τον Ελληνικό Στρατό. Στο ελληνικό Προξενείο, είχε οργανωθεί υπηρεσία πληροφοριών υπό την διεύθυνση του πλωτάρχη Μπούφη και του προξένου Λιάτη , η οποία παρακολουθούσε τις κινήσεις και τις προπαρασκευές των Τούρκων.  Οι κινήσεις αυτές μεταδίδονταν από την υπηρεσία του ελληνικού Προξενείου στον πλοίαρχο Μαυρουδή στο Γ. Ἀβέρωφ κι αυτός με τη σειρά του τις  κοινοποιούσε στον Βρετανό ναύαρχο Κάλθορπ επί του Iron Duke.

Το πρωί της 2ας Μάϊου έλαβε χώρα η αποβίβαση των ελληνικών τμημάτων στη Σμύρνη. Κατά τη διάρκεια της το αντιτορπιλικό Λέων λειτουργούσε ως το στρατηγείο του διοικητή της Μεραρχίας. Το ελληνικό αντιτορπιλικό ευρισκόταν αγκυροβολημένο απέναντι και σε μικρή απόσταση από το κτήριο Φωτιάδη, το οποίο είχε επιλεγεί ως μόνιμο στρατηγείο μετά το πέρας της αποβίβασης. Η αποβίβαση του Ελληνικού Στρατού είχε ως αποτέλεσμα την αντίδραση νεοτουρκικών πυρήνων με αποτέλεσμα να υπάρξουν αιματηρές συμπλοκές.

Την 7η Ιουλίου 1920, η Μεραρχία της Σμύρνης υπό τον υποστράτηγο Αλέξανδρο Μαζαράκη Αινιάν, κινήθηκε για την καταστολή της στάσης του διοικητή του τουρκικού Σώματος Στρατού Ανατολικής Θράκης, Τζαφέρ Ταγιάρ που είχε ως έδρα την Ανδριανούπολη. Για την προστασία της νηοπομπής που μετέφερε τη Μεραρχία της Σμύρνης διετέθησαν βρετανικά πλοία ένα θωρηκτό, ένα καταδρομικό και αριθμός αντιτορπιλικών,  ενώ συμμετείχαν δύο ελληνικά θωρηκτά, τα τέσσερα αντιτορπιλικά τύπου Λέων  και  αεροσκάφη του  Ναυτικού Αεροπορικού Σμήνους Θράκης.  Στην εξουδετέρωση του Ταγιάρ σημαντικό ρόλο έπαιξε η Στρατιά Θράκης,  η οποία κατέλαβε την περιοχή από τον Έβρο μέχρι την Τσατάλτζα.

Το Ναυτικό είχε αποφασιστική συνδρομή στις επιχειρήσεις κατάληψης της Ραιδεστού. Μετά από σχετικό τηλεγράφημα του Αρχηγού του Επιτελείου, Πάγκαλου,  κι ενώ το αντιτορπιλικό Ἱέραξ είχε ήδη εμπλακεί σε ανταλλαγή πυρών με τουρκικά πυροβόλα, το Γεώργιος Ἀβέρωφ εκτέλεσε σφοδρή επίθεση με αποτέλεσμα την εξουδετέρωση του εχθρικού πυροβολικού. Στη συνέχεια, το 3ο Πεζικό Σύνταγμα κατέλαβε τις πρώτες εχθρικές θέσεις, ενώ υπό την πίεση των πυροβόλων των ελληνικών πλοίων εξουδετερώθηκαν και τα τελευταία εχθρικά πυροβόλα και η πόλη κατελήφθη οριστικά.

Στα τέλη Μαΐου του 1922, το Πολεμικό Ναυτικό ανέλαβε την εξουδετέρωση του σημείου ανεφοδιασμού του του βόρειου τμήματος του Μετώπου του Τουρκικού Στρατού, τη Σαμψούντα. Η πόλη χρησιμοποιούταν ως στρατιωτική βάση ανεφοδιασμού των Τούρκων από τους Μπολσεβίκους, αλλά και ως ναυτική βάση βενζινόπλοιων και γενικά ελαφρών πλοίων, τα οποία είχαν διαθέσει οι Μπολσεβίκοι στον Κεμάλ για μεταφορές εφοδίων. Εκεί, υπήρχαν και σουλτανικές αποθήκες πυρομαχικών, τις οποίες χρησιμοποιούσε ο Κεμάλ.

Για την αποστολή εξουδετέρωσης της πόλης συγκροτήθηκε μοίρα από το θωρηκτό Γ. Ἀβέρωφ με κυβερνήτη τον πλοίαρχο Ι. Ηπίτη  που ναυλοχούσε στην Κωνσταντινούπολη, τα αντιτορπιλικά Πάνθηρ και Ἱέραξ καθώς και τα εξοπλισμένα ατμόπλοια Ἀδριατικός και Νάξος. Τα ελληνικά πλοία προέβησαν σε εκτεταμένο βομβαρδισμό της πόλης κατά τον οποίο ισοπεδώθηκαν το διοικητήριο της πόλης, ένας μιναρές, η κατοικία του διοικητή, το τελωνείο, οι παρακείμενες αποθήκες όπλων, ο μεγάλος στρατώνας στο λόφο Τσαρτσαμπά, όλες οι αποβάθρες, τα ελλιμενισμένα πλοία και φορτηγίδες, καθώς και οι μεγάλες δεξαμενές πετρελαίου και βενζίνης που ευρίσκονταν κοντά στο λιμάνι. Ακόμη καταστράφηκαν ολοσχερώς τουλάχιστον επτά εχθρικές πυροβολαρχίες.

Το θωρηκτό Λήμνος

Τα ελληνικά πολεμικά πλοία προστάτευσαν αποτελεσματικά την αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από τη Μ. Ασία το 1922. Τα θωρηκτά Κιλκίς και Λήμνος, το εύδρομο Ἕλλη καθώς και τα αντιτορπιλικά Ἀσπίς και Νίκη έπλευσαν από τη Σμύρνη στην χερσόνησο της Ερυθραίας, την οποία έπρεπε να προστατεύσουν από τον εχθρό μέχρι την πλήρη αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από το Τσεσμέ. Με συνεχείς περιπολίες τα ελληνικά πολεμικά κάλυπταν τις διόδους διαφυγής του Ελληνικού Στρατού. Τα μεσάνυχτα μάλιστα της 29ης Αυγούστου τα ελληνικά πλοία άνοιξαν πυρ κατά εχθρικής φάλαγγας με αποτέλεσμα να την διασκορπίσουν, ενώ τις πρώτες πρωινές ώρες έτρεψαν σε φυγή Τσέτες ιππείς. Ο πλοίαρχος Ιωάννης Θεοφανίδης ως κυβερνήτης του θωρηκτού Κιλκίς με την συνεργασία του Αμερικανού πάστορα Έισα Τζέννιγκς (Asa Jennings) έσωσε εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες από την καιόμενη Σμύρνη.

Ο Ιωάννης Θεοφανίδης, πλοίαρχος και κυβερνήτης του θωρηκτού «Κιλκίς», ο οποίος έσωσε εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες από την Σμύρνη.

Η ορειβατική πυροβολαρχία των Τούρκων, η οποία κατέλαβε την κορυφογραμμή από το φρούριο της Σμύρνης μέχρι την κορυφή Δύο Αδέλφια δεν στάθηκε ικανή να απειλήσει τα ελληνικά πολεμικά πλοία. Πρώτα, τα πυροβόλα του Ἕλλη κι έπειτα του Κιλκίς, οδήγησαν σε πλήρη πτώση του ηθικού του εχθρού, ο οποίος δεν έβαλε ούτε κατά του Κιλκίς που είχε πλησιάσει πολύ κοντά στις εχθρικές θέσεις. Το αντιτορπιλικό Νίκη πλησίασε πολύ κοντά στις εχθρικές θέσεις, με αποτέλεσμα σε μία από της επιχειρήσεις απομάκρυνσης προσφύγων στον όρμο Σαχίμπ, στην περιοχή Καρά Μπουρούν των βορείων ακτών της Ερυθραίας, να βρει τον θάνατο ο κυβερνήτης του πλοίου, πλωτάρχης Δημήτριος Χατζίσκος από σφαίρα στο κεφάλι προερχόμενη από τη ξηρά.

O πλωτάρχης Δημήτριος Χατζίσκος, ο οποίος πέθανε ηρωικά από σφαίρα στην χερσόνησο της Ερυθραίας στην προσπάθειά του να διασώσει χιλιάδες πρόσφυγες που αναζητούσαν ένα καράβι για να ξεφύγουν από την σφαγή των Τούρκων.

Παράλληλα με τα παραπάνω, ηρωική δράση στα βάθη της Ανατολίας έχει η Ναυτική Αεροπορία που με τα λεγόμενα «Ναυτικά Σμήνη Μετώπου» ακολουθούσε κατά πόδας τον Ελληνικό Στρατό φωτογραφίζοντας και βομβαρδίζοντας αποτελεσματικά τις κεμαλικές θέσεις.

Χειριστές και προσωπικό εδάφους της Ναυτικής Αεροπορικής Υπηρεσίας μπροστά από ένα Airco De Havilland D.H.9, στο Ουσάκ το 1921 (Μουσείο Ιστορίας Πολεμικής Αεροπορίας).

Η δράση της Ναυτικής Αεροπορίας

Μετά τον θάνατο του Α. Μωραϊτίνη, η αρχηγία της Ναυτικής Αεροπορίας (Ν.Α.Υ.) ανετέθη στον πλοίαρχο Κ. Παναγιώτου. Την περίοδο λίγο πριν από τη Μικρασιατική Εκστρατεία (1918-1919), οργανώθηκε η εκπαίδευση του προσωπικού στα εκπαιδευτικά κέντρα που δημιουργήθηκαν στο Τατόι και στο Π. Φάληρο, ενώ ένας αριθμός από στελέχη της Ναυτικής Αεροπορίας εκπαιδευόταν την ίδια εποχή στην Βρετανική Αεροπορική Σχολή της Αιγύπτου.
Οι συνολικές αεροπορικές δυνάμεις της Ελλάδος (Στρατιωτική και Ναυτική Αεροπορία) ανέρχονται σε 120 αεροσκάφη της εποχής του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, από τα οποία τα 50 ήταν της Ναυτικής Αεροπορίας. Τα αεροσκάφη της Ναυτικής Αεροπορίας ήταν κυρίως DeHavilland-4 (DH-4), DeHavilland-9 (DH-9) και Sopwith Camel. Κατά την έναρξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας, οι αεροπορικές δυνάμεις της Ελλάδος είχαν ως εξής: η Στρατιωτική Αεροπορία αποτελούταν από τέσσερεις Μοίρες, Α΄, Β΄, Γ΄ και Δ΄, από 8-12 αεροσκάφη η κάθε μία και η Ναυτική Αεροπορία μία Μοίρα, η οποία διέθετε 10 βομβαρδιστικά DH-9 και 15 καταδιωκτικά Sopwith Camel.

Airco de Havilland D.H. 9


Στις 2 Μαΐου 1919, την ίδια ημέρα που αποβιβαζόταν στη Σμύρνη ο Ελληνικός Στρατός, προσγειωνόταν στο αεροδρόμιο Παραδείσου της Μ. Ασίας και το πρώτο ελληνικό αεροσκάφος της Ναυτικής Αεροπορίας με χειριστή τον σημαιοφόρο Παντέλογλου και παρατηρητή τον Πιερίδη, προερχόμενο από την Αεροπορική Βάση Μούδρου. Τρεις μέρες αργότερα, την 5η Μαΐου, προσγειώθηκαν στο ίδιο αεροδρόμιο άλλα πέντε αεροσκάφη της Ναυτικής Αεροπορίας προερχόμενα από την Αεροπορική Βάση στο Τατόι.


Η Ναυτική Αεροπορία στις πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις έχει περιορισμένη δράση που οφείλεται στο πρόβλημα έλλειψης καυσίμων που παρουσιάστηκε ήδη από την εγκατάστασή της στο αεροδρόμιο του Καζαμίρ (Gaziemir). Τον Ιούλιο του 1919 όμως, συνέβη ένα αναπάντεχο τυχαίο γεγονός. Ο ανθυποπλοίαρχος Τσιριγώτης τυχαία ανακάλυψε σε λόφο ευρισκόμενο κοντά στο αεροδρόμιο Καζαμίρ υπόγεια δεξαμενή γεμάτη βενζίνη κατάλληλη για αεροπλάνα, η οποία είχε εγκαταλειφθεί από τους Γερμανούς κατά την αποχώρησή τους από την Μ. Ασία. Στη συνέχεια, από το προσωπικό της Ναυτικής Αεροπορίας, ανακαλύφθηκε και υπόγεια αποθήκη γεμάτη με βόμβες και χειροβομβίδες γερμανικής προέλευσης. Έτσι, τελείως αναπάντεχα λύθηκε το πρόβλημα έλλειψης καυσίμων.


Τον Αύγουστο του 1919, στο αεροδρόμιο Καζαμίρ της Σμύρνης συγκροτήθηκε η Ναυτική Αεροπορική Μοίρα Σμύρνης (Ν.Α.Μ.Σ.). Τον Οκτώβριο του 1919 το ιπτάμενο προσωπικό της Ν.Α.Μ.Σ ενισχύθηκαν και με χειριστές, οι οποίοι είχαν εκπαιδευτεί στη Βρετανική Αεροπορική Σχολή της Αιγύπτου. Η Ναυτική Μοίρα με τα 25 συνολικά αεροσκάφη της (10 βομβαρδιστικά DH-9 και 15 καταδιωκτικά Sopwith Camel-αναφέρθηκαν πιο πάνω) προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες στο Στρατό Ξηράς με αναγνωρίσεις, βομβαρδισμούς και πολυβολισμούς του εχθρού ακολουθώντας τον στις επιχειρήσεις με τα Προκεχωρημένα Σμήνη Μετώπου.

Ο σιδηροδρομικός σταθμός του Αφιόν Καραχισάρ πλήρως κατεστραμμένος από την Ναυτική Αεροπορία (Μουσείο Ιστορίας Πολεμικής Αεροπορίας)


Η Ναυτική Μοίρα στις αρχές του 1920 απαρτιζόταν από δύο στολίσκους αεροσκαφών που έδρευαν στα αεροδρόμια Καζαμίρ και Χαλκά Μπουνάρ, όπου ήταν και τα συνεργεία του Ναυτικού Όρχου. Τους πρώτους μήνες του 1920, η Στρατιωτική και Ναυτική Αεροπορία υπήχθησαν υπό ενιαία διοίκηση, τη διοίκηση της Στρατιάς Μικράς Ασίας, ενώ η τακτική εξάρτηση των Μοιρών ανατέθηκαν στα Σώματα Στρατού, στα οποία ήταν κατανεμημένες. Η Ναυτική Αεροπορία με τα Προκεχωρημένα Σμήνη Μετώπου ενίσχυε τις Β΄ και Γ΄ Μοίρες από τα αεροδρόμια του Καζαμίρ και Μαγνησίας κι αργότερα, και του Ουσάκ. Το αεροδρόμιο του Καζαμίρ ήταν βάση εξόρμησης και της Στρατιωτικής και της Ναυτικής Αεροπορίας, τα αεροδρόμιο Ουσάκ ήταν κύρια βάση εξόρμησης της Β΄ και Δ΄ Μοίρας, καθώς και των Προκεχωρημένων Ναυτικών Σμηνών, ενώ τέλος, το Αφιόν Καραχισάρ αποτέλεσε την κύρια βάση εξόρμησης των Προκεχωρημένων Σμηνών Μετώπου και από το 1922, και της Δ΄ Μοίρας. Από τις αρχές Φεβρουαρίου μέχρι και τις 9 Ιουνίου 1920, οπότε άρχισαν οι επιχειρήσεις προς Φιλαδέλφεια, η Ναυτική Μοίρα διενήργησε αποστολές αναγνωρίσεως για λογαριασμό των Μεραρχιών του Α΄ Σώματος Στρατού.
Παράλληλα, το Ανώτατο Διασυμμαχικό Συμβούλιο των Παρισίων αποφάσισε την παραχώρηση της Αν. Θράκης στην Ελλάδα και την 20η Ιουνίου 1920 τα ελληνικά στρατεύματα πήραν εντολή να προελάσουν προς την Αν. Θράκη. Οι νέες αυτές επιχειρήσεις ανελήφθησαν από την Στρατιά Θράκης από 7-19 Ιουλίου 1920 και είχε ως αποτέλεσμα, την κατάληψη της περιοχής από τον Έβρο μέχρι την Τσατάλτζα. Στις επιχειρήσεις συμμετείχαν η Α΄ Μοίρα της Στρατιωτικής Αεροπορίας, αλλά και το Ναυτικό Αεροπορικό Σμήνος Θράκης. Το Ναυτικό Αεροπορικό Σμήνος Θράκης ήταν επιφορτισμένο να παρακολουθεί από τις 7 Ιουλίου την απόβαση και προέλαση της Μεραρχίας Σμύρνης και από 10 Ιουλίου, μετασταθμεύοντας από το Δεδεαγάτς στο αεροδρόμιο του Διδυμοτείχου, είχε ως αποστολή την παρακολούθηση των Μεραρχιών Ξάνθης και Σμύρνης καθώς και του 1ου Συντάγματος Ιππικού. Στις 12 Ιουλίου, με την κατάληψη της Ανδριανούπολης από τον Ελληνικό Στρατό, ο εχθρός στο μέτωπο της Θράκης διαλύθηκε και έληξαν οι επιχειρήσεις στην περιοχή. Το Ναυτικό Αεροπορικό Σμήνος Θράκης μετά την 12η Ιουλίου μεταστάθμευσε από το Δεδεαγάτς στο Καραγάτς και στα τέλη Αυγούστου, επέστρεψε στην Αθήνα.


Στις 6 Ιουνίου του 1920, εξαιτίας των τουρκικών επιθέσεων εναντίον βρετανικών δυνάμεων στη Νικομήδεια, δόθηκε εντολή στα ελληνικά στρατεύματα να προχωρήσουν προς κατάληψη της σιδηροδρομικής γραμμής μέχρι την Πάνορμο και να διαλύσουν τις εχθρικές δυνάμεις στα ανατολικά του μετώπου. Οι επιχειρήσεις ξεκίνησαν στις 9 Ιουνίου με την εξόρμηση του Ελληνικού Στρατού προς Αξάριο, Σόμα, Φιλαδέλφεια και Πάνορμο. Σε αυτές τις επιχειρήσεις η Ναυτική Αεροπορία εξετέλεσε αποστολές αναγνώρισης και πολυβολισμού εχθρικών θέσεων. Σε μία από αυτές βρήκε τον θάνατο ο σημαιοφόρος Ιωάννης Τζεράχης ενώ πολυβολούσε από πολύ χαμηλό ύψος στο Σαραχανλί. Η Ναυτική Αεροπορία επιχειρούσε επιτυχώς υποβοηθώντας τον μαχόμενο Στρατό στις επιχειρήσεις για την κατάληψη των πόλεων Πάνορμο και Προύσα.

Παρέα Ελλήνων (στρατιωτικοί και πολίτες) παραμονές της εξόρμησης προς Φιλαδέλφεια (Μουσείο Μπενάκη)


Μετά την κατάληψη της Προύσας, ακολούθησε μία περίοδος στασιμότητας στο μέτωπο μέχρι τα μέσα Ιουλίου του 1920. Σε αυτήν την περίοδο, οι αεροπορικές δυνάμεις της Ελλάδος αναδιοργανώθηκαν. Στις αρχές Ιουλίου η Γ΄ Μοίρα της Στρατιωτικής Αεροπορίας υπό τη διοίκηση του υπολοχαγού Οικονομάκου μεταστάθμευσε στη Προύσα, όπου ενισχύθηκε από αεροσκάφη της Β΄ Μοίρας και από προσωπικό της Ναυτικής Μοίρας. Οι δυνάμεις της Γ΄ Μοίρας ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο με την προσκόλληση σε αυτήν του Ναυτικού Αεροπορικού Αποσπάσματος δυνάμεως 5 αεροσκαφών που έδρευε από 28 Ιουνίου στην Πάνορμο. Στις 18 Ιουλίου είχε συγκροτηθεί το Μικτό Αεροπορικό Απόσπασμα Φιλαδέλφειας από προσωπικό και αεροσκάφη της Στρατιωτικής και Ναυτικής Αεροπορίας.
Οι συνεχείς επιτυχίες του Ελληνικού Στρατού ανάγκασαν την σουλτανική κυβέρνηση να αποδεχθεί του όρους της Συνθήκης Ειρήνης, την οποία τής είχαν επιδώσει οι Σύμμαχοι από 11 Μαΐου. Στις 10 Αυγούστου του 1920, υπεγράφη η Συνθήκη των Σεβρών, με την οποία παραχωρούνταν στην Ελλάδα,, η Ανατολική Θράκη πλην Κωνσταντινούπολης και Τσατάλτζας και η περιοχή της Σμύρνης. Για την εφαρμογή της όμως οι Σύμμαχοι δεν ανελάμβαναν καμία υποχρέωση και το βάρος έπεσε στον Ελληνικό Στρατό. Επειδή απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή της Συνθήκης ήταν η ήττα του Κεμάλ, τα ελληνικά στρατεύματα αμέσως προέβησαν σε νέες στρατιωτικές επιχειρήσεις.


Οι επιχειρήσεις άρχισαν στις 13 Αυγούστου και κορυφώθηκαν στις 15 Αυγούστου με την κίνηση του Α΄ Σώματος Στρατού προς Ουσάκ. Η αεροπορική υποστήριξη εδόθη εξ ολοκλήρου από το Μικτό Αεροπορικό Απόσπασμα Φιλαδέλφειας, το οποίο ενισχύθηκε με την Ναυτική Αεροπορική Μοίρα Σμύρνης. Πλέον το Απόσπασμα διέθετε οκτώ χειριστές (4 της Στρατιωτικής και 4 της Ναυτικής Αεροπορίας) και πέντε παρατηρητές (2 της Στρατιωτικής και 3 της Ναυτικής) και επτά αεροσκάφη, τα οποία τα τέσσερα ήταν ετοιμοπόλεμα. Στις επιχειρήσεις του Ουσάκ οι αεροπορικές δυνάμεις βομβαρδίζουν την πόλη, ενώ οι σημαιοφόροι Χαλκωματάς και Μπούκας κατόρθωσαν να βομβαρδίσουν το εχθρικό αεροδρόμιο της πόλης. Παράλληλα ήταν πολύ σημαντική η συνεισφορά των αεροπορικών δυνάμεων στο τομέα των αναγνωρίσεων, καθώς υπεδείκνυε στα πεζοπόρα τμήματα τις θέσεις των Τούρκων.


Τον Νοέμβριο του 1920, η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα άλλαξε. Ο Ελ. Βενιζέλος έχασε την πλειοψηφία και σχημάτισε κυβέρνηση ο Δ. Ράλλης. Η νέα κυβέρνηση επανέφερε με δημοψήφισμα τον βασιλέα Κωνσταντίνο. Με αυτές τις εξελίξεις, βρήκαν την αφορμή οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και Ιταλίας να εκδηλώσουν πιο ανοικτά την αντίθεσή τους στις ελληνικές θέσεις. Η Μ. Βρετανία συνέχισε να κρατά επιφυλακτική στάση χωρίς να τάσσεται ούτε υπέρ ούτε κατά της Ελλάδος. Στον στρατιωτικό τομέα, με την άνοδο της νέας κυβέρνησης παραιτήθηκε ο αρχιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος και τη θέση του πήρε ο στρατηγός Αναστ. Παπούλας. Την παραίτηση Παρασκευόπουλου ακολούθησαν και πολλών άλλων αντιφρονούντων αξιωματικών. Το Γενικό Στρατηγείο μετονομάστηκε σε Στρατιά Μικράς Ασίας (Σ.Μ.Α.).


Ο αρχιστράτηγος σχεδίασε επιθετική αναγνώριση των τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή της Προύσας και του Εσκί-Σεχήρ, όπου οι αεροπορικές πτήσεις έκαναν γνωστές τις πολλές κινήσεις των Τούρκων με επισκευές οδών και γεφυρών. Το Εσκί-Σεχήρ ήταν πολύ σημαντικό σημείο για τους Τούρκους, γιατί αποτελούσε σημαντικό κέντρο ανεφοδιασμού και συγκοινωνιών. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι αεροπορικές επιχειρήσεις συνεχίστηκαν με ένταση όλο το τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου από την Γ΄ Μοίρα της Στρατιωτικής και τα δύο Σμήνη της Ναυτικής Αεροπορίας. Τα Ναυτικά Σμήνη εξορμούσαν από τις κύριες βάσεις τους στο Ουσάκ και το Καζαμίρ, αλλά και από διάφορα βοηθητικά αεροδρόμια του μετώπου, στα οποία μεταστάθμευαν ανάλογα με τις απαιτήσεις των πολεμικών επιχειρήσεων.


Τα Ναυτικά Σμήνη από τις αρχές Νοεμβρίου μέχρι τις 24 Δεκεμβρίου που άρχισε η επιθετική αναγνώριση του Γ΄ Σώματος Στρατού, πραγματοποίησαν δεκατρείς αποστολές από τις οποίες η σημαντικότερη ήταν αυτή της 7ης Δεκεμβρίου 1920, κατά την οποία ο σημαιοφόρος χειριστής Χαλκωματάς και ο ανθυποπλοίαρχος παρατηρητής Κορμαζόπουλος κατά τη διάρκεια αναγνώρισης του εχθρικού τομέα Τσεντίζ με αεροσκάφος DH-9 εντόπισαν ισχυρή φάλαγγα από ιππείς, την οποία βομβάρδισαν και διασκόρπισαν. Κατά την επιδρομή αυτή, το ελληνικό αεροσκάφος δέχτηκε καταιγισμό πυρών και μετά την προσγείωση, ευρέθησαν διάτρητα από εχθρικές σφαίρες το ουραίο πτέρωμα και οι πτέρυγες.


Τις ημέρες των επιχειρήσεων (23-31 Δεκεμβρίου), η Ναυτική Αεροπορία υπεστήριξε τις επιχειρήσεις του Α΄ Σώματος Στρατού. Τα δύο Προκεχωρημένα Σμήνη Μετώπου, τα οποία είχαν τεθεί στη διάθεση του Α΄ Σώματος Στρατού, αμέσως με την έναρξη των επιχειρήσεων στον τομέα του Ουσάκ, την 23η Δεκεμβρίου ανέλαβαν την υποστήριξη των κινήσεων των Μεραρχιών. Κατά το διάστημα αυτό πραγματοποιήθηκαν εφτά πολεμικές επιχειρήσεις, από τις οποίες οι πέντε ήταν αναγνωριστικές του τομέα Ουσάκ ενώ κατά τις άλλες δύο έγινε πολυβολισμός εχθρικών στρατευμάτων και περιπολία για την αναζήτηση εχθρικού αεροσκάφους, το οποίο, σύμφωνα με πληροφορίες, είχε εμφανιστεί στην περιοχή.


Τον Φεβρουάριο του 1921, οι επιχειρήσεις μπήκαν σε στάδιο ύφεσης εξαιτίας των πολιτικών διαπραγματεύσεων για εξεύρεση λύσης στο λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα, οι οποίες απέβησαν τελικά άκαρπες. Η Ελληνική Κυβέρνηση αποφάσισε τότε με τη συναίνεση της Μ. Βρετανίας, η οποία μόνη στήριξε τις ελληνικές θέσεις, την ανάληψη επιθετικής δραστηριότητας για την κατάληψη του Εσκι-Σεχήρ και Αφιόν Καραχισάρ, με σκοπό την εκμηδένιση των κεμαλικών δυνάμεων.

Όσον αφορά στη Ναυτική Αεροπορία, προσωπικό της Ν.Α.Μ.Σ. είχε αποσταλεί προς ενίσχυση της Γ΄ Μοίρας της Στρατιωτικής Αεροπορίας, που υπεστήριζε τις κινήσεις του Γ΄ Σώματος Στρατού. Η Ν.Α.Μ.Σ. παρέμενε στο αεροδρόμιο Καζαμίρ υπό τη διοίκηση του πλωτάρχη Ράλλη, ο οποίος αντικατέστησε τον υποπλοίαρχο Μελετόπουλο, ενώ τα Προκεχωρημένα Σμήνη Μετώπου ευρίσκονταν στο Ουσάκ υπό τον πλωτάρχη Π. Μπούμπουλη. Όλη η δύναμη της Ναυτικής Αεροπορίας είχε τεθεί στη διάθεση του Α΄ Σώματος Στρατού. Αποστολή της Ναυτικής Αεροπορίας ήταν η εκτέλεση αναγνωρίσεων και βομβαρδισμών στον τομέα Ουσάκ και του Αφιόν Καραχισάρ προς υποστήριξη του Α΄ Σώματος Στρατού που ενεργούσε προς την κατεύθυνση αυτή. Ως ημέρα έναρξης των στρατιωτικών επιχειρήσεων καθορίστηκε η 10η Μαρτίου 1921, κατά την οποία το Γ΄ Σώμα Στρατού θα εξορμούσε προς Εσκί-Σεχήρ, ενώ το Α΄ Σώμα θα κινούταν προς Αφιόν Καραχισάρ.

Στις 15 Μαρτίου, η Ναυτική Αεροπορία διετάχθη να εκτελεί συνεχείς αεροπορικές αναγνωρίσεις και να βομβαρδίζει τον εχθρό που κινούταν ανατολικά του Αφιόν Καραχισάρ. Την ημέρα αυτή, έγιναν δύο αποστολές. Κατά τη δεύτερη, η οποία έγινε από τους σημαιοφόρους Γεράρδο και Τσιριγώτη με αεροσκάφος DH-9, παρουσιάστηκε κατά την επιστροφή βλάβη στον κινητήρα με αποτέλεσμα την αναγκαστική προσγείωσή του στο Μπασκιμσέ κοντά στην σιδηροδρομική γραμμή Τουμλού Μπουνάρ-Αφιόν Καραχισάρ. Παρόλο που η περιοχή ευρισκόταν στις φίλιες γραμμές, οι κάτοικοι του χωριού επιτέθηκαν με αξίνες και ρόπαλα στους αεροπόρους, οι οποίοι αμύνθηκαν με το πυροβόλο του αεροσκάφους. Παρέλαβαν έναν κάτοικο του χωριού ως όμηρο για να εξασφαλίσουν τη διαφύλαξη του αεροσκάφους και αναχώρησαν για το Αφιόν Καραχισάρ, όπου έφθασαν το μεσημέρι της επόμενης μέρας.

Εν τω μεταξύ, λόγω της κακής εξέλιξης που πήραν οι επιχειρήσεις του Γ΄ Σώματος Στρατού προς το Εσκί Σεχήρ, κρίθηκε επικίνδυνη η παραμονή του Α΄ Σώματος Στρατού στο Αφιόν Καραχισάρ και γι’ αυτό, άρχισαν μυστικές προετοιμασίες για την εγκατάλειψη της πόλης. Τα δύο αεροσκάφη της Ναυτικής Αεροπορίας επέστρεψαν στο Ουσάκ στις 23 Μαρτίου. Η επιχείρηση του Αφιόν Καραχισάρ άρχισε στις 25 Μαρτίου και ολοκληρώθηκε την επόμενη. Ο εχθρός προσπάθησε να αποκόψει τις οδούς υποχώρησης του Α΄ Σώματος Στρατού με αποτέλεσμα να γίνουν σφοδρές συγκρούσεις. Η Ναυτική Αεροπορία ορμώμενη από το αεροδρόμιο του Ουσάκ πραγματοποίησε δύο εξόδους κατά την διάρκεια των οποίων αναγνωρίστηκαν και πολυβολήθηκαν εχθρικές θέσεις. Σε όλη την διάρκεια της σύμπτυξης του Α΄ Σώματος Στρατού, οι τουρκικές δυνάμεις παρενοχλούσαν συνεχώς με αποτέλεσμα την διενέργεια σφοδρών μαχών. Η Ναυτική Αεροπορία υποστήριζε τις μαχόμενες δυνάμεις με αναγνωρίσεις και βομβαρδισμούς. Ο εχθρός άρχισε την 1η Απριλίου να αποσύρει της δυνάμεις του, ενώ οι ελληνικές δυνάμεις συνέχισαν να συμπτύσσονται στις αρχικές τους θέσεις. Όλα τα στελέχη της Ναυτικής Αεροπορίας που συμμετείχαν στους βομβαρδισμούς και τις αναγνωρίσεις προτάθηκαν από τον αντιστράτηγο Κοντούλη για την απονομή του Χρυσού αριστείου Ανδρείας.
Οι επιχειρήσεις του Μαρτίου δεν έφεραν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα με αποτέλεσμα την διπλωματική ενδυνάμωση του Κεμάλ. Πράγματι, ο Κεμάλ ήταν αδιάλλακτος στο διπλωματικό τομέα ενώ οι στρατιώτες του είχαν υψηλό ηθικό. Παράλληλα Γάλλοι και Ιταλοί επεδίωκαν εμπορικά ανταλλάγματα από τους Τούρκους. Οι Σοβιετικοί από την άλλη υπέγραψαν συνθήκη φιλίας με τον Κεμάλ και άρχισαν να τον ενισχύουν ηθικά και υλικά. Άλλωστε, οι Γάλλοι κατέληξαν σε συμφωνία εκκένωσης της Κιλικίας εγκαταλείποντας στον Τουρκικό Στρατό πολεμικά εφόδια. Η ελληνική πλευρά τέλος βιαζόταν να επαναλάβει ταχέως τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, πράγμα το οποίο το τόνιζε σε υπόμνημα της η Ελληνική Κυβέρνηση προς την ομόλογή της Βρετανική. Στις 15 Απριλίου, κατέφθασαν στη Σμύρνη ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης μαζί με τον υπουργό στρατιωτικών Ν. Θεοτόκη για να σχηματίσουν προσωπική εικόνα για τις ανάγκες της Στρατιάς. Τέλος, επισκέφθηκαν το μέτωπο για να ενισχύσουν το ηθικό των στρατιωτών. Στις 30 Μαΐου, ανέλαβε την αρχιστρατηγία ο βασιλέας Κωνσταντίνος.

Εκείνη την περίοδο, η Ναυτική Αεροπορική Μοίρα εξακολουθούσε να έχει την έδρα της στη Σμύρνη και υπαγόταν απευθείας στην Διεύθυνση Αεροπορικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Ναυτικών. Τις παραμονές των επιχειρήσεων του θέρους του 1921, η Ναυτική Μοίρα προώθησε στο Ουσάκ δύο Ναυτικά Σμήνη, τα Προκεχωρημένα Σμήνη Μετώπου για να ενισχύσουν μαζί με την Β΄ και Δ΄ Μοίρα της Στρατιωτικής Αεροπορίας το Νότιο Τμήμα της Στρατιάς. Στο Χαλκά Μπουνάρ, παρέμενε ο Όρχος της Ναυτικής Αεροπορίας, όπου επισκευάζονταν τα αεροσκάφη των Ναυτικών Σμηνών. Διοικητής της Ναυτικής Μοίρας κατά την προετοιμασία και τις επιχειρήσεις του θέρους του 1921 ήταν ο πλωτάρχης Χ. Μπούφης, ενώ των Σμηνών πρώτα ο πλωτάρχης Π. Μπούμπουλης και από τις 25 Ιουλίου, ο υποπλοίαρχος Π. Ψύχας.
Η Ναυτική Αεροπορία ανέπτυξε έντονη δράση κατά τον μήνα Απρίλιο. Τα Ναυτικά Σμήνη ορμώμενα από το ναυτικό αεροδρόμιο Ουσάκ, σε συνεργασία με τη Β΄ Μοίρα της Στρατιωτικής Αεροπορίας, διενεργούσαν αναγνωρίσεις, φωτογραφίσεις, βομβαρδισμούς και καταδιώξεις εχθρικών αεροπλάνων. Τα ελληνικά αεροσκάφη φωτογράφησαν τις νέες οχυρώσεις του εχθρού δίδοντας σπουδαίες πληροφορίες στον Στρατό.
Τον επόμενο μήνα, η δράση της Ναυτικής Αεροπορίας σημείωσε ύφεση. Συνέχισε όμως τις δράσεις της μαζί με την Β΄ Μοίρα της Στρατιωτικής Αεροπορίας στον τομέα του Α΄ Σώματος Στρατού. Ο Ελληνικός Στρατός άρχισε να προετοιμάζεται για την ανάληψη νέων επιχειρήσεων κατά των δυνάμεων του Κεμάλ. Οι νέες επιχειρήσεις καθορίστηκαν να ξεκινήσουν την 1η Ιουλίου του 1921. Μέχρι τότε έπρεπε να γίνουν προπαρασκευαστικές ενέργειες από τον Στρατό και την Αεροπορία. Στο πλαίσιο των εντολών της Στρατιάς, η Στρατιωτική Αεροπορία ανέλαβε την συνέχιση των αναγνωρίσεων του εχθρικού τομέα, ενώ η Ναυτική Αεροπορία με τα Προκεχωρημένα Σμήνη Μετώπου ανέλαβε τους βομβαρδισμούς. Αυτή την περίοδο, η δράση της Ναυτικής Αεροπορίας παρουσιάζεται πολύ έντονη ενώ στο ενεργητικό της περιλαμβάνονται δύο πολύ επιτυχημένοι βομβαρδισμοί της πόλης της Κιουτάχειας καθώς και ο βομβαρδισμός του Εσκί-Σεχήρ.


Στις 9 Ιουνίου, εφτά αεροσκάφη τύπου DH-9 των Προκεχωρημένων Ναυτικών Σμηνών πραγματοποίησαν ομαδικό και αιφνιδιαστικό βομβαρδισμό της πόλης της Κιουτάχειας με μεγάλη επιτυχία. Στην επιχείρηση, μετείχαν οι Χαλκωματάς, Μπούμπουλης, Μοσχοβίνος, Αγαθοκλής, Αργύρης, Βολάνης, Λίνος, Τσιριγώτης, Σκουζές, Γαλανόπουλος, Κωνσταντίνου, Έξαρχος, Μερκούρης, Φίλιππας και Ψύχας, ενώ αρχηγός της αποστολής ήταν ο διοικητής των Ναυτικών Σμηνών πλωτάρχης Μπούμπουλης. Τα αεροσκάφη απογειώθηκαν από το Ουσάκ και σε 25 λεπτά ευρίσκονταν πάνω από την Κιουτάχεια, εκτός από το αεροσκάφος των Φίλιππα-Ψύχα, το οποίο λόγω μηχανικής βλάβης επέστρεψε στη βάση. Τα έξι αεροσκάφη διασκορπίστηκαν πάνω από την Κιουτάχεια και το καθένα στράφηκε εναντίον προκαθορισμένου στόχου εκτελώντας ανεξάρτητο βομβαρδισμό.


Για μισή ώρα ο σιδηροδρομικός σταθμός, το αεροδρόμιο, δημόσια κτήρια, στρατώνες, αποθήκες, γέφυρες και στρατιωτικοί καταυλισμοί έξω από την πόλη δέχθηκαν σφοδρό βομβαρδισμό. Μετά το πέρας του βομβαρδισμού, τα ελληνικά αεροσκάφη δέχθηκαν καταιγιστικά αντιαεροπορικά πυρά από τα χαρακώματα του Καρές Νταγ και Ντεντέ Τεπέ, αλλά κατόρθωσαν να επιστρέψουν στο αεροδρόμιο χωρίς απώλειες. Η επιστροφή τους από την Κιουτάχεια διήρκεσε δύο ολόκληρες ώρες. Τα αποτελέσματα της αποστολής ήταν ανώτερα κάθε προσδοκίας και τα πληρώματα τιμήθηκαν με ηθικές αμοιβές. Ο βομβαρδισμός της Κιουτάχειας επαναλήφθηκε στις 21 Ιουνίου και ήταν πλήρως επιτυχής.
Επτά βομβαρδιστικά DH-9 κατάφορτα με βόμβες και χειροβομβίδες, συνοδευόμενα από ένα σκάφος δίωξης Spad, απογειώθηκαν το πρωί από το Ουσάκ προς βομβαρδισμό σημαντικών στόχων της πόλης της Κιουτάχειας. Αρχηγός της αποστολής ήταν ο υποπλοίαρχος Ψύχας, ο οποίος επέβαινε ως παρατηρητής σε αεροσκάφος με χειριστή τον Μοσχοβίνο. Τα υπόλοιπα πληρώματα ήταν Αργύρης-Δέσποτας, Φίλιππας-Κατσουλάκος, Γεράρδος-Γαλανόπουλος, Λίνος-Τσιριγώτης, Χαλκωματάς- Κατσούφρης, Σίνης-Βολάνης, ενώ στο καταδιωκτικό ήταν ο ανθυπολοχαγός Πετροπουλέας. Όλα τα αεροσκάφη έφθασαν στον προορισμό τους εκτός από το τελευταίο βομβαρδιστικό, το οποίο λόγω μηχανικής βλάβης αναγκάστηκε να επιστρέψει στη βάση αφού πρώτα έριξε το φορτίο των βομβών και χειροβομβίδων στο χωριό Σαλκιοϊ. Τα υπόλοιπα μαζί με το Spad έφτασαν πάνω από την Κιουτάχεια, διέλυσαν τον σχηματισμό και διασκορπισμένα άρχισαν να βομβαρδίζουν τους στόχους. Δημόσια κτήρια, στρατώνες, ο σιδηροδρομικός σταθμός και το αεροδρόμιο βομβαρδίστηκαν σφοδρά. Ένα DH-9 μαζί με το Spad έπληξαν τον σιδηροδρομικό σταθμό του Αλαγιούντ, ανατολικά της Κιουτάχειας όπως και ένα εχθρικό καταυλισμό.


Μέχρι τις 25 Ιουνίου του 1921, είχε ολοκληρωθεί το προπαρασκευαστικό στάδιο του Ελληνικού Στρατού για τη νέα επίθεση. Τα ελληνικά στρατεύματα είχαν συγκεντρωθεί στους χώρους εξόρμησης χωρίς να γίνουν αντιληπτά από τους Τούρκους, καθώς η εχθρική αεροπορία αδυνατούσε να διενεργήσει αναγνωρίσεις λόγω της ύπαρξης των ελληνικών αεροπορικών δυνάμεων. Η Στρατιά Σμύρνης από την άλλη λόγω των πολλών αναγνωριστικών πτήσεων των ελληνικών αεροπλάνων (Στρατιωτικής και Ναυτικής Αεροπορίας) γνώριζε ότι ο εχθρός είχε ισχυρές οχυρώσεις και είχε προετοιμαστεί στις περιοχές Αβγκίν-Κοβαλίτσα, στις οποίες είχε αμυνθεί και κατά τις επιχειρήσεις του Μαρτίου, νοτίως της Κιουτάχειας και δυτικά του Αφιον Καραχισάρ. Τα σχέδια των επιχειρήσεων της Στρατιάς προέβλεπαν επίθεση κατά της Κιουτάχειας από τα νότια, με τον κύριο όγκο των δυνάμεων του Νότιου Τμήματός της. Σκοπός ήταν να συγκεντρωθεί με την επίθεση ο κύριος όγκος του Τουρκικού Στρατού στην περιοχή γύρω από την Κιουτάχεια, ώστε κατόπιν, ανατρέποντας την αντίσταση του εχθρού στο Αφιον Καραχισάρ να επιχειρηθεί από δεξιά και αριστερά κυκλωτική κίνηση με σκοπό την αποκοπή της υποχώρησης προς Εσκί-Σεχήρ των εχθρικών στρατευμάτων που θα μάχονταν εκεί. Στις 25 Ιουνίου, ξεκίνησε η ελληνική επίθεση.


Οι αεροπορικές δυνάμεις συνέβαλαν τα μέγιστα από την πρώτη μέρα των επιχειρήσεων με αναγνωρίσεις και φωτογραφίσεις των εχθρικών θέσεων. Τη δουλειά των ελληνικών αεροπορικών δυνάμεων βοήθησε και η έλλειψη οποιασδήποτε παραλλαγής εκ μέρους των Τούρκων. Η έλλειψη από την άλλη σοβαρού αντιπάλου εκ μέρους των τουρκικών αεροπορικών δυνάμεων οδήγησε πολλές φορές τους Έλληνες αεροπόρους σε μακρές και παρακινδυνευμένες πτήσεις με αποτέλεσμα την καταπόνηση των κινητήρων και την σπατάλη καυσίμων.
Η Ναυτική Αεροπορία εκτελώντας τις διαταγές πραγματοποίησε βομβαρδισμό στην Κιουτάχεια, όπου εβλήθη το αεροδρόμιο, ο σιδηροδρομικό σταθμός, καταυλισμοί και οχήματα στην Κιουτάχεια καθώς και ο σιδηροδρομικός σταθμός του Αλαγιούντ. Στις 29 Ιουνίου, διενεργήθηκε ομαδικός βομβαρδισμός του Αφιον Καραχισάρ από την Ναυτική Αεροπορία. Οι ελληνικές πεζοπόρες δυνάμεις προέλαυσαν επιτυχώς μέσα από πολύνεκρες μάχες. Στις 30 Ιουνίου, κατελήφθη το Αφιον Καραχισάρ ενώ η επιτυχής προέλαση συνεχίστηκε μέχρι και τις 4 Ιουλίου, οπότε άρχισε η σύμπτυξη και υποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων. Στις 3 Ιουλίου, τα Ναυτικά Σμήνη διενήργησαν βομβαρδισμό του σιδηροδρομικού σταθμού του Αλαγιούντ.

Την 5η Ιουλίου, τα Σώματα Στρατού διετάχθησαν να κινηθούν, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα προς καταδίωξη του εχθρού. Οι αεροπορικές δυνάμεις θα υποστήριζαν τις κινήσεις των πεζοπόρων τμημάτων. Τα Προκεχωρημένα Ναυτικά Σμήνη διετάχθησαν να διενεργήσουν να βομβαρδίσουν τον σιδηροδρομικό σταθμό του Εσκί Σεχήρ και τις εχθρικές φάλαγγες γύρω από την πόλη. Τα Ναυτικά Σμήνη όμως δεν κατόρθωσαν να ανταποκριθούν στην διαταγή της Στρατιάς γιατί τα αεροσκάφη τύπου DH-9, τα οποία ήταν για την αποστολή, παρουσίασαν μηχανικές βλάβες. Η Ναυτική Αεροπορία εξετέλεσε την ίδια μέρα δύο αποστολές από το αεροδρόμιο του Αφιόν Καραχισάρ, στο οποίο μεταστάθμευσαν αυθημερόν δύο αεροσκάφη DH-9 και ένα AVRO και από εκείνη τη στιγμή έγινε αεροδρόμιο της Ναυτικής Αεροπορίας. Κατά τις αποστολές αυτές ο σημαιοφόρος Θεοδωρακόπουλος επιβαίνοντας διαδοχικά σε αεροσκάφος AVRO και DH-9 αναγνώρισε την περιοχή νοτίως της πόλης και μετέφερε εμπιστευτικές διαταγές της Στρατιάς. Την επόμενη μέρα, η Στρατιά συνεχίστηκε η καταδίωξη των τουρκικών δυνάμεων. Την ίδια μέρα, 6 Ιουλίου, τα Ναυτικά Σμήνη από το νέο αεροδρόμιο, όπου στο μεταξύ είχαν προσγειωθεί 5 αεροσκάφη της Ναυτικής Αεροπορίας βομβάρδισαν τους σιδηροδρομικούς σταθμούς του Τσάι και του Αφιόν Καραχισάρ.


Στις 10 Ιουλίου, η Στρατιά διέταξε αναστολή της καταδίωξης του εχθρού για να γίνει ανασύνταξη δυνάμεων καθώς και για να αναπαυθούν οι στρατιώτες. Αυτό είχε ως λογική συνέπεια την αναστολή των αεροπορικών επιχειρήσεων. Η Στρατιωτική Αεροπορία δεν διενέργησε καμία έξοδο, ενώ τα Ναυτικά Σμήνη αναγνώρισαν και πολυβόλησαν τα υποχωρούντα εχθρικά τμήματα νότια και νοτιοανατολικά του Αφιόν Καραχισάρ στο Μπουλεβαντίν, Ισικλάρ, Τσιφούτ Κασαμπά, Σαντουκλή και Σερβάν Πασάκιοϊ.


Στις 15 Ιουλίου του 1921 σε Πολεμικό Συμβούλιο που διενεργήθηκε παρουσία του βασιλιά Κωνσταντίνου, του πρωθυπουργού Δ. Γούναρη και του αρχιστρατήγου Αν. Παπούλα αποφασίστηκε η εκμηδένιση των κεμαλικών δυνάμεων. Ο τουρκικός Στρατός συσπειρωνόταν στην περιοχή του Σαγγαρίου προς υποστήριξη της Άγκυρας, η οποία ήταν το κέντρο του κεμαλικού Κινήματος. Ο εχθρός επέλεξε αυτήν την περιοχή λόγω των φυσικών οχυρώσεων και του στενέματος του μετώπου, πράγμα το οποίο θα έδινε την ευχέρεια άμυνας στον κεμαλικό Στρατό, ενώ παράλληλα θα προσέβαλε το εκτεταμένο ελληνικό μέτωπο, όπου ήθελε η τουρκική ηγεσία.


Η Ναυτική Αεροπορία δεν ακολούθησε τη Στρατιά στην εκστρατεία του Σαγγαρίου, αλλά τέθηκε στη διάθεση του Νοτίου Συγκροτήματος Μεραρχιών, που από τις 10 Ιουλίου 1921, μετονομάστηκε σε Διοίκηση Νοτίου Τομέα. Ένα Ναυτικό Σμήνος με λίγα αεροσκάφη παρέμεινε στο Ουσάκ και ένα άλλο στο Αφιόν Καραχισάρ, όπου έδρευε το μεγαλύτερο μέρος της Ναυτικής Αεροπορίας. Η παραμονή της Ναυτικής Αεροπορίας στο Αφιόν Καραχισάρ κρίθηκε απαραίτητη καθώς συνέβαλε καθοριστικά στην απώθηση των εχθρικών δυνάμεων που επιτέθηκαν κατά της περιοχής αυτής. Εν τω μεταξύ, ανάμεσα στους αεροπόρους της Στρατιωτικής και της Ναυτικής Αεροπορίας είχαν δημιουργηθεί δυσαρέσκειες, λόγω της προβολής της δράσεως της Ναυτικής Αεροπορίας από εφημερίδες και έντυπα της εποχής. Ο αρχιστράτηγος Παπούλας εξέδωσε κατευναστική ανακοίνωση στις 14 Ιουλίου.


Η δράση της Ναυτικής Αεροπορίας, από 10 μέχρι 27 Αυγούστου 1921, ενώ η Στρατιά έχει αναλάβει την εκστρατεία εναντίον της Άγκυρας με σκοπό την εκμηδένιση των κεμαλικών δυνάμεων, συνεχίζει αμείωτα τη δράση της υποστηρίζοντας το Νότιο Συγκρότημα Μεραρχιών, το οποίο είχε την ευθύνη για την υποστήριξη των μετόπισθεν και την εξασφάλιση του ανεφοδιασμού της Στρατιάς. Οι αεροπόροι του Ναυτικού εκτελούσαν τις αποστολές τους από το αεροδρόμιο του Αφιόν Καραχισάρ και αυτές είχαν να κάνουν με αναγνωρίσεις περιοχών, βομβαρδισμούς, χειροβομβισμούς και πολυβολισμούς εχθρικών τμημάτων, μεταφορά μηνυμάτων και ρίξιμο προκηρύξεων στα εχθρικά τμήματα.


Τις επόμενες μέρες, 30 και 31 Αυγούστου, έγινε η σύμπτυξη των ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων, τα οποία ξαναπέρασαν τον Σαγγάριο. Οι αεροπορικές δυνάμεις υποστηρίζουν αυτές τις μετακινήσεις. Την 30η Αυγούστου πραγματοποιήθηκαν έξι αποστολές από την Στρατιωτική και Ναυτική Αεροπορία, ενώ την επομένη, 31 Αυγούστου, πραγματοποιήθηκαν επτά αποστολές, από τις οποίες οι δύο ήταν των Ναυτικών Σμηνών. Το διήμερο 31 Αυγούστου – 1η Σεπτεμβρίου, τα ελληνικά τμήματα που ευρίσκονταν δυτικά του Σαγγαρίου μετακινούνται προς εξασφάλιση μια ασφαλέστερης μετωπικής γραμμής. Τα Ναυτικά Σμήνη διενεργούν αναγνωριστικές πτήσεις πάνω από τις θέσεις του εχθρού. Την 3η Σεπτεμβρίου, τα ελληνικά στρατεύματα παρέμειναν στις θέσεις τους ενώ απέκρουσαν με επιτυχία εχθρικές επιθέσεις. Η Ναυτική Αεροπορία μαζί με την Στρατιωτική υποστηρίζουν και πάλι τον Στρατό Ξηράς διενεργώντας αναγνωρίσεις και βομβαρδισμούς.


Στις 4 Σεπτεμβρίου, τα ελληνικά στρατεύματα αποχώρησαν από τη γραμμή μετώπου που κατείχαν και το απόγευμα της 5ης Σεπτεμβρίου, κατέλαβαν την γραμμή Καρτάλ Τεπέ-Μιχαλίτς-Χαμάμ Τεπέ-Πουρσαλί-Τσαλ Νταγ-Τεκέ Βεράν. Τα Ναυτικά Σμήνη την ίδια μέρα πραγματοποίησαν αποστολές αναγνώρισης και βομβαρδισμού εχθρικών θέσεων. Μετά τη λήξη της εκστρατείας, οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις επανήλθαν στις πρότερες τους θέσεις το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου. Οι ελληνικές δυνάμεις είχαν ως αποστολή να εξασφαλίζουν την τάξη στην κατεχόμενη ύπαιθρο και παράλληλα να υπερασπίζονται μία γραμμή μετώπου που κάλυπτε συνολικά έκταση 713 χιλιομέτρων. Η Ναυτική Αεροπορία, μέχρι και το τέλος του Οκτωβρίου του 1921, ανέλαβε πλήθος αποστολών αναγνώρισης καθώς και βομβαρδισμού
Από τις αρχές του 1922 η ελληνική οικονομία ευρίσκεται σε μαρασμό λόγω των συνεχόμενων στρατιωτικών επιχειρήσεων, ενώ οι ελληνικές αεροπορικές δυνάμεις (Στρατού και Ναυτικού) ήταν καταπονημένες, καθόσον τα αεροσκάφη ήταν καταπονημένα και δεν υπήρχε δυνατότητα αντικατάστασής τους, ενώ αντίθετα η Τουρκική Αεροπορία ενισχυμένη σημαντικά κάνει μαζική εμφάνιση εμποδίζοντας τα ελληνικά αεροσκάφη να ίπτανται και πάνω από τις φίλιες περιοχές. Η Ναυτική Αεροπορική Μοίρα Σμύρνης (ΝΑΜΣ) με διοικητή τον πλωτάρχη Μπούφη με έδρα τη Σμύρνη εξακολουθούσε να διαθέτει τα δύο Προκεχωρημένα Σμήνη η Μετώπου, ένα στο Ουσάκ και ένα στο Αφιον Καραχισάρ υπό τη διοίκηση του υποπλοιάρχου Γ. Ψύχα, τα οποία υποστήριζαν το Νότιο Συγκρότημα Μεραρχιών. Η δραστηριότητα της Ναυτικής Αεροπορίας το πρώτο εξάμηνο του 1922 περιλαμβάνει αποστολές αναγνωρίσεως, βομβαρδισμού καθώς και αερομαχίες.


Για την καλύτερη αεροπορική κάλυψη, το μέτωπο του Αφιόν διαιρέθηκε σε τομείς, οι οποίοι εξερευνιούνταν κάθε δεύτερη μέρα από ένας. Αυτό εφαρμόστηκε γιατί στο μέτωπο επικρατούσε ηρεμία και δεύτερο για να αποφεύγεται η άσκοπη φθορά του υλικού. Επί πλέον οι Μοίρες της Στρατιωτικής Αεροπορίας και τα Ναυτικά Σμήνη διατάχθηκαν να υποβάλουν στη Στρατιά στο τέλος κάθε μήνα σκαρίφημα, στο οποίο να φαίνονται όλες οι κατασκηνώσεις και οχυρώσεις του εχθρού. Επί πλέον τα Ναυτικά Σμήνη διατάχθηκαν να διενεργήσουν φωτογραφική αναγνώριση του μετώπου «υπό περιορισμένη κλίμακα» και να στείλει μέσα στο Μάρτιο ολόκληρο το φωτογραφικό πλάνο στη Στρατιά. Σύμφωνα με τις διαταγές της Στρατιάς η Ναυτική Αεροπορία που έδρευε στο Αφιόν, ανέλαβε τους τομείς Ν, Ν1, Ν2 που εκτεινόταν κατά μήκος του Ακ Ιν μέχρι Σαντουκλί και σε βάθος μέχρι του Αζιζιέ και του Τσάι. Για το σκοπό αυτό Ναυτικό Αεροπορικό Απόσπασμα από δύο αεροσκάφη του Ναυτικού Σμήνους Αφιόν εγκαταστάθηκε στο Τσιβρίλ, κοντά στις πηγές του Μαιάνδρου.


Εν τω μεταξύ και ενώ η πολεμική απραξία που επικράτησε έριχνε το ηθικό του ελληνικού στρατεύματος, οι τουρκικές δυνάμεις ενισχύονταν καθημερινά. Τα ατμόπλοια των Γάλλων και των Ιταλών εφοδίαζαν τις κεμαλικές δυνάμεις από διάφορα τουρκικά λιμάνια. Ο μεγαλύτερος όγκος του Τουρκικού Στρατού ευρισκόταν απέναντι από το Αφιόν Καραχισάρ και το Τσάι ανεφοδιαζόμενος σιδηροδρομικώς αφού είχε υπό τον έλεγχό του τη σιδηροδρομική γραμμή του Ικονίου. Πριν από τον Αύγουστο του 1922, οι Τούρκοι προμηθεύτηκαν νέα οπλοπολυβόλα και τηλεφωνικό υλικό από τη Γαλλία και τη Ρωσία. Παράλληλα, και η Τουρκική Αεροπορία κατέστη αξιόμαχη με πενήντα νέα αεροσκάφη διώξεως και αναγνωρίσεως.


Τον Ιούλιο, η δράση της Ναυτικής Αεροπορίας περιορίστηκε σε πτήσεις μεταφοράς αεροσκαφών, δοκιμές κινητήρων και εκπαίδευση πληρωμάτων. Στα τέλη Ιουλίου η έδρα του Ναυτικού Σμήνους του Αφιόν μεταφέρθηκε στο Ουσάκ, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού και πτητικού υλικού της Ναυτικής Αεροπορίας μεταφέρθηκε στη Σμύρνη. Ανεξάρτητα από τους λόγους της μεταφοράς αυτής, αυτό οδήγησε σε πτώση της απόδοσης των Ναυτικών Σμηνών κατά τις τελευταίες επιχειρήσεις.

Οι ελληνικές αεροπορικές δυνάμεις αποτελούνταν από 10 αεροσκάφη DH-9 της Ναυτικής Αεροπορίας και 55 διαφόρων τύπων της Στρατιωτικής Αεροπορίας. Τα περισσότερα από τα αεροσκάφη της Στρατιωτικής Αεροπορίας ήταν αναγνωριστικά χρησιμοποιούμενα και για βομβαρδισμούς από τα οποία μόνο τα 25-30 ήταν ετοιμοπόλεμα, ενώ τα άλλα είχαν υποστεί φθορά. Από την άλλη το μεγαλύτερο μέρος της Ναυτικής Αεροπορίας είχε μεταφερθεί στη Σμύρνη εκτός από 4-5 DH-9, τα οποία παρέμεναν στο αεροδρόμιο Ουσάκ αποτελώντας το Ναυτικό Απόσπασμα Ουσάκ. Ενώ οι ελληνικές αεροπορικές δυνάμεις είχαν φθαρεί και υστερούσαν σε υλικό, οι αντίστοιχες τουρκικές είχαν ενισχυθεί με νέα αεροσκάφη, τα οποία προμηθεύονταν από τους Ιταλούς αλλά και αυτά τα οποία είχαν παραλάβει από τη Γαλλική Αεροπορική Βάση της Κιλικίας.
Η τουρκική επίθεση ξεκίνησε στις 13 Αυγούστου και οδήγησε στην ελληνική υποχώρηση σε όλο το μέτωπο. Οι αναγνωρίσεις της Ναυτικής και Στρατιωτικής Αεροπορίας δείχνουν ακριβώς αυτήν την εικόνα της αποσύνθεσης που παρουσιάζουν οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Στις 15 Αυγούστου οι αεροπόροι του Ναυτικού Σμήνους Ουσάκ Λίνος και Τσιριγώτης αναγνώρισαν την περιοχή Σινάν-Πασακαρλίκ-Ισλάμ-Πασάκιοϊ-Σινίρκιοϊ, στην οποία διαπιστώθηκε ότι ισχυρές τουρκικές δυνάμεις, πεζικό και ιππικό, προέλαυναν στην περιοχή. Ο εχθρός ευρισκόταν ήδη στα περίχωρα του Τουμλού Μπουνάρ και το Μπαλ Μαχμούτ είχε εγκαταλειφθεί από τις ελληνικές δυνάμεις. Το Ναυτικό Σμήνος Ουσάκ διέταξε τους Λίνο και Τσιριγώτη να εκτελέσουν νέα αποστολή και να αναγνωρίσουν τις δυνάμεις του εχθρού που ευρίσκονταν συγκεντρωμένες γύρω από το Τουμλού Μπουνάρ. Το ελληνικό αεροσκάφος πέταξε πάνω από τις τουρκικές δυνάμεις σε ύψος 1000 μέτρων και ο παρατηρητής έριξε ένα κιβώτιο γεμάτο χειροβομβίδες στο κέντρο των εχθρικών δυνάμεων προξενώντας πολλές ζημιές.


Ενώ οι ελληνικές δυνάμεις συμπτύσσονται συνεχώς ο Διευθυντής Αεροπορίας Στρατιάς ταγματάρχης Χατζηζαφειρίου έχοντας υπ’ όψη του ότι η Στρατιά θα αντιτασσόταν στον εχθρό στη γραμμή Φιλαδέλφειας, διέταξε στις 18 Αυγούστου όλα τα διαθέσιμα αεροσκάφη στο αεροδρόμιο Καζαμίρ και το ιπτάμενο προσωπικό να αναχωρήσουν για το αεροδρόμιο Φιλαδέλφειας υπό τη διοίκηση του λοχαγού Τσολάκου. Αυθημερόν αναχώρησε και ο ίδιος αναλαμβάνοντας ο ίδιος την διοίκηση των επιχειρήσεων από το νέο αεροδρόμιο. Όμως, η συνεχής χειροτέρευση της θέσεως των ελληνικών δυνάμεων στην περιοχή επέβαλε την εγκατάλειψη του αεροδρομίου, όπως ακριβώς και έγινε το απόγευμα της 21 Αυγούστου.


Από το αεροδρόμιο Καζαμίρ, όπου επέστρεψαν οι αεροπορικές δυνάμεις μετά την εγκατάλειψη του αεροδρομίου της Φιλαδέλφειας, οι αεροπόροι του Στρατού και του Ναυτικού συνέχισαν τις αποστολές προς όλα τα μέρη του μετώπου επιδεικνύοντας αυταπάρνηση και πνεύμα αυτοθυσίας. Στις 24 Αυγούστου, οι αεροπόροι του Ναυτικού Φίλιππας και Κουντάκης με αεροσκάφος DH-9 διενήργησαν αναγνώριση της γραμμής Καζαμίρ – Κασαμπά- Φιλαδέλφειας – Αϊνεγκιόλ – Τακμάκ – Κούλων – λίμνης Μαρμαρά – Νυμφαίου – Σμύρνης. Όλη η Μ. Ασία φλεγόταν ενώ ο Ελληνικός Στρατός είχε περάσει σε κατάσταση πλήρους αποσύνθεσης. Δεν υπήρχε τίποτα που να μην είχε χαθεί.


Όλη την 25η Αυγούστου, τα αεροσκάφη της Στρατιωτικής και Ναυτικής Αεροπορίας διενεργούσαν αναγνωρίσεις μέχρι την Φιλαδέλφεια. Η τελευταία αποστολή της Ναυτικής Αεροπορίας στην Μικρά Ασία πραγματοποιήθηκε στις 25/8/1922 από τον σημαιοφόρο Ζ. Λίνο και τον λοχαγό Βλάχο. Διενήργησαν αναγνώριση στην περιοχή Καζαμίρ – Κασαμινά – Σαλιχλί και βορείως αυτού. Εν τω μεταξύ, οι τουρκικές δυνάμεις πλησίαζαν στη Σμύρνη, αφού δεν αναχαιτίστηκαν ούτε στο Τουμλού Μπουνάρ ούτε στη γραμμή των Σάρδεων, όπως προέβλεπαν τα σχέδια της Στρατιάς.
Τη νύχτα της 25 – 26 Αυγούστου, δόθηκε η διαταγή αποχώρησης των ελληνικών αεροσκαφών για την Ελλάδα. Το πρωί της 26ης Αυγούστου, τα ελληνικά αεροσκάφη ήταν έτοιμα για απογείωση. Η Ναυτική Αεροπορία με κλήρο καθόρισε τα πληρώματα και τα αεροσκάφη στα οποία θα επιβιβάζονταν. Τα εννέα αεροσκάφη χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες, που απογειώθηκαν με διαφορά μισής ώρας η μία από την άλλη. Σε λίγες ώρες, τα οκτώ αεροσκάφη προσγειώνονταν, πέντε στο Τατόϊ, τρία στην Καλλονή της Μυτιλήνης ενώ το ένατο με πλήρωμα τους Γρηγοριανόπουλο – Κατσούφρη κατέπεσε στη Νάξο και καταστράφηκε. Την ίδια μέρα, εγκατέλειπαν την Σμύρνη και τα αεροσκάφη της Στρατιωτικής Αεροπορίας.
Με το τραγικό τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας ολοκληρώνεται μια σημαντική περίοδος της ύπαρξης του ελληνικού Κράτους. Η εποχή που θα ακολουθήσει θα είναι μία περίοδος αναδίπλωσης της ελληνικής πολιτικής, η οποία θα κινείται ανάμεσα στις Συμπληγάδες της οικονομικής ανάπτυξης και αφομοίωσης του μεγάλου ρεύματος των προσφύγων και της εξωτερικής πολιτικής των όμορων κρατών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η Ελλάδα θα ακολουθήσει φιλειρηνική πολιτική στο πνεύμα της άρτι ιδρυθείσας Κοινωνίας των Εθνών.


Για τη συνεισφορά του Πολεμικού Ναυτικού, η οποία συχνά παραβλέπεται, παρατίθενται τα λόγια του ναυάρχου Επαμεινώνδα Καββαδία, Αρχηγού Στόλου κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο:

«Δεν ὑστέρησε εἰς ἰκανότητα καἰ αὐταπάρνησιν, ἐάν δὲ ἡ φυσική προσπάθεια ἐξαλείψεως πάσης ἀναμνήσεως τῆς τότε ἐπακολουθησάσης ἐθνικῆς συμφοράς καἰ ἡ συνήθης παρ’ Ἕλλησιν ἐξαφάνησις τῶν Ἀρχείων ἔχει ἐμποδίσει τὴν μνημόνευσιν τοῦ ἔργου του, δὲν πρέπει να διαφεύγει εἰς ἡμᾶς τοὺς Ἀξιωματικούς τοῦ Ναυτικοῦ, ὅτι ἐὰν ὁ Στόλος αὐτός δεν ὑπῆρχε, δὲν θὰ ἐσχημάτιζε Κυβέρνησιν ὁ Πλαστήρας ἐν Ἀθήναις, ἀλλά ὁ Κεμάλ».

Δημοσιεύεται στο methormisakathektou.politics.blog